ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ - Unfuck the world



ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ - Unfuck the world από την Σοφία Στρέζου

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΔΕ κυκλοφόρησε το 2013, η ποιητική συλλογή της Παναγιώτας Μπλέτα, με ξενόγλωσσο και αιχμηρό τίτλο, Unfuck the world.

Αναζητώντας τη μορφολογική ταυτότητα των ποιημάτων, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω τη γραφή της ως μικτή ποίηση. Πρόκειται δηλαδή, για μια διαλεκτική ανάμεσα στον αφηγηματικό πεζόμορφο λόγο, που όμως εμπεριέχει σπέρματα ποιητικά, που κατευθύνουν την λυρική αλλά και ταυτόχρονα αφαιρετική γραφή στις περιοχές της ποίησης.

Με την πρωτότυπη απεικόνιση των ποιητικών σωμάτων της, η ποιήτρια ανοίγει και παράγει έναν ενδιαφέροντα διάλογο για τον τρόπο της εκφραστικής της. Τούτη η αμφίδρομη διαλεκτική με άλλους ποιητές αλλά και αναγνώστες, θεωρώ πως πλουτίζει και βαθαίνει την αισθητική και τους κώδικές της.

Η ποιητική θεματολογία εκτείνεται από τα πολιτικά ζητήματα ως τις παρυφές του έρωτα. Με μια προσωπική τεχνική μετατρέπει τον πολιτικό στοχασμό και τους λαβύρινθους των σκοπιμοτήτων σε ποιητική πολιτική πράξη. Αναλαμβάνει να εξορκίσει πότε αλληγορικά και πότε ουσιαστικά την αδυναμία της εξουσίας, με ομόκεντρα νοήματα σε γραμμές που αναλύεται η θεματική των ποιημάτων.

Κοινός παρανομαστής σε τούτο το εγχείρημα είναι η ίδια η ζωή και οι διακλαδώσεις της, που εμπεριέχουν χρόνο και θάνατο. Μικρά και μεγάλα μηνύματα ενοικούν αποσπασματικά στις ορθολογιστικές και μηρυκαστικές εκμυστηρεύσεις της ποιήτριας, θέτοντας σκωπτικά ερωτήματα. Τούτα τα ερωτήματα θα τα μετασχηματίσει σε αισθητικό λογοτεχνικό συναπάντημα της αλήθειας, με την πραγματικότητα της άσκησης μιας εξουσίας, που δεν αφορίζει αλλά ούτε αφορίζεται από τις πράξεις της.

Καταγγελτική όσο χρειάζεται, θα πει στην προμετωπίδα του βιβλίου της: «Προβάρω την ποιητική αντιλογία. Δεν υπακούω σε συστήματα που γίνανε νόρμες και με πνίγουν». Έτσι, η Παναγιώτα Μπλέτα τολμά να εισχωρεί στην πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, διευρύνοντας τις δυσκολίες και τις κατευθύνσεις της.

Με πιλοτικές πτήσεις νομιμοποιεί λογοτεχνικά την ιδεαλιστική αλήθεια της. Για τούτο και ιχνηλατικά την αμνηστεύει στα επίκεντρα της παραλλαγμένης εξουσιαστικής ροής.                        Θα κολυμπήσει στις φανερές και υπόγειες αρτηρίες της, με την ελπίδα πως θα αναστρέψει ανετεκμήριες τεκμηριώσεις, στην απατηλότητα της εξουσίας.

Η δημοκρατία που τόσο αγάπησε φαλκιδεύεται. «Κυλιέται ανυπόληπτη» σε σύγχρονους Καιάδες. Χαλκευμένοι ηνίοχοι διαδραστικά προσπαθούν να τιθασεύσουν το νου και τη σκέψη, για να διαιωνίζεται η κυριαρχία του κατακτητή, στις ψυχές των ανθρώπων. Τους διαφεύγει πως ο πατερναλισμός έπαψε να αναισθητοποιεί και να καταστέλλει τη βούληση όσων επιθυμούν να αναχωρήσουν με αίσθημα για τη νέα Ιθάκη!                

ΛΕΡΩΜΕΝΗ ΣΑΡΚΑ

Στα χρόνια της καταστροφής, το άρωμα της λερωμένης σάρκας σέρνεται επάνω στον αέρα. Και σου φαίνεται πιο επιθυμητή από ποτέ αυτή η άγρια συνουσία του μυαλού και της σκόνης από τα ανθρώπινα ερείπια. Στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης κυλιέται ανυπόληπτη η Δημοκρατία και αυτό γιατί στήνονται εντόπια από έναν κατακτητή που ασκεί διαδραστικά τον έλεγχο του νου. Οι θάλαμοι αερίων γίνανε θάλαμοι παραισθησιογόνων ουσιών, ικανών να κρατούν σε καταστολή την ψυχή. Έτσι πληρώνεται πιο εύκολα το αντίτιμο της υπερηφάνειας…

ΙΛΙΓΓΙΩΔΗ ΑΙΜΑΤΑ

Ενέδρα
Μου ’στησε
Ο χρόνος
Σαν χτες
Ήτανε                               Μέσα
Που σάλπαρα                  Ξεκίνησε
Στη βάρκα                        Ο αγώνας
Του Οδυσσέα                   Ρίζες
Μέρες, καιρούς                Απλώνει
Ανέβαινα                           Στην Ιθάκη
Κατέβαινα                         Στα σκάμματα
Μιζέριες                             Θέλει
Αφρισμένες                        Να δειπνήσω
Αίμα                                     Τους μνηστήρες…
Μου παίρνανε                    Ιλιγγιώδη αίματα
Από την καρδιά                  Βουτάνε
Για να ταΐσουμε                  Μέσα στα χώματα
Τα ψάρια                             Ποτίζουνε
Αυτά                                      Τα κλήματα
Θα θρέψουν                         Πηχτό κρασί 
Τα παιδιά                              Για φέτος
Που                                         Θα κεράσω
Θα γεννήσω                           Χορεύουνε
Στα σωθικά μου                    Οι πρόγονοι
                                                  Με Τόμαχοκ
                                                  Τη ράτσα
                                                   Να τιμήσω…                  

 Αφετηρία μιας Ανάστασης, θα μπορούσε να είναι ο αλληγορικός μύθος του Κάιν και του Άβελ. Άλλωστε, η Ανάσταση είναι ένα δικαίωμα για τις ψυχές που ακόμα αντέχουν. Επειδή, το ανομολόγητο όριο επιβίωσης ο καθένας το θέτει μόνος του, στην πολιτισμική και πολιτική του διάσταση.

Και καθώς, η ποιήτρια νιώθει πολίτης του κόσμου, ταλανίζεται από την αδάμαστη εξουσία που επιδιώκει να δαμάσει τις εύκρατες περιοχές του νοείν ανθρώπων που αντιστέκονται.
Για την ίδια, θύτης και θύμα είναι οι δύο πόλοι της ψυχής, που το βάθος και η επιφάνειά της συνθέτουν επιλεγμένες διαδρομές. Επιδιώκει την σύγκλιση με επεξεργασμένες νοητικές και συναισθηματικές διεργασίες, τοποθετώντας τον εαυτό της στον συλλογικό ορίζοντα και το υποσυνείδητό του.

«Γενιέμαι Κάιν. Κι ανασταίνομαι Άβελ», θα πει στις διακλαδώσεις των κινήτρων, που ωθούν στην πτώση ή στην ανάταση και στον απρόσπακτο διαποτισμό της ιδεατής συγκρότησης της σκέψης.
Συναισθηματικά, αιωρείται στη συνισταμένη των κριτηρίων με στοχαστική βαρύτητα. Έτσι, η ψυχή μειλίχια και γαλήνια πια οντολογικά, τοποθετείται απέναντι στον μοιραίο όλεθρο του αφανισμού της. Είναι η προσωπική νίκη της αυτογνωσίας, έξω από καθεστωτικές εξουσίες, που αναδομεί διανοητικά και συναισθηματικά «την τέχνη του ζην»!

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Επιφάνεια της ψυχής μου. Γενιέμαι Κάιν. Κι ανασταίνομαι Άβελ.

ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΑΪΝ

Αγαπημένε μου
Αδελφέ
Σήμερα με βαφτίσανε
Κάιν
Με κλείσανε
Σ’ ένα κλουβί

                                                        Που
                                                         Το ονομάσανε
                                                         Ψυχή
                                                          Κι
                                                           Εγώ
                                                            Αντέχω
                                                            Ακόμη…   

Σε ανυπότακτους ύπνους τα όνειρα αξύπνητα μένουν. «Φοβούνται μη γίνουνε λυγμοί» κατά την εποπτεία των πολλαπλασιαστικών αισθήσεων. Η ιερότητα συναντά τη λογική κι η λογική αναγνωρίζει τον φόβο, με σεβασμό απέναντι στην ιερότητα.

Υπερρεαλιστικές καταβολές αναγνωρίζουν τον τρόμο, μπροστά στη μέδουσα που πέτρωνε τους εχθρούς με το βλέμμα της, στη διαλεκτική των αντιθέσεων της Θείας Χάρης και της αγάπης του Θεού.
Η ανυπόκριτη ευλάβεια γίνεται προσευχή στα χείλη της ποιήτριας, που φθάνει ως τα σύννεφα κοιμισμένων λυγμών. Με ρέουσες σταγόνες δακρύων βαπτίζει εμπειρίες και ανυπότακτα πάθη, για να τα σκορπίσει ο άνεμος στη λυτρωτική θάλασσα και στις αμμουδιές της.

 ΛΥΓΜΟΙ

Τα όνειρά μου δεν ξυπνάνε πια. Φοβούνται να μη γίνουνε λυγμοί…
Η προσευχή μου συναντά τη λογική. Με τρόμο μ’ αντικρίζει κι ο Θεός…

ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Κυλιέται
Η θάλασσα
Στην άμμο
Μαδάει
Τα ανυπότκτα
Λουλούδια
Ο άνεμος
Πελώρια
Όνειρα
Χορεύουν
Δώθε
Κείθε
Και πέφτουν
                                          Απ’ τα σύννεφα
                                          Λυγμοί
                                          Η Μέδουσα
                                          Ξυπνάει
                                          Και
                                          Κάνει
                                           Μια ευχή
                                           Κάθε λυγμός
                                            Και μια ζωή…
                                            Κερνάει
                                             Αρσενικό
                                            Και ένα γλυκό
                                             Κεράσι.


Η Παναγιώτα Μπλέτα, με εικονοποιητικούς στίχους αποσυμβολίζει και παράλληλα στοιχειοθετεί την κοινωνική λειτουργία της ποίησης. Αποκαλύπτει τη μυστική κληρονομιά των δακρύων στην αυθεντικότητα της κάθαρσης, που στο χώμα της θα φυτρώσουν άγρια πεύκα.

Τι κι αν ανίεροι χαμαιλέοντες - εθνοσωτήρες - θα προσπαθήσουν να ρημάξουν, να κόψουν και να κάψουν τα δέντρα της λύπης;
Ήδη ψηλά στα νεφελώματα, ο αετός πετάει κουβαλώντας «στα πέτσινα φτερά του» την εξαίσια μουσική της ποιήτριας.

Οι λέξεις της συναθροίζονται στα «αέτινα δοκάρια», κληρονομώντας νέα γεννήματα ιδεών και αποφάσεων σε ερείπια ανωφέλετου θρήνου. Έτσι απλά κι όμορφα, για να φανούν ξανά τα ανείδωτα και να ειπωθούν ξανά τα ανείπωτα εκεί, που αλμύρα ανθίζει το πιο γλυκό παραμύθι στον κοχλασμό του ανοιχτού ορίζοντα.

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Η μυστική μου κληρονομιά είναι να θάβω τα δάκρυά μου στο χώμα για να φυτρώνουν άγρια πεύκα. Μα πετάνε καυτή ρετσίνι όταν πάνε να τα κόψουν. Όταν το δάσος κινδυνεύει από τους χαμαιλέοντες…

ΑΕΤΙΝΑ ΔΟΚΑΡΙΑ

Τη μουσική μου
Κουβαλάει
Ο αετός
Στα πέτσινα
Φτερά του
Δοκάρια
Από αυλούς
Και άρπες
Παίζουνε
Στα σύννεφα
Υψίπεδα
Πηδάει

                                      Σκοτώνει
                                      Του αέρα
                                       Τη μιλιά
                                       Βαρβάρους
                                        Συναντάει…
                                        Στον ουρανό
                                        Τον βρήκα
                                         Ξαπλωμένο
                                         Ανάποδα
                                         Για μένα
                                         Να πονάει…

Τα ποιητικά συναισθηματολόγια γράφονται με αναπνοές χεριών, τις νύχτες που μυρίζουν αγιόκλημα.
Τότε, που το πένθος μαρτυρά την κατάφαση της ζωής, σαν πλένει το σώμα με χώμα.
Τότε, που το μελάνι χαρακώνει το χαρτί με την πένα, γιατρεύοντας πληγές ανεπούλωτες στη ρωγμή του χρόνου.

Πόσες φορές σε τραυμάτισα και πόσες φορές σε σκότωσα «Ειρήνη»;
Αν και αιμορραγείς, εξακολουθείς να μυρίζεις υπόσχεση, στην καλά φυλαγμένη ψυχή των ανθρώπων.

Για την Παναγιώτα Μπλέτα δεν υπάρχει ο εφησυχασμός της ψυχής και του νου στα συνθηματικά ευχολόγια.
Έτσι, αλληγορικά αποκρυσταλλώνει με στίχους τον συναισθηματικό, αλλά και κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό της.
Με την γραφή προσπαθεί να αφυπνίσει άφιλες συνειδήσεις και να τις στρέψει υπέρ των αθλίων του κόσμου.
Γι’ αυτό κι ο λόγος της ανθίζει σε αιματηρές στιγμές με προσκυνητάρια λέξεων, στις αντιφωνήσεις λυτρωτικών νοημάτων που ανασαίνουν αλήθεια… την Αλήθεια της!

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ

Απαλές αναπνοές αφήνουνε τα χέρια μου. Χαϊδεύουν τη
μητέρα ηδονή. Υφαίνουνε με αγιόκλημα τις νύχτες να είναι ερωτικές. Μαζεύουνε τα πένθη σου από το πάτωμα.
Σηκώνουνε τα χείλη σου ψηλά στον ουρανό. Πλένουν το
σώμα σου με χώμα. Χορεύουνε οι πελαργοί στις θάλασσες
και στις στεριές. Σου εμπιστεύομαι «Ειρήνη». Να τη
φυλάξεις στην ψυχή. Είσαι η μόνη ηδονή που αιμορραγεί…

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
    
1 πένα
2 μελάνια
Μια αυλακωτή
Χαρακιά
Πάνω
Στο χαρτί

Τρέχει
Κάνει
Ρωγμές
Πόσο
Μελάνι
 
                             Να στοκάρω
                             Για να γιατρέψω
                             Τη σχισμένη
                             Καρδιά
                             Του χαρτιού…
                             Στον τοίχο
                             Το ρολόι
                             Δείχνει
                             12
                             Συναισθήματα
                             Άργησες…

ΣΟΥΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ - Το φως των εσοχών



ΣΟΥΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ - Το φως των εσοχών από την Σοφία Στρέζου

Από τις εκδόσεις ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ κυκλοφόρησε το 2014 η πρώτη ποιητική συλλογή της Σούλας Αντωνίου, ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΕΣΟΧΩΝ.

Το πρωτόλειο απάνθισμα περιλαμβάνει μικρά και μεγάλα ποιήματα, που οι ιδέες και οι βαθιές σκέψεις απασχόλησαν και απασχολούν την ποιήτρια.
Στα εκτεταμένα ποιητικά σώματα αναπτύσσει μια διδασκαλική ρητορική με ερωτήσεις που ζητούν απαντήσεις, σε ασκήσεις αυτογνωσίας.

Έχω την αίσθηση, πως η Σούλα Αντωνίου ξεκίνησε το ποιητικό της ταξίδι μετά από κάποια έκρηξη στο βυθό ασίγαστων ηφαιστείων,
καθώς λέξεις επωάστηκαν στη σιωπή της άσβηστης λάβας του. Κι όταν η λάβα ξεχύλησε κι άρχισε να κυλά στη σάρωση του χρόνου, εκείνη υπομονετικά περίμενε να κρυώσει κι ας έκαιγαν ακόμα τα δάχτυλα που αποτύπωναν την ενέργεια, στη συμμετρία των ενδοσκοπήσεων.
Έτσι, η αφηγηματική ροή της γίνεται μια απόπειρα ποιητικής δοκιμής, στις αρδεύσεις του λόγου.
Οι πολλαπλές και πολυποίκιλες αναγνώσεις έχουν ήδη απορροφηθεί στις εκβλαστήσεις της εκφραστικής της.
Συνειδητά, επεξεργάζεται το υπαρξιακό άλγος στη συμβατότητά του με το νοητικό.

Ανασύρει και ανασυστήνει πλοηγούς που έθρεψαν το πνευματικό της οικοδόμημα, με σύμφυτες αναπαραγωγές σε γόνιμες συμπορεύσεις. Για να φτάσει στα άδυτα της ψυχής, ερμηνεύοντας το ανεξήγητο σε εξηγήσιμο νόημα, από τα κατεργασμένα υλικά της νόησης.
Τούτοι οι πλοηγοί - δάσκαλοι είναι οι δικοί της εκλεκτικοί συγγενείς, που την συντρόφευσαν στην αναζήτηση της αλήθεια της και στις πτυχώσεις του ακριβού «γνθι σατόν»!
Τους μνημονεύει, επιθυμώντας να ανακαλύψει τα δικά της ποιητικά όρια στα αχαρτογράφητα ίχνη εννοιών, που την καθόρισαν και διαμόρφωσαν την πνευματική της εξέλιξη.

Με αναστοχαστική διάθεση και χειμαρρώδεις λεκτικές αιωρήσεις συνθέτει ποιητικά σώματα, επιχειρώντας την προσωπική έξοδο στις εμποτισμένες από την διανοητική διεργασία της γνώσης και του αισθήματος.
Οι υφέρποντες συμβολισμοί επιδομούν την σύλληψη της θεματικής, ενσαρκώνοντας την αρχική ιδέα σε σχήμα ποιητικό. Έτσι, ακολουθεί την Αριστοτελική ρήση «δι οδποτε νοε νευ φαντσματος ψυχ».

Τα θεματολογικά της ανοίγματα εμπεριέχουν ευαισθησίες με ελεγειακούς τόνους, στους βηματισμούς των υπερρεαλιστικών υπερβάσεων. Γι’ αυτό και «η γλώσσα γίνεται η μόνη περιουσία» της/για να σβήσει η δίψα της γραφής».
Οδηγός της η ζωή και η ανάγκη διάδοσης των ιδεών και των σκέψεων, στην οδό της φιλοσοφικής αναζήτησης.

Γλώσσα,
η μόνη μου περιουσία,
όταν μοίρασα ισόποσα τα υπάρχοντά μου,
όταν ανάλωσα ανυποψίαστη το βλέμμα μου στο κενό
για να σβήσω μέσα μου τη δίψα της γραφής.

Η Σούλα Αντωνίου γίνεται ο χειρωνάκτης, που «γεωργεί λέξεις/ για να φυτρώνουν ποιήματα».
Το βαθιά καλλιεργημένο χώμα θρέφει διαχύσεις αισθήσεων, μεταμορφώνοντας τες σε άνθη. Για να αναδειχθεί η ωφελιμότητα από τις εκγυμνάσεις του βάθους πυκνών στιγμών, σε σκιερά περάσματα.

Δεν την απασχολεί ακόμα η μορφολογία των ποιημάτων.
Εκείνο που την ενδιαφέρει είναι να αποτυπώσει την προσωπική αγωνία, ως προς τι είναι ποίηση και πως μπορεί να την υπηρετήσει.
Πως να ενσαρκώσει την ενσυναίσθηση.
Πως να αξιωθεί και να οδηγηθεί - κατά τον Καβάφη - «στο πρώτο σκαλί/στην υψηλή σκάλα της ποιήσεως».

Γεωργώ τις λέξεις
για να φυτρώσουν ποιήματα,
μικρά μπουμπούκια αναθήματα
από μορφές μακρινές
από στιγμές πυκνές
από σκιές φευγάτες.

Η Σούλα Αντωνίου επιχειρεί να συγκολλήσει θραύσματα, για να φανεί το αχειροποίητο ποίημα. Στα παρένθετα μονοπάτια της ποίησης θα περιπλανηθεί πάνω σε γραμμές, ακολουθώντας ανυπότακτους φθόγγους.

Τα φωνήεντα κραυγάζουν και οι λέξεις απενοχοποιημένες συνηχούν σε πολυσύλλαβες διαδρομές. Επιθυμεί να ικανοποιηθεί το απρόβλεπτο σε περιγράμματα συγκινήσεων. Για να διατηρηθούν τα αποστάγματα διαμελισμένων μελισμάτων, που γίνονται αισθητικοί μετεωρισμοί στις απολήψεις του λόγου.

Η ποιήτρια αποφορτισμένη από θεωρητικούς και λυρικούς ελιγμούς, προσπαθεί προοδευτικά να διακινήσει αισθητικούς κανόνες. Κομίζει τα κινητήρια νεύρα της γλωσσικής της επάρκειας, για να λάμψουν πτυχές από «το φως των εσοχών», με προσωπικά κριτήρια πειραματισμού και αφοσίωσης στην ποιητική τέχνη.

ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟ

Οι παλμοί της γραφής,
η κραυγή των φωνηέντων,
οι ανυπόταχτοι φθόγγοι,
η συνήχηση των λέξεων,
ο διαμελισμός των μελισμάτων.
Πώς να συγκολλήσει κανείς τα θραύσματα
ενός αχειροποίητου ποιήματος;

Για την Σούλα Αντωνίου γυμνές λέξεις αναλαμβάνουν την εκφραστική του έναρθρου λόγου. Χωρίς να χάνουν το ειδικό τους βάρος επιμελούνται την εγρήγορση της λογικής, στα ατέρμονα ταξίδια της γραφής.

Έτσι κι αλλιώς, για την ποιήτρια οι λέξεις δεν ιεροποιούνται ούτε αφήνει αγοραία να σπαταλώνται σε εκπτωτικές εκποιήσεις.
Τις τιμά, γνωρίζοντας καλά την μετασχηματική ισχύ τους, σε διανύσματα σιωπών που λυτρώνουν.

ΓΥΜΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Μη φτωχαίνεις το ειδικό βάρος των λέξεων
υποτάσσοντάς τις στην ανερμάτιστη λειτουργία της λογικής.
Μην τις περιφέρεις σαν λείψανα Αγίων
σε πανηγύρια, παζάρια και αγορές
έτοιμος να τις εκποιήσεις.

Μην τις υποθηκεύεις σε συμφωνητικά
που δεν μπορείς να τηρήσεις.
Μην τις φυλακίζεις σε μηνύματα χωρίς αντίκρισμα.
Μην τις ταριχεύεις σε σιωπές
που δεν δύνασαι να αποκρυπτογραφήσεις.
Απόθεσές τις, αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος,
στους ουρανούς της υπερβατικότητας
συνάπτοντας στην κυοφορία της συγκίνησης
μια νέα σχέση με την αυτογνωσία.

Στη Βαβέλ της ποίησης, η Σούλα Αντωνίου στέκεται ευλαβικά απέναντι στο χαρτί. Γίνεται ταπεινός ικέτης που σκύβει και προσκυνά αισθητικούς συγκλονισμούς νοημάτων.
Η έρημος των άσπρων σελίδων θα δεχθεί την προέλευση του ποιήματος, που ενσωματώνει το βίωμα και την καταγραφή του.

Οι λέξεις θα διασχίσουν την αιωνιότητα, κυνηγώντας χίμαιρες στη δίνη του ανεκπλήρωτου, που επιθυμεί να πραγματοποιηθεί με ευπρόφερτους φθόγγους. Για να απεγκλωβιστεί ο πόνος από προσωπικά ιδεογράμματα και να σταθεί μεσίστιο το μελάνι, στα γλωσσικά ταξίδια του.

ΑΣΠΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Ευλαβούμαι το χαρτί,
σκύβω σαν ταπεινός ικέτης
και το προσκυνώ.
Στα περιθώρια των άσπρων σελίδων
παραμονεύουν μα με εκδικηθούν
συγκλονισμοί
από το παλιό σεβάσμιο νόημα,
που αδιαπραγμάτευτο επιμένει
να μην κάνει έκπτωση ανάμεσα
στην γραφή και τον πόνο.

Κι όταν η ποιήτρια βυθισθεί στην απώλεια του εγώ, έρχεται ανάγλυφη η αγάπη να ανασύρει και να ρίξει φως στα σκοτάδια.
Διαχέεται στο πρόσωπό της, εμφυσώντας πνοές ζωής. Γιατί, η αγάπη μπορεί να συμφιλιώνει το ανείπωτο, ψηλαφώντας το αδύνατο που μεταβολίζεται σε δυνατό.

Κι όσο η ορατότητα των θαυμάτων θα κυοφορείται στα λήμματα της μνήμης, της αγάπης και του πάθους, τόσο η ποίηση θα σώζει τους ποιητές από ναυάγια και θανάτους.

Αγάπη…
με περισυνέλεξες από την απώλειά μου,
έριξες στο φως σκοινί το πρόσωπό σου
και με ανέσυρες.

Αν και κατά τον Franz Kafka, «ο άνθρωπος (βρίσκεται) απέναντι στο αίνιγμα της ύπαρξής του», η ποιήτρια το συναντά «καθηλωμένο στις αντινομίες της ζωής». Η περιρρέουσα διαρκή καταστολή των αναφλέξεών του δίνει στη Σούλα Αντωνίου περιθώρια λύσης του γρίφου, αρχειοθετώντας νοηματικές δομές που συνέβαλλαν στην οικοδόμηση της προσωπικότητάς της.

Επιδιώκει να εξορύξει κοιτάσματα από τις περιοχές του επιστητού, ζωοποιώντας εκμυστηρεύεις στα ψήγματα της μεγάλης αλήθειας. Γιατί μόνο έτσι, θα εισχωρήσει στο άδυτο, υποτάσσοντας στοχασμούς που ζητούν απαντήσεις.

Το αίνιγμα της ύπαρξης
το βρήκε καθηλωμένο στις αντινομίες της ζωής,
σ’ αυτά που ήθελε να εκμυστηρευθεί
και σ’ αυτά που ήθελε να της πουν.

Στην προμετωπίδα των ποιημάτων, η Σούλα Αντωνίου επαναπροσδιορίζει τη διαλεκτική της σχέση με ιλίγγους αναγνωστικής νοσταλγίας.
Η «απόπειρα πλήρωσης του «είναι» δοκιμάζεται από την οδύνη του, στην υπαρξιστική κοσμολογία της ποίησης.
Είναι η ατομική πτήση προς τη χώρα της ποιητικής χειραφέτησης!

Από τα μύχια της ψυχής της αναδύει και εντάσσει τη φωνή της, στις ικετικές προστακτικές των αισθήσεων.
Εκείνο που θέλει, που βαθιά επιθυμεί γίνεται παρακλητική ενέργεια, που απλώνεται με τον άνεμο στον ουρανό.
Είναι το πάθος της ζωής που ταξιδεύει με τα σύννεφα στην οριζόντια άλω της αγάπης. Για να ρέουν στα συναισθήματα το φως και ο αέρας, με νέους κατευθυντήριους προορισμούς προς το θάμβος του έρωτα, εποικοδομώντας τον λόγο.

Έτσι, τούτη η «παραληρηματική παραίσθηση» θα εξελιχθεί σε ποίηση, επιτρέποντας στο όνειρο να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής της!
Η ποιητική εμπειρία θα γίνει για την Σούλα Αντωνίου ο δρόμος, που θα επισυνάψει την εσωλεκτική της επάρκεια για νέες αναζητήσεις, στα εκλεκτικά σύνορα της ποίησης.

Η ΟΔΥΝΗ ΤΟΥ «ΕΙΝΑΙ»

 «Αυτό που αναζητάς είναι κοντά σου
Σχεδόν σ’ αγγίζει» Friedrich Hölderlin

Στα μύχια της ψυχής μου
εντρυφεί μια απόπειρα πλήρωσης του «είναι».
Στην κρούστα του δέρματός μου δοκιμάζω
μια άλλη συνταγή αισθήσεων
που με στροβιλίζει.
Άνεμε, κάνε με κουβάρι και εκτίναξέ με.
Ουρανέ, κάνε με ταξιδιάρικο σύννεφο
και απογείωσέ με.
Ζωή, γίνε ποτάμι και παράσυρέ με.
Πάθος, γίνε καταλύτης και διάλυσέ με.
Πλανήτη, κάνε με μισόγεμο φεγγάρι και συμπλήρωσέ με.
Θεέ, γίνε συγκλονισμός και λύτρωσέ με.
Αγάπη, γίνε θάνατος και ανάστησέ με.
Ποίηση, γίνε παραληρηματική παραίσθηση
και επισύναψέ με σε μια γλώσσα
που κανείς πια δεν καταλαβαίνει.