ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΛΟΥΡΗΣ - Σχεδόν αθόρυβα



ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΛΟΥΡΗΣ - Σχεδόν αθόρυβα από την Σοφία Στρέζου

Από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, κυκλοφόρησε το 2014, η νέα ποιητική συλλογή του Χρήστου Φλουρή, «Σχεδόν αθόρυβα».

Στο νέο του πόνημα, ο Χρήστος Φλουρής κινείται στην ευθύγραμμη συχνότητα μιας αφηγηματικής ποιητικής.
Σχεδόν προσωπικά, σχεδόν αθόρυβα, ο ποιητής εξομολογείται με την απλότητα του λόγου την ανεπιτήδευτη εκφραστική του.
Η ασήμαντη λεπτομέρεια μιας βιωματικής γίνεται σημαντική στα μάτια του. Οι λέξεις λιτές, καθημερινές, γνώριμες, σχεδόν παρασύρονται από την άλλη του ιδιότητα, του μυθιστοριογράφου.

Γιατί, η ποίησή του μπερδεύεται γλυκά με στοιχεία μυθιστορηματικά, όπως γλυκά μπερδεύει το μυθιστόρημα με αφοσίωση στην ποιητική τέχνη.
Υπηρετεί τα δύο ετερόκλητα είδη και συνδιαλέγεται μαζί τους. Ανάλογα με το είδος που ακολουθεί κάθε φορά, υποτάσσει το ιδίωμα της έκφρασης.
Έτσι, οι λέξεις συνυφαίνονται, υιοθετώντας πεζολογικά συστατικά, που τα εντάσσει στην κλίμακα της ποιητικής φόρμας.
Με αυτό τον τρόπο αναδύουν το άρωμα της ισορροπίας, στη γεωμετρική φόρμα της ποίησης.
Γι’ αυτό, οι βιωματικές και όχι μόνον εκχυμώσεις εκτίθενται ως μια προσωπική αναμέτρηση του δημιουργού με τον εαυτό του, λειαίνοντας αντιστάσεις.

Ο ποιητής αποφασίζει να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο για τις διαδοχικές σκηνές της ζωής του, φιλτράροντας τις αποχρώσεις της.
Αφήνει την σκέψη να μιλήσει ειλικρινά, ακινητοποιώντας εικόνες, στην τεθλασμένη πορεία της ζήσης του. Τα θραύσματα ενοποιούνται και αποκτούν νόημα. Το συναίσθημα ενσωματώνεται με υλικό ενστίκτου, αναδεικνύοντας εκ των έσω την συναισθηματική ιδιοσυγκρασία του. Διατηρεί αισθητική την εικόνα με περιεκτικές εκφράσεις και λέξεις, που δεν τον παρασύρουν σε φλυαρίες και πλατειασμούς. Χαλιναγωγεί όρια πρόσληψης στις ιδιότυπες ισορροπίες λύτρωσης, κατακτώντας το εφήμερο.

Ο Χρήστος Φλουρής είναι ο συνεσταλμένος άνθρωπος που προτάσσει την αλήθεια, διατυπώνοντας την αυτογνωσία του.
Δεν έχει ανάγκη τον κρότο, γιατί η σιωπή είναι το αντίδοτο σε φλύαρους ήχους. Τους παραμερίζει για να συντροφεύει την δημιουργική μοναχικότητα, κοινοποιώντας με ανάσες την κάθοδο στην προσωπική του μυθολογία.

Σχεδόν αθόρυβα

Μια ήσυχη ονειρεύτηκα ζωή,
σχεδόν αθόρυβη
χωρίς οχλοβοή, με δίχως κρότο
σαν το ποτάμι που κυλά ήρεμο προς τη θάλασσα
με δίχως τύψεις πως παρέσυρε δεντρά
ή πως ξερίζωσε στο διάβα του καλάμια.
Τόσο απλωτό που τα πουλιά να πίνουν ανεμπόδιστα
και τα όνειρα τα χάρτινα να ταξιδεύουν μέσα του
δίχως τον φόβο μιας αιφνίδιας δίνης
ή και μιας μοιραίας ακόμη καταβύθισης.

Κι έτσι θέλω να το θυμούνται όλοι
το πέρασμά μου από τον κόσμο τούτον,
αθόρυβο…
Γιατί καλά γνωρίζω - μ’ έχει διδάξει η σοφή ζωή -
πως ό,τι ασκόπως θορυβεί
κινεί την προσοχή κι έλκει τα βλέμματα
για λίγο μόνο,
μονάχα για όσο διαρκεί ο θόρυβος
για όσο γροικιέται ο κρότος…

Η ποίηση διακατέχεται από μια συναισθηματική επινόηση, έναν προσχεδιασμό, για την επικείμενη αναρρίχηση στο όνειρο.
Με αυτό τον τρόπο, διασφαλίζεται μια σωτήρια δυνητική για τον δημιουργό.
Έτσι, κατανοεί το σύνολο των δυνατοτήτων που του δίνει η έκφραση, στην αποτύπωση της ανάδρομης φαντασίας και του οράματος που θα πρέπει να ακολουθήσει, για να χτίσει τις λέξεις του.
Προστίθεται εμβόλιμα μια εναλλακτική πραγματικότητα, που παρεμβάλλεται από τον ρεαλισμό της περιπλάνησης, για να δικαιολογεί την παρατήρηση από το περπάτημα και τη δράση του.

Αναρρίχηση

Προσχεδίαζα τις κινήσεις μου προσεκτικά
πάντοτε ως τώρα,
περνώντας τις προθέσεις μου
- νύχτα συχνά και λάθρα -
πάνω απ’ τα συρματοπλέγματα που είχαν στηθεί
για να εμποδίσουν - τάχα - τη διαφυγή τους,
από τους αφελείς που δεν υποψιάζονταν
πως οι προθέσεις και τα όνειρα
δεν καταδέχονται φραγής
και πως από ένστικτο ή από ανάγκη επιβίωσης
συχνά αναπτύσσουν ικανότητες δεινές
αναρριχήσεως…

Κάποιες φορές, η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι με προσχεδιασμένες κινήσεις. Η συγκροτημένη σκέψη καθοδηγεί και ορίζει τα βήματά του.
Άλλωστε, η γνώση - με σκακιστικούς όρους - του δίνει πλεονεκτική θέση και τον απελευθερώνει, εξασθενίζοντας τη θέση του αντιπάλου.
Έτσι, η άμυνά του δεν υπονομεύεται από λανθασμένες κινήσεις, ακόμα κι όταν χρειασθεί να θυσιάσει κάποια πιόνια, με έπαθλο την επίγνωση της αξίας της ζωής!

Είναι ξεκάθαρο, πως ο ποιητής πάντα θα νιώθει ανασφαλής!
Γιατί, πάντα θα υπάρχουν άτακτες στρατηγικές που δεν επιτρέπουν εφησυχασμούς στη σκακιέρα της ζωής.
Η αντοχή απαιτεί εκγύμναση στο αβέβαιο και στο απρόοπτο.
Η  ανατρεπτικότητα είναι φανερή κατά την διεξαγωγή του παιχνιδιού.
Έτσι, επιβάλλεται πειθαρχία και ευέλικτες τοποθετήσεις στο νου.

Σκάκι

Προσχεδιάζοντας τις κινήσεις μου,
προσέχοντας να πατήσω και να κινηθώ
μονάχα όπου κι όπως επιτρέπεται,
κατάφερα - θρηνώντας λιγοστές απώλειες -
τη νίκη εν τέλει να πανηγυρίσω,
όπως αρμόζει σ’ ότι κερδίζεται με κόπο
σε ότι δεν χαρίζεται
Κι όμως δε νιώθω ασφαλής.
Γιατί ενώ ξέρω καλά πώς ν’ αντιμετωπίσω
ισάξιο αντίπαλο, που όμως κινείται και πατά
μονάχα όπου κι όπως επιτρέπεται,
φοβάμαι… Δεν ξέρω πώς να αμυνθώ
στις άτακτες στρατηγικές
κι ιδίως στα φίλια πυρά
στα επώδυνα αδερφικά χτυπήματα…

Κάποιες φορές, ο Χρήστος Φλουρής διατηρεί τις επιρροές που δέχθηκε στα ποιήματά του. Τις μετουσιώνει, για να κατακτήσει το δικό του στίγμα, στις εξπρεσιονιστικές φόρμες.
Χρησιμοποιεί την εικόνα, για να αποτυπώσει το προσωπικό βίωμα και την φαντασία, με λυρικές αποχρώσεις. Χωρίς ιδιαίτερο στόμφο, αναδεικνύει την λιτότητα της εκφραστικής του, επιδιώκοντας να δώσει στον αναγνώστη την ουσία αυτών που προκάλεσαν την ανάγκη του να γράψει ό,τι  διέγειρε την φαντασία του.

Ο ποιητής εξ’ άλλου, δεν απομακρύνεται χρονικά από γεγονότα και περιστατικά. Αντίθετα, υποθάλπει την άρνηση και την απουσία εκείνης, καταγράφοντας σε ρεαλιστικούς χρόνους την πληρότητα από την μεταφερόμενη μνήμη της.

Θα πρέπει

Θα πρέπει να ήρθες όταν έπεσε το φως,
σαν τον θαλασσινό αέρα που τρύπωσε απ’ τις
γρίλιες,
αλλιώς πώς να εξηγήσω τη σαρωτική αταξία
των χαρτιών
απάνω στο γραφείο;
Πως τ’ ανακατεμένα μου μαλλιά
και το αρμυρό μου δέρμα;
Και σίγουρα πέρασες πρώτα απ’ την αυλή
κι έσεισες τους βασιλικούς και χάιδεψες το
γιασεμί,
αλλιώς πώς να εξηγήσω τη γλυκιά οσμή
που συνεπήρε την όσφρησή μου;

Θα πρέπει σίγουρα να με αγαπά πολύ ο Θεός,
αλλιώς γιατί να μπει στον κόπο
να μου παραδώσει κατ’ οίκον τη μνήμη σου
και μάλιστα σε ώρα προχωρημένη;
Και πώς να εξηγήσω αλλιώς ετούτη
την πληρότητα που νιώθω
στο σώμα, στο μυαλό, στα συναισθήματα
ενώ εσύ είσαι μακριά;

Θα πρέπει να με αγαπά πολύ το αδύνατον.
Αλλιώς πως εξηγείται να είμαι εδώ,
ανάμεσα στα μηρυκαστικά μου ποιήματα,
αναμασώντας συνεχώς τα ίδια λόγια
και ταυτόχρονα να ελευθερώνομαι
μονάχα συλλαβίζοντας δρα-πέ-τευ-ση;
Και πως ενώ βρίσκομαι πια χιλιόμετρα μακριά
από την άρνησή σου
να με πονούν ακόμη μέσα μου βαθιά
λέξεις όμως το «μη», το «δεν», το «άσε με»;

Αποτέλεσμα συναισθηματικών ζυμώσεων είναι να εξομολογείται ο ποιητής τις φοβίες του, νηφάλια.
Τον πληγώνει ακόμα η εφηβική φωτιά της ματαίωσης, που την διατηρεί ως ανάμνηση στους απολογισμούς της μνήμης.
Είναι σχεδόν βέβαιο, πως ο δημιουργός αντιμετωπίζει με ψυχραιμία τις αλλαγές και τις απώλειες, που συντρόφευαν και κατεύθυναν τα βήματά του.
Γιατί, έτσι μπορεί να αποκρυσταλλώνει την περιπλάνησή του στους κοσμικούς λαβύρινθους, επιλέγοντας προσεκτικά τον μίτο της δημιουργίας που θα ακολουθήσει. Τον καταθέσει ως γραπτή συγκινησιακή εμπειρία πια, στους φυγόκεντρους προσανατολισμούς του, πραγματώνοντας την έμπνευση πότε σε ποίημα και πότε σε μυθιστορηματική αφήγηση.
                 
Φοβάμαι μήπως

Εκεί, στους τόπους όπου άλλοτε περιπλανήθηκαν
οι ελπίδες μαζί με τις φιλοδοξίες μου,
δεν θέλω να επιστρέφω.
Όχι γιατί νιώθω πως γέρασα
- μέσα μου εξάλλου νιώθω ακόμη διάπυρη την ψυχή μου
απ’ την εφηβική φωτιά να με πληγώνει -
μα επειδή φοβάμαι μήπως δεν βρω πια στην ίδια θέση
όλα εκείνα που συντρόφεψαν
ή που κατεύθυναν τα βήματά μου.
Μήπως κι έχουν αλλάξει οι τόποι
κι έχουν γεράσει ή έχουν φύγει οι άνθρωποι.

Το όνειρο δεν είναι μια αλγεβρική εξίσωση που ίσως πρέπει κανείς να λύσει. Είναι ένας ιδεατός κόσμος που συντροφεύει υπερβατικά την ύπαρξή μας.
Ο ποιητής δεν αφήνει - ερήμην - να συνοδοιπορήσει το ανεξιχνίαστο βάθος τούτης της συντροφικότητας.
Είναι η ανάσα που του επιτρέπει να ζήσει, καταρρίπτοντας την μηδενιστική εποχή και ανοχή. Βαθιά επιθυμία του είναι να του επιτρέψουν να ενταφιάσει τα όνειρά του αξιοπρεπώς.
Επειδή, μέσα στην απελπισία του, τα όνειρα είναι μια στιγμή ανάτασης.
Τι κι αν κάποια από αυτά «πέθαναν ατιμωτικά, την δικαιούνται μια ταφή», με πενιχρά έστω κτερίσματα στην υπεραισθητική Αχερουσία έξοδο.

Η αγωνία του βρίσκεται στα νεογέννητα όνειρα.
Φοβάται!
«Ποιος εγγυάται», πως δεν θα μολυνθούν από μιάσματα ματαιότητας;
Πως δεν θα περιδιαβαίνουν χωρίς καμιά προοπτική - αναξιοποίητα - στην πνιγηρή ροή του χρόνου;
Γιατί, έρχεται η στιγμή που εξανθρωπίζονται, φοβούμενα την ανατροπή. Επιζητούν ένα άγγιγμα κι ένα χάδι στην ποιητικότητα του ονείρου...
Επειδή, τα όνειρα θέλουν να αναπνέουν!
Βγαίνουν από ανοιχτά παράθυρα στον ήλιο, με ορθάνοιχτα τα μάτια της ψυχής από αγαλλίαση!
Έτσι κι αλλιώς, «είμαστε απ' την ύλη που 'ναι φτιαγμένα τα όνειρα» θα πει ο William Shakespeare
                                                                                              
Ποιος εγγυάται;

Αφήστε να κηδέψω τα όνειρά μου!

Γιατί, αν άθαφτα ξεμείνουν τα νεκρά τους σώματα
κι η σήψη τους επέλθει σε θέα κοινή,
ποιός εγγυάται πως δεν θα μολυνθούν
από ηττοπάθεια και τα νιογέννητα όνειρα;

Αφήστε να κηδέψω τα όνειρά μου
σεμνά
έτσι όπως μονάχα ξέρω να κηδεύω αγαπημένους…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΜΒΑΛΗΣ - Εναλλασσόμενα φορτία



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΜΒΑΛΗΣ - Εναλλασσόμενα φορτία
από την Σοφία Στρέζου

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ, κυκλοφόρησε το 2013 με ζωγραφική και ποίηση, το νέο πόνημα του Δημήτρη Καραμβάλη, «Εναλλασσόμενα φορτία».

Αστείρευτη παραμένει η γόνιμη φλέβα του δημιουργού, στη σύγχρονη ελληνική γραμματολογία.
Ποίηση και ζωγραφική συνοδοιπορούν με λέξεις και χρώματα, στις επεξεργασμένες μορφές της Τέχνης!
Γιατί, «η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση, η ποίηση ομιλούσα ζωγραφική», αναφέρει ο Πλάτων. 

Ο Δημήτρης Καραμβάλης επιδιώκει μια συνομιλία, αρδεύοντας από την ουσία των εικαστικών παρεμβάσεων, την ουσία των λέξεων ή και το αντίθετο.
Με την ικανότητα του σωστού μάστορα, η λιτότητα στις απεικονίσεις ισοδυναμεί με την λεκτική γνησιότητα, στα δημιουργήματά του.
Κάτω από το ίδιο βλέμμα, εικαστικοί τόποι συναιρούνται με λέξεις και στίχους!
Έτσι, η επικοινωνία με τον αναγνώστη γίνεται διττή στον αμετάφραστο εικαστικό λόγο. Το όποιο κενό στην έκφραση αλληλοσυμπληρώνεται στους λαβυρινθικούς δαιδάλους της Τέχνης.
Άλλωστε, ο δημιουργός χρόνια τώρα ασκεί το ταλέντο του και την έμπνευση τόσο στη ζωγραφική όσο και στην ποίηση.
Δεν καθορίζεται, ούτε καθορίζει το μεταίχμιο που μετατρέπει την ισόβια μαθητεία του σε Τέχνη.

Ο ποιητής νοσεί - πάσχει από την ανίατη ασθένεια της δημιουργίας. Ο εικαστικός λόγος γίνεται πολυπρισματική επιφάνεια, που αναβαπτίζει στον καμβά την προέκταση βιωματικών αντικατοπτρισμών.

Είναι οι διαδραστικοί μονόλογοι του νου και του οράν, στο ανεξίτηλο των περιπλανήσεων στους λαβύρινθους της δημιουργίας.
Αφουγκράζεται μεταμορφώσεις στις διασχίσεις του χρόνου, χαράζοντας τα δικά του σχήματα, στην ερμηνεία του άρρητου. Επιδιώκει - όσο αυτό είναι μπορετό - οι λέξεις να επεξηγούν την εικόνα, σχεδόν μυστικά  και η εικόνα να τις εικονογραφεί.
Κάποιες φορές, οι στίχοι μεταφυτεύονται από την μαγεία των εικόνων στον συμπυκνωτή του λόγου.
Γιατί, στα «εναλλασσόμενα φορτία» ο λόγος είναι θελκτικός, στην απόδοση της μορφικής τελειότητας του ποιήματος. Μεταλαμπαδίζεται η μαγεία των εικόνων που δεν αλληλοαναιρείται, αλλά συμπληρώνει διπολικά, φωτίζοντας όλες τις πτυχές του εικονοπλαστικού λόγου στις ισοδύναμες αναβάσεις.

Σου  ’χα μιλήσει για μια θάλασσα μ’ έντονα χρώματα.
Σκοτάδι και φως να εναλλάσσονται, χώμα και βράχος και νερό
Σε μια ασταθή πορεία σταθεροποιείς τις κινήσεις σου.
Εκεί που στέκεις, θα δεις με άλλο τρόπο τα συμβαίνοντα.
Έτσι που δεν θα είναι πια συμβατικά!
Κάποτε είχες περάσει από δω, δεν θυμάμαι πότε και γιατί
Όμως το τοπίο είναι τόσο γνώριμο, τόσο οικείο.
Τα λόγια περιττεύουν
Η σιωπή σε οριοθετεί…

Στον Δημήτρη Καραμβάλη - έχω την αίσθηση - πως προϋπάρχουν ταυτόσημες συγκινήσεις που μπορούν να αποδοθούν με διαφορετικό τρόπο. Τα ψήγματα μιας εσώτερης βιωματικής, ανεπιτήδευτα δρομολογούν την εξέλιξη σε εκείνο που ακολουθεί, ελευθερώνοντας «της ψυχής το νερό».

Γιατί, ο ζωγράφος - ποιητής προσπαθεί να αποσαφηνίσει την αοριστία και να την ταξιδέψει με λέξεις, σε τούτο το διπλό ταξίδι. Είναι ο κυβερνήτης που κρατά δυο πυξίδες, που και οι δυο δείχνουν κοινό προορισμό στην αφοσίωσή του με την Τέχνη. Γίνεται ο διάμεσος κοινωνός που τιθασεύει ετερόκλητα δομικά στοιχεία, αθροισμένα στις διατακτικές της προσωπικής του έμπνευσης.

Τούτα τα βράχια
Πίναν φως από τον ήλιο
Τούτα τα βράχια
Στις ανομβρίες ελευθερώνουν
Της ψυχής το νερό

Άτιτλα σεργιανούν τα ποιήματα με λυτρωτικές εκμυστηρεύσεις, εντοιχίζοντας τον ψίθυρο μιας φυλακισμένης ψυχής, που ξοφλά γραμμάτια στη μνήμη του θανάτου.
Ο ποιητής επιθυμεί να εξοστρακίσει την απώλεια που έρχεται… φθάνει στον άξονα της θνητότητας.

Τι κι αν το είδωλο παραμένει πιστό στις εξορύξεις της νοσταλγίας;
Η ποιητική ωριμότητα τραυματίζει αιχμηρά μεταφυσικές αγρυπνίες, μέχρι να εξοφληθεί η φθορά για το οριστικό τέλος.
Ήδη, ο ποιητής έχει προγυμνασθεί από υποσυνείδητα δάνεια, προετοιμαζόμενος… για τη μετάβαση.

Λησμόνησα
Τη μνήμη του θανάτου
Αφόρισα
Καμπάνα του Εσπερινού
Λόγια φωτιά
Εξόφληση γραμματίων
Ψυχής φυλακισμένης

Σε κάποια ποιήματα διακρίνεται μια κυκλική δομή, στη παραβολική διαχείριση της ποιητικής του μυθολογίας.
Το ένα συμπληρώνει το άλλο στην αφηγηματική εποπτεία.
Στην φαινομενική απλότητα του αντικειμένου - η φωτογραφία - γίνεται φιλοσοφική αναζήτηση, παρηγορητική κατάθεση για το αναπόφευκτο του θανάτου.
Έτσι, κατορθώνει να κατακτήσει την ουσία της ποίησης, στην αέναη αναμέτρηση με το υψηλό της νόημα!

Εδώ και χρόνια, ο Δημήτρης Καραμβάλης με την γραφή του έχει αποδείξει, πως καταργεί τις απατηλές υποσχέσεις για μια ποίηση απλή. Η ρητορική του ακουμπά στις ευαίσθητες χορδές των αναγνωστών. Τις αφυπνίζει με την οξυδέρκεια και τον προβληματισμό μιας εξελισσόμενης Τέχνης.
Η υπαρξιακή αυτογνωσία αφήνει διόδους στη δυναμική των εικόνων, για να ξεπηδούν ανεμπόδιστα οι λέξεις.

Έψαχνες πάντα για μια πρόφαση
Να ξαναβγάλεις την παλιά φωτογραφία
Άδικος κόπος.
Το κόκκινο αίμα
Ταχύτατα πλημμύρισε το σκηνικό.
Ένα ποτάμι
Δίκαιας κρίσης
Κοντοζύγωνε…

Όλα τα πήρε ο θάνατος.
Μονάχα
Εκείνη τη φωτογραφία
Που δεν εμφάνισες
Αποχρωματίζω τώρα
Στο φυλάκιο της καρδιάς μου…

Η ψυχή είναι πουλί που ταξιδεύει, στην παραμυθία του νόστου. Μόνον η αγάπη δεν αντέχει μεταναστεύσεις. Στοχάζεται την αναχώρηση, λίγο πριν την τελευταία λάμψη. Ο χρόνος σμιλεύει την αστραπή στο κενό της απουσίας.

Τα μάτια στεγνώνουν στην υπέρβαση μιας ανείπωτης μετανάστευσης.
Πώς να διασχίσουν λέξεις που πάνω τους απλώνονται άληκτα συναισθήματα;
Τα μάτια χαράζουν πληγές στην εσώκλειστη κάμαρα της μοναξιάς, στην είσοδο της οποίας έχει γραφτεί με αίμα «(τ)η λέξη ΩΚΕΑΝΟΣ».
Είναι η απεραντοσύνη της προσδόκιμης και κατακτημένης ελευθερίας στο άγνωστο. Γι’ αυτό ακριβώς, το άγνωστο αποζητά  την ανέλκυση της πιο βαθιάς επιθυμίας που εμπλουτίζει αισθήσεις, εμποτισμένος από τις συντεταγμένες του ονείρου. Αποκρυπτογραφεί την πραγματικότητα των συναισθημάτων στα δυσκολοσύλληπτα όρια του άχρονου .

.
Γιατί ψυχή μου
Μοιάζεις με πουλί;
Τα μάτια δεν μπορούν
Ξανά
Τη μετανάστευση
Τη λάμψη που σε λίγο θα χαθεί
Πώς να κρατήσω;

Τόσα μάτια που με κοίταζαν
Τόσες πληγές που με χαράζανε
Η φυλακή μου το μικρό στενό
Όπου στην είσοδό του κάποιοι
Είχαν γράψει με αίμα
Τη λέξη
«ΩΚΕΑΝΟΣ»

Ο ποιητής βιώνει αιώνιους ναυαγισμούς, σε κατακλυσμιαίους χρόνους. Η γραφή είναι εκείνη που κάθε φορά τον σώζει από αβυθομέτρητες μαύρες θάλασσες. Τον συντροφεύει η διαλεκτική του με τον θάνατο, σε ώρες ασφυξίας. Οι λέξεις γίνονται ανάσες, στον ανέκκλητο κατακλυσμό της ποίησης.

Κι όσα «ματιών σκιρτήματα» και «υποψίες φιλιών» τον διεκδίκησαν, «γράμμα αζήτητο/ στην απόμακρη θυρίδα τ(μ)ου», για να επιπλέουν πνοές που στάζουν ποίηση.
Κι όταν ο ποιητής σπαράζει στην αναμονή, αιμορραγεί από πληγές ξέσκεπες στάλα τη στάλα, προσεγγίζοντας αποσιωπητικά που χαράζουν με λέξεις την αιωνιότητα!

Αχ εαυτέ μου
Από ποιον κατακλυσμό
Να σ’ έχω σώσει;                                                            
Τούτη η μαύρη θάλασσα
Πλάγιασε με το θάνατο
Κι ένα αρμενάκι
Στον αέρα σάλπαρε
Υποψίες φιλιών
Ματιών σκιρτήματα
Πολύποδας μεσαιωνικός
Γράμμα αζήτητο
Στην απόμακρη θυρίδα μου…

Η άνοιξη ανατρέπει τη βεβαιότητα, αξιώνοντας υπολείμματα. Μετατρέπει την ηχώ της σε ιδεατή προέκταση της σκληρής αδιαφορίας εκείνης που προκάλεσε το παρελθόν του. Είναι η δική του συναισθηματική και σχεδόν αόρατη επίκληση, σε κείνο που χάνεται, κληροδοτώντας πόνο στα εκτοπίσματα της λύπης.

Παρ’ όλα αυτά
Η άνοιξη εξακολουθούσε
Να επιμένει
Στην σκληρή
Αδιαφορία Σου…