ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ – Τελευταία Πόλη

Οσμή θανάτου. Παντού οσμή θανάτου. Στις λέξεις , στα σώματα στις πόλεις. Η μόνη ελπίδα η «Τελευταία Πόλη». Τίτλος από το νέο συγκλονιστικό μυθιστόρημα του Διονύση Μαρίνου που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2012 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ.


Ο συγγραφέας ξεκινά ένα ακόμα δύσκολο ταξίδι στα δύσβατα και ανεξιχνίαστα τοπία της ψυχής που δημιουργεί ο πόλεμος και μάλιστα ο εμφύλιος όλεθρος του πολέμου. Άλλωστε, δεν υπάρχει μάχη στην γραφή παρά μόνον ο εκκωφαντικός θόρυβος του αποτελέσματος της μάχης και της καταγγελίας της. Με πυκνή και μεστή γλώσσα, ο δημιουργός πέρα από την αντιπολεμική αφηγηματική, εστιάζει προπάντων στην ψυχολογική διάσταση των ηρώων του. Ακολουθεί την προσωπική τους αγωνία, τον φόβο, την επιβίωση, την κατάρρευση. Απρόβλεπτα συναισθήματα, αναδεικνύονται μέσα από εικόνες φρίκης και εχθρικών συναντήσεων με τρίτους. Καταδιώκονται από θανάσιμες καταιγίδες κρατώντας ως μόνη άμυνα την ελπίδα, μέχρι την «τελευταία πόλη», που φθάνει στη θάλασσα.

Ο Διονύσης Μαρίνος, καταγράφει την μαρτυρική πορεία του Νίκολα, της Κέλυ και του μικρού τους παιδιού από την στιγμή που διωγμένοι από το σπίτι τους, ως πρόσφυγες πια, περιπλανώνται στα τοπία της φρίκης. Υπερρεαλισμός στις εικόνες , που σκοπό έχουν να αφυπνίσουν συνειδήσεις. Ταυτόχρονα ο δημιουργός, με έξυπνο και έντεχνο τρόπο, διεισδύει και ενσαρκώνει με λέξεις την δηλητηριασμένη ψυχολογία ανθρώπων που ερήμην τους ξεριζώθηκαν, από τον τόπο τους. 

Κάπως έτσι ξεκινά το «σισύφειο βαλς» του νέου άντρα που επιθυμεί να σώσει τη γυναίκα και το παιδί του από την καταστροφή. Οι απώλειες πολλές. Μετασχηματοποιούν και μεταλλάσσουν όρια, απορρυθμίζοντας ψυχές και σώματα. Άλλο δεν έχουν από το να φύγουν. Κι είναι η φυγή προς τη θάλασσα, το άλλοθι μιας αυτοσυντήρησης και μιας ελπίδας που συνταιριάζει με το πένθος, καθώς συνομιλεί με τη νοσταλγία εκείνων που έζησε.

Στην «Τελευταία Πόλη», η σιωπή κατά την ανάγνωση, γίνεται ένα τεράστιο ερωτηματικό,  την στιγμή που ο ήρωας σέρνεται, μένοντας με το σφάλμα της πληγής του ανοιχτό, λίγο πριν η τελευταία ριπή σφυρίξει πάνω στο σώμα του. 

Η «τελευταία πόλη», γίνεται η πόλη των απόντων μιας απέλπιδης διαδρομής σε μια νεκρή ζώνη. Η βίαιη απανθρωπιά και η απελπισία, περιγράφονται με ωμότητα από τον συγγραφέα. Η βιωμένη σκληρή πραγματικότητας, που οι πρωταγωνιστές βίωσαν, δεν αφήνουν ασυγκίνητο τον αναγνώστη αν και σοκάρεται από την απελπισμένη και αιματοβαμμένη πράξη του ήρωα της Τελευταίας Πόλης.

ΘΕΑΤΡΟ - Ηλέκτρα -Σοφοκλή (Θεατρική Ομάδα Θεώρηση) από την Σοφία Στρέζου


















Στην πίσω αυλή του παλιού Πανεπιστημίου στην οδό Θόλου 5, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, χωρίς μικρόφωνα και με ελάχιστα σκηνικά, η Μαίη Σεβαστοπούλου στήνει την δική της Ηλέκτρα. Σκηνοθετεί με ευαισθησία το δημόσιο θέαμα του πένθους, με ιστορική θεατρική ευθύνη. Στο λυκόφως της αρχαιοελληνικής τραγωδίας οι ηθοποιοί κινούνται με ακρίβεια στην κλασσική μετάφραση του Ι.Ν. Γρυπάρη, προσαρμοσμένη στις σύγχρονες γλωσσικές και εκφραστικές τάσεις, που μπορούν να αφομοιωθούν ευκολότερα από το κοινό.

Άλλωστε η Ηλέκτρα είναι το αιώνιο σύμβολο, που εμπνέει την διαρκή πάλη ενάντια στις όποιες αντιξοότητες. Είναι εκείνη που διατηρεί ανόθευτα τα πετάγματα του προσωπικού χρέους, απέναντι σ’ αυτούς, που με βία της στέρησαν τον λατρεμένο πατέρα και την απουσία του αγαπημένου αδελφού. Γιατί ο μεγάλος πόνος εμφυτεύει το μεγάλο μίσος, στο δρόμο της δυστυχίας που οδηγεί η απόγνωση. Αμετάθετη οργή και θυμός αξόδευτος, πλημμυρίζουν στεναγμούς που ελλοχεύουν στη θρυμματισμένη βεβαιότητα της μνήμης. Στις πτώσεις των λυγμών ανθίζουν λίθοι δακρύων, καθώς στην ερημιά της απελπισίας η ελπίδα λιγοστεύει .

Τρελή από πόνο εμφανίζεται στη σκηνή η Ηλέκτρα-Σοφία Σαπρίκη, κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες της Μαίης Σεβαστοπούλου. Με εσωτερικές διεργασίες αναπλάθει όλα τα υποστυλώματα, που θα στηρίξουν τον σπαραγμό της απώλειας. Τον αναβιώνει, μεταδίδοντας συγκινησιακά στους θεατές, τον σπαρακτικό λυγμό της. Δυστυχισμένη σβήνει και μαραζώνει, αρνούμενη την τρέλα. Λουσμένη με δάκρυα σπαρακτικά θρηνεί. Κι είναι αυτός ο θρήνος η αόρατη θηλιά που την πνίγει στα ερείπια του χρόνου. Η ηθοποιός αναλαμβάνει να ερμηνεύσει τον μεγάλο ρόλο που της δόθηκε, υποτάσσοντας τα εκφραστικά της μέσα, στα μέτρα της αληθοφάνειας που οφείλει υποκριτικά να υπηρετεί. Και τα υπηρετεί σωστά, αφού το κοινό συγκινείται και δακρύζει, αναβιώνοντας με την σειρά του τις προσωπικές του απώλειες.

Με αξιώσεις στέκει δίπλα στην πρωταγωνίστρια η θεατρική αδελφή Χρυσόθεμις-Νατάσσα Μήττα. Η νεαρή ηθοποιός διαχειρίζεται τον λόγο όσο και την κίνηση αναδεικνύοντας το ταλέντο της, παρά το νεαρό της ηλικίας. Δεσποτική πάνω στη σκηνή, φορά τον σκληρό μανδύα στο πρόσωπο η Κλυταιμνήστρα-Αλεξία Πετροπούλου, ενώ ο Αίγιστος-Κώστας Ζωγραφόπουλος, υποτάσσεται στη μοίρα που τον θέλει νεκρό. Ο Ορέστης-Δημήτρης Μαγγίνας, διεκδικεί το πεπρωμένο που δικαιώνει το δίκαιο στα ρήματα του πόνου. Κάποιο ηθικό σύμπαν, μπορεί να επιτρέπει την εν ψυχρώ δολοφονία, για να αποδοθεί η Νέμεσι, μετά από πολυετή ατιμωρησία. Οι άνομοι δολοφόνοι του Αγαμέμνονα τιμωρούνται από τον Ορέστη, αποκαθιστώντας την δικαιοσύνη και την ηθική ισορροπία του κόσμου στις καθαρτήριες διαδρομές της αρχαίας τραγωδίας.

Την παράσταση δένει μουσικά η Σωτηρία Κολόζου, αγγίζοντας την διαχρονική υπόσταση της δραματουργίας. Πνευστά και κρουστά όργανα, απηχούν τις συνθέσεις μιας διαφορετικής μουσικής επένδυσης, βγαλμένης από την αοριστία του χρόνου. Στο χορό η Φίλια Δενδρινού. Στο ρόλο του παιδαγωγού ο Κωνσταντίνος Χατζούδης, ενώ στο ρόλο του Πυλάδη ο Δημήτρης Σαμαρτζής. Όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά βγάζουν την προσωπική ένταση της ψυχής τους, για να στηθεί τούτη η συγκλονιστική θεατρική βραδιά. Τα κοστούμια επιμελείται η Ιωάννα Κουρμπέλα και τα σκηνικά ο Γιώργος Ζατζηδάκης.