ΤΑΚΗΣ ΤΣΑΝΤΗΛΑΣ - Αλκυονίδες μνήμες

Το 2011 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΙΩΝΟΣ κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Τάκη Τσαντήλα, «Αλκυονίδες μνήμες».

Ο Τάκης Τσαντήλας, είναι ο ποιητής που δημιουργεί ενσώματα ποιήματα. Αναπτύσσει μαζί τους μια διαλεκτική, συνομιλώντας απευθείας με την μούσα της ποίησης. Οι λέξεις του είναι σάρκα από τη σάρκα του. Στην ποιητική μυθολογία και κοσμολογία του περιστρέφονται η μνήμη, ο έρωτας, η απουσία, ο άνεμος. Στα αφηγηματικά επιμύθια της γραφής του, διαρρηγνύει γλωσσικούς κανόνες, εντάσσοντας λέξεις ξεχασμένες, σχεδόν λησμονημένες. Πειραματίζεται, ανασύροντας από την λήθη του χρόνου την αληθινή σημασιολογία του ορισμού και του όρου. Έτσι ταυτοποιεί την γραφή, δηλώνοντας την αμετακίνητη θέση του, απέναντι στην ποίηση.

Εντάφια αισθητικά σχήματα, ανασταίνονται με την πνοή της ανάσας του. Γίνονται αποικιακά κτερίσματα που παρελαύνουν σε άδειες σελίδες, διατηρώντας σταθερή την επικοινωνία του με τον λόγο που αρχίζει να ρέει από μυστικές κρύπτες. Φυγόδικα όνειρα αλυχτούν στο αέναο του χρόνου. Τα συλλέγει, τα τακτοποιεί, κι ύστερα  αφήνει ν’ αρμενίσουν τ’  ανεμόλια, ως τις παρυφές των αισθήσεων. Τα αιχμαλωτίζει σε ασκούς Αίολους μέχρι την στιγμή που ο άνεμος θα θελήσει να τα ταξιδέψει στο βλέμμα τ’ ουρανού, στους μεγάλους νόστους μιας σιωπής αδέσποτης.

Στις ρωγμές των ποιημάτων, αναζητά ενθυμήσεις μιας άλλης ζωής, αποστηθίζοντας «αλκυονίδες μνήμες». Μεταγλωττίζει πάθη, μετουσιώνοντας μιαν ασύδοτη νοσταλγία που ερμηνεύει τον έρωτα. Στην αταραξία του ήχου αποσιωπά τα θραύσματα που σκορπούν τα ποιήματα. Ευλαβικά δένει στίχους στης ψυχής του την άκρη, δακρύζοντας στη σπαραχτική κραυγή του πόθου. Αισθητικοί συμβολισμοί αφηγούνται ευαίσθητους ακροβατισμούς, στην ισορροπία των αισθήσεων. Μιλούν στην ανατομία μιας βιωματικής πραγματικότητα και όχι μόνον, εξωραϊσμένης με την δύναμη του λόγου.


Αλκυονίδες μνήμες

Εκεί σε βρίσκω
Στις αλκυονίδες μνήμες χειμώνων

Που μας πάνε πολύ μακριά
Σε αστρικά ταξίδια

Που μας φέρνουν πιο κοντά
Τόσο που γέρνω και σ’ αγκαλιάζω


Οι διεισδύσεις έχουν να κάνουν με τη σκέψη, με την δύναμη της καρδιάς και του νου στα άβατα αναμμένων ποιημάτων. Εκεί που ο λύχνος της έμπνευσης καίει νυχθημερόν τα πάθη της έμπνευσης, ιχνηλατώντας το αχαρτογράφητο, που άσβεστα επιθυμεί να χαρτογραφηθεί.

Ποια γεωγραφία θα εντάξει στον άτλαντα κύματα που ξεχύνονται στις ακτές ακαταλάγιαστου πόθου; Ο ποιητής θα πνιγεί στην βροχή των άστρων ευτυχισμένος, αποταμιεύοντας λέξεις για μελλοντικούς επαναπνιγμούς στις συμφιλιώσεις του λόγου. Ανταλλάσσει το κομμάτι ουρανού που του αναλογεί με το χώμα που φυτεύει γράμματα, για να καρποφορήσουν λόγια.  


Άβατον

Θα διεισδύω πάντα
μέσα στις εγκοπές του νου σου
και θα ιχνηλατώ
τ’ αχαρτογράφητο κορμί σου
μύστης γυμνός και βέβηλος
με μια πένα στο χέρι
κι εν’ αναμμένο ποίημα
ζώντας παράφορα την έμπνευση
τη μαγική στιγμή
που η σπαραχτική κραυγή του πόθου σου
κύμα θα γίνεται
και θα ξεχύνεται αφρίζοντας
στο σύμπαν


Το «κόκκινο φεγγάρι», γίνεται το πρώτο κύτταρο της μνήμης στους ακτιβισμούς της λήθης, ψιθυρίζοντας αιώνιους σπαραγμούς. Όλοι τους καταγράφηκαν σε σκοτάδια απόλυτης μοναξιάς, δαμάζοντας αποχρώσεις σε εραστών αναφλέξεις.
Είναι παιδιά του Ηφαίστου που προσκαλούν τους θεούς να διαβούν τις μαύρες και σκοτεινές διαδρομές της επίγειας πορείας, στις άγονες εκτάσεις του φόβου. Ανορθόγραφα κατασπαράσσεται στην άπνοια μιας καταλυτικής σιωπής, ανάμεσα σε κείνους που πολύ αγαπήθηκαν.


Κόκκινο φεγγάρι

Που τριγυρνάς;
Από ποια μνήμη κινούμενη
προσκαλείς τους θεούς των θεών
να διαβούν το σκοτάδι σου;

Ξανά και ξανά και πάντοτε!

Το φεγγάρι είναι κόκκινο
βαθύτατα κόκκινο
σαν αρχέγονο πάθος
εραστών που αναφλέγονται


Στα σύννεφα

Ακροπατώντας μυστικά πάνω στα σύννεφα
εν μέσω ολοφυρμών και σκοτοδίνης
αναζητώ το άστρο που με έθαλψε
θωπεύοντας τις σιωπές μου


Όσο θα υπάρχουν «μοναχικοί και απροσάρμοστοι ποιητές», τόσο το ταξίδι στην ποίηση θα παραμένει ανόθευτο, αποθηκεύοντας λέξεις για ένα πιο όμορφο μέλλον. Θα ισοσκελίζεται το μάταιο, το αναπόφευκτο με ποιητικές ασκήσεις επί χάρτου, σε τόπους αιμάτινων συναντήσεων, με φθόγγους και γράμματα, συλλαβίζοντας… στίχους.


Ποιητές

Οι ποιητές
Μοναχικοί και απροσάρμοστοι
ακτιβιστές της χαραυγής και της ανάστασης
βάζουν φωτιά στ’ αμετακίνητα
φιλονικούν με τ’ αναπόδεικτα
βγάζουν σκουριές από τα αγάλματα
αγκαλιάζουν τα έρμαια
ανάβουν το τζάκι  εντός μας
και μας φιλεύουν με χόβολη
και ψωμί ζυμωμένο στο μέλλον

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΜΒΑΛΗΣ – Θραυσμάτων Ανεμούρια

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΝΕΙΟΣ κυκλοφόρησε το 2012 η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Καραμβάλη, «Θραυσμάτων Ανεμούρια».

«Δαπανηρή ιδέα ο βίος.
Ναυλώνεις έναν κόσμο
για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας». Κική Δημουλά

Κάπως έτσι θυμάμαι τον Δημήτρη Καραμβάλη να πορεύεται στη ζωή του, εδώ και πολλά χρόνια. Με τον ίλιγγο της αγωνίας, για να προβάλλει τον ποιητικό και δοκιμιακό λόγο σε όλες τις εκφάνσεις του. Γιατί ο Δημήτρης δεν είναι μόνον ποιητής. Είναι ο δημιουργός, ο λόγιος, ο γραφιάς, που ζωγραφίζει πότε με χρώματα, πότε με λέξεις και πότε με μουσική για να μπορούν να αναδύονται τα αναλλοίωτα που μέσα του καρποφορούν. Δεμένα σε πολλά λιμάνια τα αποτυπώματα της γραφής του, έτοιμα να αποπλεύσουν κάθε φορά, στις αταξίδευτες θάλασσες της ποίησης.

Τα ποιήματα είναι σχεδιασμένα από μια λογοτεχνική γραφή γεμάτη ψιθυρισμούς και αποστάγματα φιλοσοφικού προβληματισμού, στις στοχαστικές αναζητήσεις του, διατηρώντας παράλληλα μια συναισθηματική ισορροπία, ισοδύναμη των ταξιδεμένων λέξεων. Τις διυλίζει, φιλτράροντας πάντα στα βαθύτερα νοήματα και την πολυσημία αυτών που επιδιώκουν να πουν. Υπερρεαλισμός και ποίηση, ποίηση και λυρισμός, είναι τα ετερόκλητα δίδυμα στις εκκλήσεις του δικού του ονείρου. Έτσι αναπτύσσονται στίχοι στα πεδία της έμπνευσης ομοιοκατάληκτης και ανομοιοκατάληκτης κτήσης. Γιατί ο ποιητής ακολουθεί την παραδοσιακή αλλά και την σύγχρονη φόρμα στις αχθοφορίες άληκτων συναισθημάτων, με διαμπερή τα τραύματα των εσταυρωμένων στους σταυρούς της Ποίησης. Γι’ αυτό τον λόγο και δεν εντάσσεται σε ποιητικούς κανόνες, για να μπορεί να αποδίδει την τιμή, αναγνωρίζοντας στους δασκάλους του, την ποιητική τέχνη.

Στις αφηγηματικές εξισώσεις του ποιητικού όγκου, ο Δημήτρης Καραμβάλης δημιουργεί το ατμοσφαιρικό σκηνικό με εικόνες, που χρωματίζουν την γλαφυρότητα των στίχων, σα σεργιανούν στα ανεξιχνίαστα τοπία της ψυχής. Υπερβατική κάποιες φορές, αλλά και ήρεμη κατάθεση, στις αντανακλαστικές όψεις της φαντασίας και του οράματος. Περιγράφει την θεματολογία των νοημάτων σε χαμηλούς τόνους, απορρέοντας αβίαστα μια συγκρατημένη λιτότητα, για να φανεί ο νηφάλιος λόγος ενός ευαίσθητου ανθρώπου που έγινε ποιητής. Επειδή ακριβώς προϋπάρχει η ποιητική ύλη και η οποία είναι σύμφυτη με την ίδια τη ζωή του δημιουργού. Έτσι λοιπόν μπορούμε να διακρίνουμε την γόνιμη διαλεκτική που αναπτύσσεται στον χάρτη της ποιητικής γεωγραφίας.

Στην παρακμή του κόσμου, πίσω από τα Ελλιοτικά τοπία μιας «έρημης χώρας», ο Δημήτρης Καραμβἀλης , εκφράζει ή μάλλον προστάζει την επιθυμία της αντίστασης, στις κρυπτογραφικές αναγνώσεις. Τούτο διαφαίνεται στο ποίημα, «Είμαστε ακόμα εδώ». Αντιπολεμική διάθεση, για όλα εκείνα που χάθηκαν, αλλά και συγκίνηση, για όσα φυλάχθηκαν από την οργή, αιώνες τώρα. Αντικειμενική συστοιχία στη μυθολογία του ποιήματος, με ποιητική συνείδηση ο ποιητής καταγράφει την ευαισθησία στις μετώπες των στίχων. Καταγγελτικά και ωθούμενος από μια εσωτερική διαμαρτυρία για εκείνα που συντελέσθηκαν, διατηρεί αλώβητη την ιστορική ευθύνη του αναγνώστη, απέναντι σε όσα άσχημα συνέβησαν.


Είμαστε ακόμα εδώ

Είμαστε ακόμα εδώ.
Σ’ άνυδρη γη
Τ’ αγάλματα φυλάμε
Ξόανα παλιών καιρών,
Φυτώρια ανάμεσα
Σε σταυρωτήρες και σε σταυρωμένους.
Η μυρωδιά των ανέμων
Έρχεται από σκοτωμένους νεκρούς
Μηχανές που λαδώνουν τα γρανάζια τους
Σε κατακόμβες κι εκατόμβες
Αιώνες τώρα…

Είμαστε ακόμα εδώ.
Στις αρχαίες δεξαμενές
Στις μετώπες των ναών
Στις τεφροθήκες των αθώων.
Μέσα μας αντηχούν φωνές σκληρές
Από άργυρο κι ορείχαλκο και μόλυβδο
Σε εκμαγεία θηραμάτων να ιστορήσουν
Τ’ άθλια σώματά τους να λουστούν
Από το αίμα τους που τώρα φτάνει
Ως τις κορφές των οριζόντων
Στ’ άβατα των μοναστηριών
Σε ρημαγμένες εκκλησίες
Και σκλαβωμένα μνήματα.

Είμαστε ακόμα εδώ
Στα λόγια εκείνα που κραυγάζουν στην αδικία
Ν’ αντισταθούμε!


Η θάλασσα και το ήθος από τη δική του Αργώ, συμβολίζουν τα ίχνη των συναισθημάτων, καθώς ανθρωποκεντρικά τα εμπλουτίζει. Ακολουθεί το ένστικτο από την στιγμή που η ζωή δένεται μ’ ένα αδιαπραγμάτευτο πεπρωμένο και την ευθύνη του στα οδοιπορικά του βίου. Συνδυαστικά επεξεργάζεται τον μύθο για να οδηγηθεί στην μόνη αλήθεια που είναι ο θάνατος, ναυπηγώντας ζωή.

Μικρά και μεγάλα ψήγματα ιστορούν τη γνώση και τα γοητευτικά μυστήρια ως την αποκάλυψη Εκείνης, που του θυμίζει την θάλασσα. Εκεί το λίκνο και η καταβύθιση στα ωκεάνια μάτια της, καθώς εξυψώνεται σιβυλλικά το πνεύμα του έρωτα και της αγάπης. Μυστηριολογία αλλά και αρχαία γνώση ενός μύθου που αιώνες τώρα αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές των αισθήσεων.


Η δική μου Αργώ

Και πως ν’ αποκρυπτογραφήσω
Τα μυστικά της θάλασσας;
Τα κύματα ιστορούν πάνω στο λίκνο τους
Κι εγώ, ο μαθητευόμενος ναρκαλιευτής,
Έχω στο νου μου μοναχά τους κρότους
Από την έκρηξη του παλιού ηφαιστείου
Μη έχοντας το μύθο μα τη γνώση…
Θέλοντας λοιπόν ν’ απομυθολογήσω
Το απολεσθέν μου οδοιπορικό,
Βάλθηκα αδιάκοπα να μιλώ για σένα
Κι άρχισα να γράφω για τη θάλασσα
Βυθομετρώντας τα ωκεάνια μάτια σου.
Μια ζωή τοίχοι ρημαγμένοι
Ξεχαρβαλωμένα καθίσματα και πάγκοι
Ενός θερινού σινεμά που έκλεισε οριστικά
Δελφίνια σαν όνειρο σ’ αίματα και σε σπάργανα
Σε κουρσεμένα Νησιά και θησαυρούς
Κι ας ναυαγούσα χρόνια τώρα
Συνέχιζα να ναυπηγώ στο καρνάγιο ζωής και θανάτου
Τη δική μου καινούργια Αργώ
ΕΣΕΝΑ!


Ο ποιητής ταξιδεύει σε νοσταλγικά τοπία, κοιτάζοντας βαθιά τον εαυτό του σε βρόχινους καθρέφτες νερού, που ανακαλούν μνήμες. Και είναι ακριβώς, «η μνήμη της βροχής», που φύλαξε σε καιρούς άνυδρους φανερές και αφανέρωτες εξομολογήσεις, από τα ανεξιχνίαστα της ψυχής βάθη. Κι όμως, φτάνουν μόνον μερικές στάλες, για να την ακούσεις να ξυπνά και να μιλά μια ξεκάθαρη γλώσσα, με τη διαύγεια της σταγόνας στα χείλη. Είναι η σιωπή που ακουμπά στο χώμα, φέρνοντας μυρωδιές, υδρόφορες. Συνομιλεί με «(σ)τις πανάρχαιες ομιλίες των δέντρων», σαν ανοίγουν τα παράθυρα τ’ ουρανού.

Και κάπως έτσι γεννιούνται τα ποιήματα, στάζοντας σιωπηλές λέξεις από τη βρεγμένη ηχώ της μελαγχολίας. Μουσκεμένα ηλιοστάσια, με φλέβες νερού κουβαλούν στίχους, δροσοστάλακτης επιθυμίας. Κι όταν ο καιρός βροχές θα φέρνει, εκείνη θα σέρνει μνήμες, για να μας θυμίζει, πως νερένια κυλά ο χρόνος, ανακαλώντας αγιασμένες θύμησες.


Η μνήμη της Βροχής

Έχει τη δική της μνήμη η βροχή
Κρύβεται στα βήματα που αλάργεψαν
Στων παιδικών σου χρόνων τα στενά
Τις νύχτες ξαγρυπνά
Στις μυρωδιές από το χώμα
Την ακούς
Στις πανάρχαιες ομιλίες των δέντρων
Στις πρωινές νταλίκες
Με τ’ αγκομαχητά των μηχανών
Στις προβλήτες των λιμανιών
Που περιμένουνε τα φορτηγά
Στα λόγια που γίνανε καρφιά και σε τρυπούν
Σαν παλιά ασπρόμαυρη ταινία
Που περνά μπροστά απ’ τα μάτια σου
Ολόκληρη η ζωή των μελλοθανάτων
Στις κραυγές των πονεμένων πουλιών πριν το χάραμα
Στις προσχώσεις των μονοδιάστατων λέξεων
Στην παλιά γερασμένη πόρνη
Που στοίχειωσε στο ίδιο το λιμάνι
Έχει τη δική της μνήμη η βροχή…

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ - «Σαν Ωραίο Παρόν»

http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=271

Ομιλία της Κικής Δημουλά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την 1η Νοεμβρίου 2011 στο πλαίσιο του συμποσίου με θέμα:


Ο εικοστός αιώνας στην ποίηση του Ελύτη!


ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Έχω έναν τίτλο που πιστεύω ότι ο Ελύτης θα τον ενέκρινε… «Σαν Ωραίο Παρόν»


«Χρυσέ της ζωής αέρα γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;»


Στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη βέβαια. Αυτούς επέλεξα ως ένδυμά μου κατάλληλο, για να εισέλθω στο νόημα αυτής της επετείου, που γιορτάζεται σήμερα.

Τι καθιστά τώρα τους στίχους αυτούς, τόσο βαρύτιμους για μένα, διερωτώμαι… Ίσως η σύντομη πραότητα, με την οποία ο Ελύτης διατυπώνει το μακραίωνο δριμύ παράπονο της εναγώνιας θνητότητας, προς τον απαρνητή της αέρα. Και όχι μόνον. Είναι κι αυτή λεπτεπίλεπτη τεχνική με την οποία ο ποιητής σμιλεύει σε αξεκαθάριστο αυτό το «εμάς». Ποιους «εμάς»; Έτσι αξεκαθάριστο, μένει αδέσμευτο και είναι στη διάθεση κάθε ζώσης και νεκρής αγωνίας, στη διάθεση ακόμα και της ασφυξίας που νιώθει ένα ερωτικό αγκάλιασμα, αν μάλιστα αυτό εκτυλίσσεται επάνω σε κορυφή ονείρου, με μεγάλο υψόμετρο εκεί όπου το οξυγόνο είναι ελάχιστο.


«Χρυσέ της ζωής αέρα
γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;»


Υποπτεύομαι δε, ότι ακόμη κι αυτή η πρόθεση ως – ως εμάς - επελέγη από τον Ελύτη, όχι μόνο γιατί ήταν πιο καλλίφωνη από το (μέχρις εμάς) ή το (και σε μας), αλλά ίσως επειδή, αυτό το ως, όπως εγώ το νιώθω βέβαια, σαν να καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο στην αοριστία, σαν να σπρώχνει τον αέρα να φαίνεται πολύ πιο μακρινός, πολύ πιο αδιάφορος απ’ όσο τον φαντάζεται η επίκλησή μας. Πιθανόν να μου καταλογιστεί ότι διυλίζω το σημείο και καταπίνω το μέγεθος. Δεν το καταπίνω, το προσεγγίζω, περνώντας μέσα από τις μικρές, κλειστές εισόδους, από τα σημεία εννοώ που διαδοχικά μου ανοίγουν οι κάπως ελαστικοί, φύλακές τους. Εξάλλου εγώ δεν είμαι εδώ ως εμπειρογνώμων, αλλά ως μια αναγνώστρια. Μια αναγνώστρια που παθιάζεται και αρκείται να παρατηρεί μόνο τα μάτια, τα χείλη, το μέτωπο των λέξεων και τις χειραψίες τους, κι όχι να λεηλατεί την άβυσσό τους.
Κι αν δέχτηκα να κρατήσω αυτή την πράγματι τιμητική, «Σημαία ευκαιρίας» τίτλος συλλογής του Ελύτη, που μου εμπιστεύτηκε η ποιήτρια κυρία Ιουλίτα Ηλιοπούλου, ήταν κυρίως για να εκφράσω από δω την –ανομολόγητη προς τον ίδιο τον Ελύτη –αγάπη μου για την ποίησή του, αφού εκείνον δεν τον γνώρισα. Και βέβαια και δεν το επεδίωξα με κανέναν τρόπο, εφαρμόζοντας, εν μέρει έστω, τους στίχους του:


να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά με ανωτερότητα…


Τη μνήμη δεν την εμπιστεύομαι. Έχει τόσο μεγάλη ζήτηση, από τα προσφιλή ιδίως, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ακριβή διαφύλαξή τους και συχνά αναγκάζεται, όχι μόνο να παραλείπει και να παραποιεί, αλλά, για να αερίζεται κάπως ο κλειστός χώρος. Την έχω δει να διαπράττει εγκλήματα, δίνοντας με τα ίδια της τα χέρια στη λήθη πολλά δυσαναπλήρωτα, τάχα προς φύλαξη.

Γι’ αυτό ξαναδιάβασα όλη την ποίηση του Ελύτη, κι ας μην την είχα ξεχάσει. Και την ξαναδιάβασα όλη και πάλι και μετά στίχο-στίχο χωριστά. Και ξαναπήρα όλα μαζί, όσα μου έδινε λίγα-λίγα η κάθε συλλογή του. Όλα ωραία συσκευασμένα μέσα στη μοναδικότητά τους, όλα με τη λικνιστική πολυσημία τους, όλα ονειρευτικά, μακρόβια, επηρεαστικά. Και συνάντησα πάλι τις φανερές επιρροές, που δέχτηκα από κείνον, οι κρυφές είχαν πια κατέβει σε ανεξιχνίαστο βάθος διεργασίας. Θα αναφέρω μόνο μία από αυτές, την πλέον απροκάλυπτη, που είναι η εμμονή μου, στην παρομοίωση. Εξ’ ου και ξεκίνησα με το «σαν» Είμαι σίγουρη ότι την οφείλω στο τετράστιχο του Ελύτη.


Άξιον εστί στο πέτρινο πεζούλι
αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι.


Ακόμα και τώρα, που φρονίμεψε μελαγχολικά η έξαψή μου, πάλι τα αυτά δυο όμικρον, που δένουν το τέλος με τη αρχή των λέξεων -ωραίο και οκτώ, πάλι μου φαντάζουν, σαν ένα διπλό παράφορα ανορθόγραφο, θαυμαστικό ωμέγα. Βέβαια, επειδή ξέρω να τηρώ και να τιμώ τις διαφορές, ο Ελύτης κάνει περιορισμένη, εκλεκτική χρήση της παρομοίωσης, ίσα για να εξασφαλίζει ένα κάτοπτρο, για τη μορφή της μοναδικότητας. Δεν οφείλεται πάντως σε επιρροή του Ελύτη, η καταφυγή όλων σχεδόν των ποιημάτων μου, στη λέξη όνειρο. Μελέτησα έναν-έναν στίχο του, κι αν δεν κάνω λάθος, μόνο μία φορά χρησιμοποίησε τη λέξη όνειρο, για προσωπική του ανάγκη. Συγκεκριμένα στους στίχους:


Στη βρύση του ύπνου
κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι
το τελευταίο μου όνειρο.


Όλες οι άλλες αναφορές του σ’ αυτή τη σκιώδη λέξη, αφορούν στα όνειρα του αρχιπελάγους, των γλάρων, του μαΐστρου, της φυλής των ανθρώπων.Και με εντυπωσίαζε πόσο σπάνιζε η λέξη-όνειρο, ακόμα και στα ποιήματα της συλλογής «Τα ρω του έρωτα», κι ας μην μπορεί να κάνει βήμα, ειδικά ο έρωτας, χωρίς την άδεια του ονείρου. Αν βέβαια μέτρησα σωστά, γιατί το όνειρο είναι απροσμέτρητο, όπως και τα προσωπεία του. Και όμως συχνά συναντούσα στα ποιήματα τη λέξη «ύπνος». Έριχνε ίσως έτσι ο ποιητής στον γεννήτορα των ονείρων την ευθύνη για τη μοίρα τους, και όχι στους δικούς μας χειρισμούς.

Επανέρχομαι σε κείνους τους στίχους, που με καθήλωσαν με την εκτυφλωτική σαν κρύσταλλο, διάφανη πυκνότητά τους. Τόσο διασταλμένα τα τοιχώματά τους, που αν έσπαζαν θα χυνόταν από κει μέσα, ένα ανεξάντλητο ποίημα κι ένα αλλιώτικο ανεξάντλητο ποίημα. Θα προβάλλω έναν-δυο μόνο από τους στίχους αυτούς, που στην έντασή τους πιστεύω, ότι συνετέλεσε κρίσιμα και η μαγική μεσολάβηση της γλώσσας. Της εγγράμματης, της ευφυούς γλώσσας, που δόθηκε στον Ελύτη, ως Ικανόν να διαχειρίζεται επαυξητικά, τον φυσικό της πλούτο.


Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται ότι
ζω για τότε που δεν θα υπάρχω.


Στίχοι από τα Ελεγεία της Οξώπετρας. Δονούνται, τους τραντάζει η ρωμαλέα αινιγματικότητα, αυτή η ίδια και που τους έχτισε. Κι αν μένουν όρθιοι, το οφείλουν κατά τη γνώμη μου, στην αντισεισμική ελαστικότητα του πρώτου στίχου: Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται, κυριότατα δε στο ρήμα θα ’ναι.
Θαυμάζω με τι σκόπιμη πανουργία η λέξη αυτή το «θα ’ναι» πήγε και σφήνωσε ανάμεσα στις λέξεις «αλήθεια» και «φαίνεται». Κι αυτό δεν νομίζω ότι έγινε μόνο, για να διασωθεί ο ρυθμός. Τρύπωσε ανάμεσα και μπορεί έτσι φιλοφρόνως να εμπαίζει και την «αλήθεια» και το «φαίνεται», τάχα ότι είναι ισοδύναμα. Και με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού, αυτό το «θα ’ναι» εναλλάσσει συνεχώς την ισχύ της λέξης «αλήθεια», με την ασθενικότητα της λέξης «φαίνεται» και αντίστροφα. Έτσι καταφέρνει να αποδυναμώνει πότε τη μία και πότε την άλλη έννοια, εναλλάξ.
Μπορεί να σκεφτεί κάποιος και σεις και να μου πείτε: μα τόση ανάλυση για ένα άχρωμο, ασήμαντο «θα ’ναι»; Ναι, τόση ανάλυση. Το δίδαξε ο Ελύτης γράφοντας:


Και πολλά μέλει να μάθεις αν εμβαθύνεις το ασήμαντο


Άλλωστε, και από τη φύση μου ρέπω σ’ αυτό το ασήμαντο, επειδή πιστεύω, ότι έχει τόσο εμβαθύνει εμάς, όσο καμιά άλλη αλήθεια. Με την ευκαιρία θέλω να ομολογήσω, ότι είμαι προσηλωμένη στην αγάπη μου για τα «Ελεγεία». Η αυτοδίδακτη και μόνο, χωρίς καμιά δοκιμιακή μετεκπαίδευση αίσθησή μου, με οδηγεί να διακρίνω, ότι με τη συλλογή αυτή ο Ελύτης, ανακάλυψε την πιο απόκρημνη κορυφή μιας απάτητης ωριμότητας και ανέβηκε. Ανέβηκε, διατηρώντας όλη την πριν ατίθαση ορμή της ποίησής του, όλη τη χειμαρρώδη ευρηματικότητά της, τις φτερωτές μεταφορές του, και την δημιουργικότητά τους.

Τι διαφορετικό είχε λοιπόν συμβεί στα Ελεγεία; Αν δεν με παρασύρουν τα συμφέροντα της ιδιοσυγκρασίας μου, νιώθω ότι αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν με ένα άλλο ήθος χρόνου, λιγότερο ταχύ, λιγότερο προσπεραστικό. Σαν σε κάθε στίχο που έγραφε ο Ελύτης να κοντοστέκονταν, να περίμενε, να γύριζε πίσω, να κοίταζε να δει αν έρχεσαι Εσύ, ο όποιος ευπρόσδεκτος. Εδώ, ενώ τα πετάγματά του παραμένουν νομείς του μεγάλου ύψους, γράφουν όμως κάθε τόσο και κάτι κύκλους οικειότητας, πάνω από τη δική μας μικρή γη. Εδώ, δεν είναι συνεχώς ηλιόλουστα τα θαυμαστικά επιφωνήματα, και ο στοχασμός, σαν να εξερευνά με όργανα πιο τελειοποιημένης επιμονής την απεραντοσύνη της ανησυχίας, που μας περιβάλλει. Κι ένας ακόμα λόγος, που πιάστηκα στο ελπίζον δόλωμα των στίχων…


Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται ότι
ζω για τότε που δεν θα υπάρχω


…είναι γιατί, κρυφοκοιτάζοντας το απαραβίαστό τους, είδα ν’ ανεβαίνει από την πυθία γλώσσα τους ελπιδοφόρος χρησμός, κάπως σαν - ότι ζει ο θάνατος χωρίς όμως να πεθάνει η ζωή -

Άρα ζει ο Ελύτης και τώρα που δεν υπάρχει; Όχι ακριβώς δεν υπάρχει. Θα το έλεγα, απουσιάζει. Επειδή με ηρεμεί να θεωρώ την απουσία, σαν μια επιφανειακή, πρόσκαιρη ανυπακοή της ύπαρξης προς το Θείον Αναγκαίον, που είναι και ο πλάστης, ο δημιουργός της. Δεν θα προχωρήσω σε πιο επίφοβα σκοτάδια. Με ειδοποιεί ο Ελύτης:


Χαμένοι αυτοί που πιάνονται απ’ τα Άπιαστα.


Δεν μπορώ όμως παρά να σταθώ πριν τελειώσω, σ’ ένα ακόμα δίστιχο – από αυτά που έκαναν ευτυχή την έκστασή μου: Ακούστε τον !


Είναι νωρίς ακόμα μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα


Εδώ η γλώσσα ζωγραφίζει ένα δαιμόνιο σύννεφο, πάνω από αυτούς τους στίχους, το οποίο μετακινεί την πυκνότητά του συνεχώς, από τη μία λέξη πάνω από την άλλη, ώστε να μην ξαστερώνει, ποιος είναι ο υπαίτιος για τον αποκλεισμό του ονείρου από το όνειρο. Ο κόσμος αυτός ή το νωρίς πάντα της αγάπης;
Επιμένω να παινεύω, τόσο τη γλώσσα και τους κυματισμούς της, γιατί είμαι σχεδόν βεβαία, ότι με δικά της έξοδα ζει μεγαλοπρεπώς το χάρισμα.

Ως εδώ έφτασα! Σε φιλολογικότερες εκτάσεις, είχα την αυτογνωσία να μην εξαπλωθώ. Αρκέστηκα να καθίσω στις όχθες των κρυστάλλων-στίχων, κι από κει ν’ ακούω αμείωτη τη λυρική βοή που κατεβάζει η ποίηση του Ελύτη:


Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω
τι τον έκανε η ψυχή τον κόσμο

κι ας παν τα τραύματα της λύπης
σ’ άλλο μούχρωμα
σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν

ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν
να διεκδικώ

Μπορεί κι απλώς μια θέση στα Ερχόμενα

Εκεί που ελπίζει ο κόσμος
εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει
παρά να ’ναι άνθρωπος.
Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη.

Και γω σα να ’μαι αληθινός θα γράφω ακόμα

Πιστευτά πράγματα, μιλήστε μου

Χείλι πικρό
που σ’ έχω δεύτερη ψυχή
χαμογέλασε


Όλοι αυτοί είναι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη. Ξεκίνησαν από μακρινά και διαφορετικά μεταξύ τους ποιήματα. Αλλά ένα αχνό, σχεδόν αδιόρατο νήμα συντόνισε, ώστε να φτάσουν εδώ όλοι αυτοί την ίδια στιγμή, για να υποκλιθούν στον δημιουργό τους. Ο Ελύτης είναι Παρών. Παρόν με όμικρον η με ωμέγα. Όπως και κι αν γραφτεί, σ’ αυτή την περίπτωση σημαίνει το ίδιο.



Σας ευχαριστώ !!!