ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΙΩΤΑΚΗΣ - Αψέντι

Τον Ιούνιο του 2008 κυκλοφόρησε από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ, η ποιητική συλλογή του Αντώνη Σαμιωτάκη «Αψέντι». Το Αψέντι είναι το θρυλικό ποτό, που αγγίζει τα όρια του μύθου, με μια αύρα μυστηρίου να πλανάται γύρω από την χρήση και τους χρήστες της διανόησης.

Ίσως με τον συγκεκριμένο τίτλο ο ποιητής θέλησε να διασφαλίσει την μυστηριακή όσο και πολύτιμη αύρα του λυρισμού στα ποιήματά του. Γιατί, είναι ο αφοσιωμένος εργάτης του λόγου, που ζει κι αναπνέει στα λατομεία των λέξεων. Ασκείται στην προσωπική έκφραση, διαμορφώνοντας το αισθητικό του τοπίο στη γεωγραφία της ποίησης. 

Αυθεντικός όσο και ανθεκτικός, θα τολμούσα να πω, πως η γραφή του έρχεται να συνεχίσει την γόνιμη παράδοση της γενιάς του ‘30. Αναδύει το άρωμα της συνοδοιπορίας, αφήνοντας ανοιχτά τα ενδεχόμενα στις νέες εκφραστικές προκλήσεις. Μια κληρονομιά κουβαλάει, την οποία μετασχηματίζει σε μπολιάσματα που δίνουν νέους καρπούς, κρύβοντας επιμελώς την συναισθηματική του αμηχανία. Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής είναι ο δημιουργός, που όλα τελικά τα φέρνει στο φως, εκεί που οι συλλαβές στάζουν φωτεινά νοήματα και λάμψεις στα αποσιωπητικά, για να λαμπυρίζουν εκείνα που υπονοούνται. Εν τούτοις, πάντα αυθόρμητη ελλοχεύει η αγωνία στα πέλαγα της ψυχής, αγγίζοντας όρια στις διαιρέσεις των σπαραγμάτων.

Τα υλικά δομούνται με γνώμονα την άρτια οικοδόμηση των ποιημάτων, ώστε να διατηρηθεί ένα συμπαγές αρχιτεκτόνημα ακλόνητης βεβαιότητας. Για να μπορέσουν να συγκατοικήσουν αδιάσπαστα οι μνήμες του προσωπικού αλφαβήτου μιας ματαιότητας, που επί ματαίω ματαιοπονεί. Για να μην καταργηθεί ο ιστορικός χρόνος στις συζεύξεις των αναμνήσεων. Πάει κόντρα στη φλυαρία, αποδίδοντας μεστά και αφαιρετικά τον κατασκευαστικό τρόπο που στοιβάζονται συναισθήματα, αντλώντας από το βάθος του χρόνου και της γνώσης τα περιεχόμενα της γεωμετρίας του λόγου.

Αναγνωρίζεται η εμπειρία στην καταγραφή εξομολογήσεων από συντριβές, που εξάσκησαν την νοητική επεξεργασία μιας διαλεκτικής φαινομενικότητας, που γίνεται βεβαιότητα στην απριορική ποίηση. Ο Αντώνης Σαμιωτάκης προσεγγίζει τα θέματά του, ανιχνεύοντας προεκτάσεις με αναστοχαστική διάθεση και αισθητηριακή εποπτεία. Αισθητικοποιεί ανακαινισμούς στα νοήματα, ερεθίζοντας αισθήσεις, για να διεγείρει την δεκτική ικανότητα των αναγνωστών στις εκτάσεις των συναισθημάτων.

Τίποτα δεν μένει
Σαν πέλαγο θολό μοιάζει η ψυχή του.
Σαν κρύσταλλο σπασμένο, από χοντρό κρουστό χαλάζι.
Συντρίμμι. Μ’ ένα ψιθύρισμα να πνέει, την τύψη.
Πόσο αδιάφορα είδε τον άνεμο!
Πόσο την πλημμυρίδα!
Καλυμμένος τώρα με τετελεσμένα,
Τίποτα δεν μένει να ρωτά.
Στάζουν τ’ αποσιωπητικά του…

Όταν οι τοίχοι στενεύουν από λύπες μοναξιάς, η σιωπή τους γκρεμίζει, χαράζοντας στίχους. Κλειδωμένοι λυγμοί αναζητούν αντικλείδι στα αναφιλητά της νύχτας. Κι ας μυρίζει ο δρόμος μοναξιά στους ρύπους της μονοτονίας. Αξεδίψαστη περιπλανάται η ψυχή στη σκοτεινιά της μελαγχολίας. Ετερογενής αποδοχή σε συναισθηματικά υδάτινα τοπία. Κι όσο απομακρύνεται τόσο πλησιάζει τον μόνιμο κυματοθραύστη της καρδιάς, που δέχεται στωικά τα αμίλητα κύματα.
Το αβέβαιο, ακίνητο βεβαιώνει καταφάσεις, στη μυθοποιημένη αντανάκλαση των ποιημάτων, που δεν χωρά σε λέξεις. Μένει το αίνιγμα σε κάθε τοίχο, σε κάθε γωνιά που αναζητά να επιλυθεί στις εσωτερικές διαδρομές των υπαινικτικών μυσταγωγικών αποτυπώσεων των τοίχων, που απελπιστικά έχουν στενέψει.


Οι τοίχοι έχουν στενέψει

Θα σωπάσει λοιπόν.
Δεν χωράει σε λέξεις.
Η ώρα έχει περάσει άλλωστε.
Ο δρόμος μυρίζει μοναξιά.
Και που να πάει κανείς;
Ράκη και απορρίμματα.
Θα σωπάσει.
Με τη δίψα αξεδίψαστη.
Με την καρδιά
Να φυλάει στη σκοτεινιά.


Ο ποιητής πενθεί την ορφάνια του. Πόνος και θλίψη γύρω του. Απατηλά χαμόγελα, βασανιστικά, επιθυμούν ν’ ανθίσουν το δέντρο του. Πάει καιρός που πενθοφορεί με καρφωμένα φύλλα. Στης ερημιάς τα εξόριστα κάδρα δεν μετριέται ο χρόνος της ανθοφορίας. Μόνον καρφιά αιμορραγούν στον σιωπηλό κόσμο του.
Ο εφιάλτης της απουσίας ξαναζωντανεύει στον πολλαπλασιασμό του αδιεξόδου. Έπαψαν να πετούν πουλιά σε επικίνδυνες χαρτογραφημένες πτήσεις. Κάποτε τούτο το δέντρο φιλοξενούσε φωλιές. Τώρα, όσο κοιτάζει το αφόρετο φόρεμα της απελπισίας, τόσο δεν αντέχει την αιμορραγούσα κυοφορία σε μια ρακένδυτη και απλησίαστη άνοιξη.


Πένθιμο

Ξερό δέντρο.
Γύρω μου μια συννεφιά.
Πήρανε φύλλα
και καρφώνουν στα κλαδιά μου.
Να ‘ρθουν πουλιά.
Μα δεν γελιούνται
τα πουλιά,
ούτε που ανθίζουν
τα καρφιά μου.


Θα γραφτούν τα ποιήματα με χρώμα οδύνης, αναζητώντας την λυτρωτική έξοδο, στην επώδυνη υπέρβαση των ορίων. Μια δραματική πορεία μέσα σε κύκλους, που διαμόρφωσαν το συνειδησιακό γίγνεσθαι του ποιητή. Ελεγειακά αφηγείται το άθροισμα των επιρροών, που αφομοιώθηκαν σε ασίγαστα οδοιπορικά, διαμορφώνοντας την συγγραφική του ταυτότητα.
Ανακαλύπτει συγγένειες που ενώνουν αλλά κι αποστάσεις που διαχωρίζουν, καταθέτοντας την σπαρακτική του ενέργεια, στα περιθώρια των στίχων. Ένας μάρτυρας του λόγου που κατοικεί στην σκήτη απόκρημνων γλωσσικών ακροπόλεων. Με επίγνωση και στοχασμό αγναντεύει τις σπαταλημένες λέξεις, που καταγράφουν την υπαρξιακή αγωνία, στις αλληγορικές καταθέσεις του. Άλλωστε, τον απασχολεί έντονα  η χειραφέτηση της ποιητικής, ιχνηλατώντας όλα τα ρεύματα στην μακριά πορεία του λόγου. Γιατί ο Αντώνης Σαμιωτάκης είναι ένας μαθητής, που ακόμα ασκείται στις πολλαπλές εκφάνσεις και στις νοηματικές μετουσιώσεις του. Επιχειρεί να ανοίξει ορίζοντες, διευρύνοντας δυνατότητες. Έτσι, καταφέρνει να συναντηθεί με το «κατανοείν»,  της γραμματειακής εποπτείας.  


Σκήτη

Συγγενεύει υπόγεια
με τις αρμονίες των δέντρων
μ’ εκείνη την κυκλική
ελεγειακή τους αφήγηση.
Πράγματι αυτό το επιτυχημένο
άθροισμα επιρροών
διαποτίζει το είναι του,
έχοντας μοναδική
σπαραχτική κατάθεση,
την ευλογία των ματιών του.
Χρόνια σιωπής.
Πως μπορεί έστω την ύστατη στιγμή
να φτάσει την υπέρβαση των ορίων;
Να φτάσει στην επώδυνη
όσο και λυτρωτική έξοδο;


Όλα στη γραφή του Αντώνη Σαμιωτάκη, μαρτυρούν την ακράτητη επιθυμία του, να βαπτισθεί με το ύδωρ της γνώσης. Να ανακαλύψει το βάθος του ουρανού με ευπρέπεια, στις ωσμώσεις του λόγου. Είναι ο διανοητής που με ευλάβεια διαχειρίζεται τους εφιάλτες του και τους μετασχηματίζει σε διανοήματα ορθολογικής φιλοσοφίας, με απλό και κατανοητό τρόπο.

Η συνδυαστική ικανότητα της ιδέας και του ονείρου, μετατρέπει τις λέξεις σε ποίηση, για να αποκαλυφθεί το φυλακισμένο του όραμα, που πάνω του χτίζονται τα ιδεογράμματα ασίγαστων και κρυφών πόθων . Έτσι τα ποιητικά σώματα αποκαλύπτουν την άρρητη διαδρομή στην ιδεολογική σφαίρα της ύπαρξής του. Αν και τον ενδιαφέρει αυτό που είναι, έχω την αίσθηση, πως τον ενδιαφέρει περισσότερο αυτό που αφήνει. Για τούτο και τα ποιήματα εμπεριέχουν κάτι από το αλύγιστο του ανέμου, χρησιμοποιώντας τα ως οχήματα σκέψης και στοχασμού.


Τουλάχιστον

Δεν θέλω να πάω παραπέρα.
Όχι.
Είναι αρκετά έως εδώ.
Οι πατούσες μου, σχισμή-ρωγμή.
Τα μάτια μου, κόκκινος πυρετός.
Σε ναρκοπέδιο ακροπάτησα
και είμαι.
Τέτοια ζωή;
Ας βγάλουν ρίζες πια
τα πόδια μου.
Δέντρο.
Να καρφωθώ.
Να  ’χω τουλάχιστον να λέω,
πως δεν με λύγισε ο άνεμος.


Κι όταν η άχρονη ερωτική αξία, έρχεται να υποκαταστήσει το ιδεατό έλλειμμα της ύπαρξής του, ο ποιητής την εντάσσει και την αξιοποιεί με την ποιητική διαλεκτική, στο αιώνιο και αναλλοίωτο κοσμικό γίγνεσθαι .  Απευθύνει πρόσκληση στη μεγάλη σιωπή να μιλήσει στους άφατους σχηματισμούς της παλίρροιας. Για να μετασχηματισθούν τα κύματα στη γαλήνη της άμπωτης. Για να δακρύσουν τα μάτια, δάκρυα χαράς και στην ερημιά του να φυτρώσει μια όαση, που θα δώσει ανάσες δροσιάς στην ανάλγητη απελπισία.

Οι σωματικές και ψυχικές ενατενίσεις, γίνονται αισθητικά τεκμήρια, με συμβολικά στοιχεία στην αρχή των στίχων και με όρους λυρικούς. Κι ας αναζητείται ακόμα η αρχή των συναισθημάτων στις διαδρομές των λέξεων, στους διανυκτερεύοντες καταυλισμούς των γραμμάτων. Κι όταν με μαχαίρια λύπης δαμαστούν οι πόνοι, θα προκύψουν άλλοι, σφοδρότεροι πόνοι, στην «έρημη έρημο της ψυχής» του. Τώρα πια, μόνον ανομοιοκατάληκτες μνήμες θα επανέρχονται στην γόνιμη χώρα των αναμνήσεων.


Ρέκβιεμ

Έρημος η ζωή μου.
Ήταν έρημος.
Ταξίδεψες κι ήρθες.
Δάκρυσαν τα μάτια μου.
Απ’ τη χαρά μου δάκρυσα.
Και φύτρωσε μια όαση.
Θεέ μου, στην ερημιά μου,
μέσα μου μια όαση!
Ήπιες νερό, δροσίστηκες,
έβρεξες τα μαλλιά σου,
τα φεγγαρένια μάτια σου.
Μ’ άφησες να σ’ αγγίξω.
Ονειρεύτηκα.
Πιο πέρα κι απ’ τα όνειρά μου.
Μα πόσο μια όαση
θα σε κρατούσε;
Έφυγες.
Ξεράθηκαν οι φοινικιές.
Στέρεψαν όλα.
Έρημη έρημος η ψυχή μου.


Η νύχτα θα βρει τον ποιητή να βουλιάζει στην πιο βαθιά θάλασσα. Να σκαλίζει αποτυπώματα λυγμών, με υγρές ανάσες σε υγρά τοπία. Η υδάτινη μάζα τον καταπίνει, τον αφανίζει, γίνεται ένα με το νερό, φθάνοντας ως τις ακτές των εκβολών. Κι όσο κι αν κουράστηκε στην διαδρομή, οι θύμησες σπουδάζουν απώλεια, σε ναούς απουσίας. Κι  όταν γεράσουν οι πόνοι στου νερού τα μιλήματα, η αναμονή θα έχει πεθάνει. Μια τέτοια νύχτα σιωπηλά θα σβήσει, πίνοντας «πικρό αψέντι μόνο».


Νύχτα μου

Νύχτα μου,
πως βύθισες την καρδιά μου
στη βαθιά θάλασσα!
Αναπνέω σε τόσο λυγμό;
Αχ νύχτα μου,
σ’ ανασαίνω υγρή
και νιώθω ν’ αφανίζομαι,
να ρουφιέμαι σαν ποτάμι,
σαν νερό σ’ εκβολή!
Ώρα είναι να πεθάνω.
Νύχτα μου.
Πονάν τα κομμάτια μου.
Να πεθάνω πολύ.

ΜΑΡΩ ΛΕΟΝΑΡΔΟΥ – SOS (Save Our Souls)

Πολλές φορές η ζωή διηγείται ιστορίες που χάνονται μέσα στην ίδια την ζωή, εκτός αν… εκτός αν κάποιο χέρι τις τραβήξει, από το πλήθος των ιστοριών κι ευλαβικά τις καταγράψει. Αυτό ακριβώς κάνει η Μάρω Λεονάρδου, στο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2012 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, με τίτλο, «SOS (Save Our Souls)», που πάει να πει, Σώστε τις ψυχές μας.

Η γραφή συνδυάζει την απλότητα της αφήγησης, με την αντικειμενική διάσταση ενός δημοσιογραφικού ρεπορτάζ. Η συγγραφέας γίνεται η εξομολόγος της εύθραυστης ψυχής ενός ανθρώπου που έζησε και πέρασε πολλά. Περιγράφει τις λειτουργίες βιωματικών αναπολήσεων, που επιτακτικά επιθυμούν να διασωθούν στον χρόνο. Για να διακοπεί η ροή του και να σταματήσει σε εκείνα μόνον τα γεγονότα και τα περιστατικά που συγκλόνισαν το προσωπικό του σύμπαν. 

Σε τούτη την αφηγηματική οι μνήμες, πότε γίνονται εφιαλτικές και πότε αναδεικνύουν τα θραύσματα μιας σπαραχτικής ζωής στους τεμαχισμούς του βιωμένου του γίγνεσθαι. Ψυχικός πόνος, συντριβή, εφιάλτες, ερείπια και το πολύ του θανάτου, γράφονται ρεαλιστικά, αναδύοντας τη συναισθηματική φόρτιση του πρωταγωνιστή. Απλά, χωρίς υστερίες και μελοδραματισμούς, γίνεται ακατάσχετη η ροή των βιωμάτων και των εμπειριών, αποτυπώνοντας την πραγματικότητα στην ιστορική διαδρομή του αφηγητή. Αποκαλύπτει την δυστυχία, τον πόνο, την ερήμωση αλλά και τις σύντομες χαρές που την ζήση του συνόδευσαν. Κι όλα εκείνα που από το παρελθόν επανέρχονται, αγωνιά να τα μεταμορφώσει, σε όνειρα και ελπίδα για το μέλλον. 

Εποχές που τον σημάδεψαν, θα τον ακολουθούν στην υπόλοιπη ζωή του. Είναι τα ίχνη, τα στίγματα που άφησε καθώς προχωρούσε,  προσανατολισμένος σε μια κοινωνία που δεχόταν ή απέρριπτε τις επιλογές του. Η συγγραφέας θα τις αξιοποιήσει συμφιλιώνοντας διαδρομές που κρατούν αφυπνισμένες τις αισθήσεις του. Θα γράψει με ευθύνη, την γήινη πραγματικότητα του ανθρώπου, που της εμπιστεύθηκε τη ζωή του. Την ανακαλύπτει βήμα-βήμα στις διαστάσεις του χρόνου. Δίνει μορφή στα λόγια, δαμάζοντας τον λόγο με δημοσιογραφική εμπειρία . Δεν επεμβαίνει, αν και συμπληρώνει ή τροποποιεί ονόματα και ρόλους για να αποκρυφτεί σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας η πραγματική ταυτότητα του ήρωά της. Επιθυμεί να τον προστατέψει. Άλλωστε σημασία έχει το αληθινό της ιστορίας κι όχι η ταυτοποίηση των πρόσωπων που εμπλέκονται σ’ αυτήν. Η Μάρω Λεονάρδου γίνεται ο μοχλός που κινεί τα νήματα μιας ιστορίας ανάμεσα σε άλλες, που όμως με την καταγραφή οι δομές της αντανακλούν το νόημα της περιήγησης στα αγγίγματα.

Υστερόγραφα μιας ζωής στην αληθινή παραμυθία των εξομολογήσεων. Γιατί αναπόδραστη η μοίρα του καθενός, χωρίς εξόδους διαφυγής, συμβιώνοντας αρμονικά με κείνα που του επιφύλαξε. Η Μάρω Λεονάρδου με μαεστρία αξιοποιεί τις παραμέτρους τοποθετώντας τις σε σχήματα πεζογραφικά στη γεωγραφία του λόγου. Με ακριβοδίκαιη συνέπεια περιγράφει, θεματοποιεί τις ενότητες, φανερώνοντας άλλοτε τις ακαριαίες εκρήξεις των συναισθημάτων κι άλλοτε τις μειλίχιες πράξεις των φόβων. Με λέξεις μεστές, καλοζυγιασμένες ενδίδει στους αναστεναγμούς της χαρά και της λύπης, για να αναδυθεί η ραγισμένη αξιοπρέπεια των αισθημάτων. Γιατί η ίδια η ζωή πρέπει να θριαμβεύσει του πόνου, πατώντας γλυκά πάνω στη νοσταλγία, εκείνων που πρέπει να γραφτούν με το ανεξίτηλο της μελάνης της. Με λόγια απλά χωρίς συμβολισμούς και ρητορικές, αναδεικνύεται λυρικά το βιωμένο όνειρο του αφηγητή στη συγκατοίκηση με το παρελθόν και το παρόν του.

Μια κριτική επισκόπηση, απαλλαγμένη από τους εν βρασμώ αναθυμιάσεις του παρελθόντος, νοσταλγικά επιστρέφουν με όρους γλυκιάς αφήγησης. Ευλαβικά συντηρήθηκαν όλα, εποπτεύοντας μαρτυρίες και μνήμες, αφουγκραζόμενος  τους βηματισμούς στα κινούμενα νήματα της ζωής του. Κι όταν το πεπρωμένο αλλάζει βήματα και προορισμούς ο ήρωας παραμένει, ελπίζοντας στη φυσική αναδάσωση της ζωής με νέους βλαστούς να βλασταίνουν τους καρπούς της εξέλιξης, με την αγωνία της καρποφορίας και της τύχης, που η μοίρα επιφυλάσσει. Τότε η μνήμη γίνεται το ελιξίριο βιωμένων αποσταγμάτων στην αδιάλειπτη επανίδρυση της ζωής.  

Μέσα από την σοφία του πόνου, ανασυντάσσεται η μεταβλητή ζωή του ήρωα. Λυτρωτικά ελευθερώνονται οι λύπες, μετασχηματίζοντας την αποσύνθεση των πολλαπλών και ποικιλόμορφων αναμνήσεων. Οι ψυχές δένονται ακόμα κι όταν ταξιδεύουν, όταν χωρίζουν ή οριστικά και αμετάκλητα φεύγουν. Η καρδιά και το μυαλό οργανώνουν τη συντήρηση εκείνων που η ανάγκη ή μοίρα ορίζουν. Μ’ ένα πόθο κρυφό αγρυπνούν. Να μη χαθεί τίποτε από όλα εκείνα που βαραίνουν την υγρή φυλακή μιας ψυχής που φωνάζει SOS (Save Our Souls-Σώστε τις ψυχές μας), σε εκείνους που μπορούν να τις καταγράψουν, σπάζοντας την αλυσίδα της ανυπαρξίας. 
Η συγγραφέας μ’ αυτό της το πόνημα, κατάφερε να σπάσει τους κρίκους της άγνοιας και να φέρει ως εμάς τους νοηματικούς συσχετισμούς μιας αληθινής ιστορίας, στην ανωνυμία του χρόνου, που γίνεται υπαρκτή.

Απόσπασμα:
«Ίσως Τελικά η μουσική, ο έρωτας και η τέχνη γενικότερα, είναι πράγματι ο δρόμος που οδηγεί στα μυστικά των θεών, εκείνα τα μυστικά που κράτησαν καλά φυλαγμένα, από εμάς, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, χωρίς να ξέρουμε τελικά ούτε από πού ερχόμαστε, ούτε που πάμε».

ΚΑΙΤΗ ΓΡΙΣΠΟΥ – Μοιράζομαι και ωριμάζω

Ζούμε σε μια εποχή, που πάσχει από συναισθηματική αναλγησία, αν κι όλοι εναγωνίως ψάχνουν μια κρύπτη αγάπης και φιλίας, για να μπορούν εκεί, να καταθέσουν τα πολύτιμα αισθήματα. Άλλωστε ποιος αλήθεια θα μπορούσε να αντισταθεί και να μην δεχθεί τα ακριβά  αποθέματα,  που θα συγκλονίσουν το συναισθηματικό γίγνεσθαι, όταν αυτό οδηγεί στα υψηλά κλιμάκια ανάτασης μιας περιρρέουσας ηθικής; 

Η ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, κυκλοφόρησε το 2012 το μυθιστόρημα της Καίτης Γρίσπου, «Μοιράζομαι και ωριμάζω». Μέσα από την μυθοπλασία, η συγγραφέας ενεργοποιεί τα ψυχικά αποστάγματα των ηρώων της, για να αναπτύξει εκείνες τις διεργασίες που υποκινούν την φροντίδα προπάντων και την βελτίωση των σχέσεων, σε όλα τα επίπεδα. Χτίζει το αρχιτεκτονικό οικοδόμημα της γραφής της, με συνεχείς προσθέσεις παράλληλων οικοδομών, ενθαρρύνοντας την αυτοπραγμάτωση του όγκου. Γιατί το συναίσθημα, μετράται ανάλογα με το μέγεθος της ανιδιοτελής προσφοράς στους άλλους, αξιοποιώντας στο μέγιστο, τα όμορφα χαρακτηριστικά, όμορφων ανθρώπων. Λειτουργεί ως οδηγός επιβίωσης, σ’ έναν κόσμο που διαρκώς χάνει τον ρυθμό της ανθρώπινης εξέλιξης, στους δρόμους της αρετής μέσα από την σοφία.

Οι πρωταγωνιστές καλούνται, σε μια διαρκή επαλήθευση των αντοχών, ανασυνθέτοντας εαυτούς. Αναδύουν ευφάνταστες λύσεις στα αυτονόητα, που για πολλούς είναι άγνωστα ή ξεπερασμένα. Μετακινούνται διαρκώς, προς το καλλίτερο ή τουλάχιστον σε κείνο που φαντάζει καλλίτερο, επιμένοντας σε κοινούς τόπους προσφοράς. Ισόποσα πορίσματα λογικής, δίνουν ανάλογα μερίσματα ψυχικού αποθέματος, σε κείνους που επιθυμούν να τα δεχθούν, στις τάξεις της αγάπης και της φιλίας. Η δημιουργός ανιχνεύει, αναδεικνύει τις αλληλοεπιδράσεις στους δεσμούς και τις εκλεκτικές συγγένειες, την πραγματική φύση του «εμείς», αλλοιώνοντας το «εγώ». Κι όσο κι αν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με το προσωπικό πεπρωμένο τους, τόσο το μοίρασμα διεκδικεί, την πραγματική του διάσταση στις συντεταγμένες εκείνων, που αφήνουν και αφήνονται να μοιραστούν, τις πανανθρώπινες επιταγές της μοίρας.

Ίσως πρόκειται για διαμετρήματα άλλων εποχών… δεν ξέρω. Η Καίτη Γρίσπου, πείθει με την συγγραφική της δεινότητα, πως μπορεί να υπάρχουν γύρω μας άτομα, με κοινές συνιστώσες ανθρωπισμού. Συνοψίζει με εύγλωττο τρόπο τις αξίες, που τείνουν στο αδιαπραγμάτευτο ιδεατό των προτεραιοτήτων, που ο καθένας μας θέτει. Οι ήρωές της, γίνονται σύμβολα αυτοπροσφοράς, για να ανακαλύπτεται το ποτάμι, που κρύβεται κάτω από την πηγή, στις οριζόντιες αναβλύσεις. Οι διαδρομές υπάρχουν, για να μπορεί να ξοδεύεται το νερό στο κύλισμα του χρόνου, στις θεατές αντανακλάσεις του, φωτίζοντας το αθέατο. Κι όσα δεν τολμούν οι λέξεις να πουν, τολμούν οι πράξεις, εκτοξεύοντας την αληθινή διάσταση μιας πραγμάτωσης, στα χρονοπεριβλήματα των αντοχών.
  
Το «μοιράζομαι και ωριμάζω», είναι ένα μυθιστόρημα, που πλουτίζει τον συναισθηματικό κόσμο του αναγνώστη, με βαθιά συγκίνηση. Εξαγνίζει την ρευστότητα της αφηγηματικής, με στοχαστική ευαισθησία. Υποβάλλει γοητευτικά και με σύγχρονες εικόνες, πρόσωπα που διαθέτουν τη αρχέγονη και συμπυκνωμένη σοφία στη διαχείριση και διαπραγμάτευση των φιλικών και όχι μόνον σχέσεων. Γιατί πέρα από τον έρωτα και την αγάπη, υπάρχουν ο πόνος και η απώλεια, που όμως δεν προβάλλονται καταθλιπτικά από την συγγραφέα. Στα μικρά και στα μεγάλα, στα δύσκολα και στα εύκολα ανακαλύπτεται εκείνο, που ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς, την «ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ», όπως λέει η ίδια. Ο λόγος της Καίτης Γρίσπου, εναρμονίζεται με το ιδανικό, με το τέλειο που κατοικεί στην καρδιά και στην αιώνια αναζήτησή του, φθάνει να μείνει γυμνή η ψυχή, να μην εγκλωβίζεται σε άμυνες εκλογίκευσης, για να μπορεί να ρέει απαλά το συναίσθημα.

Σε όλο το βιβλίο, οι λέξεις μεταφράζουν συναισθήματα, εμβολιάζοντας πολλές φορές με συγκίνηση, τις σκοτεινές και αλύτρωτες πληγές πολλών από εμάς. Αυτό άλλωστε είναι και το ανεξήγητο μυστήριο της τέχνης. Να μπορείς να το συναντάς, να το ερμηνεύεις, να το μοιράζεσαι. Τα πολύτιμα ευρήματα γίνονται αφετηρίες νέων διαδρομών, στη χαλιναγώγηση ανεξιχνίαστων παθών, με λογική και φρόνηση. Για να μην ξυπνούν ποτέ οι φόβοι, στις συχνές επικλήσεις της μνήμης,  σαν κυνηγούν αλήθειες στο κρυφτό τους με την ανάμνηση, για να μην ματώνουν ποτέ βήματα, σε προορισμούς λησμονιάς στο μακελειό της λήθης.
Χωρίς σκιές, χωρίς αποκαθηλωμένα είδωλα, η παραμυθία ξεδιπλώνεται με λέξεις λιτές, για να θριαμβεύει η ουτοπία. Η Καίτη Γρίσπου παρατηρεί διεισδυτικά τη ζωή που γίνεται ποίηση. Γιατί, η πραγματική ζωή εμπεριέχει ποίηση κι αν δεν έχει, οφείλει ο δημιουργός να την επινοήσει, στη μακριά της περιπλάνηση. Περίτεχνα φορτίζει τα νοήματα, για να αποδώσει τα προσωπικά της μεταλλεύματα, από τις εκρήξεις του εσωτερικού κόσμου της. Τίποτα δεν επιτρέπεται να εκπέσει από την αληθινή υπόσταση εκείνων που νιώθει, επεκτείνοντάς τα με μαεστρία στους πρωταγωνιστές της. Αναζητά την ποιότητα στις ιεροτελεστίες του λόγου και την καταγράφει με σεβασμό στον αναγνώστη. Με ξεχωριστό τρόπο δομεί όλες τις παραμέτρους, για μια συγκλονιστική ανάγνωση. Συναρμολογεί καταστάσεις, γεγονότα και περιστατικά, αναδεικνύοντας μια ολότητα στο έργο της, με ώριμη πεζογραφική δεινότητα.

Είμαι βέβαιη, πως οι αναγνώστες θα χαρούν την ανάγνωση σελίδα τη σελίδα, ξεκλειδώνοντας αβίαστα δικά τους συναισθήματα στη προσέγγιση της συγκίνησης. Θα συναντηθούν εκεί, στα όρια του επέκεινα, πέρα από τις θραυσματικές απολήξεις των θραυσμάτων, μιας γραφής γοητευτικής  που παρηγορεί αισθήσεις.

ΘΕΑΤΡΟ - Το τέλος δε αυτής πικρόν ως αψίνθιον, οξύ ως μάχαιρα δίστομος


Αγγέλων Βήμα, Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια
Κείμενα: Σκηνοθεσία : Μαίη Σεβαστοπούλου
Ηθοποιοί : Νίκη Αναστασίου, Μόνικα  Κολοκοτρώνη, Κατερίνα Κυβετού, Σοφία Σαπρίκη
Κοστούμια: Ιωάννα Κουρμπέλα
Μουσική επιμέλεια: Ομάδα «Θεώρηση»
Φωτισμοί: Θανάσης Λεφάκης
Παραγωγή: Ομάδα «Θεώρηση»

Ποιος θα μπορούσε να φαντασθεί, πως μια παροιμία από την Παλαιά Διαθήκη θα γινόταν τίτλος σε θεατρική παράσταση; «Το τέλος δε αυτής πικρόν ως αψίνθιον, οξύ ως μάχαιρα δίστομος», είναι η αποποίηση της προσωπικής ευθύνης, για όλα εκείνα που κανείς δε μπορεί να φαντασθεί πως θαρθούν κι όμως έρχονται. Κι όσο κι αν κανείς θελήσει, να είναι επιεικής με την άρση ανάληψης ευθυνών, όταν το αποτέλεσμα είναι τραγικό, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί: «Τίς έφταιξεν»

Η Μαίη Σεβαστοπούλου γράφει και σκηνοθετεί μια συγκλονιστική παράσταση, που αντανακλά τέσσερις αληθινές ιστορίες. Ένα ψυχολογικό δράμα εκτυλίσσεται επί σκηνής, καθώς τα πάθη των ανθρώπων επαναλαμβάνονται στο διηνεκές του χρόνου, με την αγάπη τραγικά να υπενθυμίζει την απουσία της. Έτσι καταλύεται προπάντων ο σεβασμός στην προσωπικότητα, με τον πιο βάναυσο και βίαιο τρόπο. Η έλλειψή της εγκληματική, μορφοποιεί είδωλα, σε μια ύστατη ανάγκη ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν. Μα τα είδωλα δεν αγαπιούνται, χρησιμοποιούνται, σε ανήθικες ορέξεις και καταναγκαστικούς βιασμούς ψυχών που κρύβονται μέσα σ’ αυτά. Δεν αναγνωρίζονται στους πανηγυρισμούς της ζωής, γιατί τα ίδια από φόβο ή απόρριψη, δεν μπορούν, δεν τολμούν να γιορτάσουν, και να  θριαμβεύσουν νικηφόρα στα πεδία της χαράς. Ηττημένα θα δώσουν τέλος, εγκαταλείποντας την προσπάθεια με απονενοημένες πράξεις.  Με την ελπίδα, πως εκεί που θα πάνε, δεν θα υπάρχουν σκιές να τα ακολουθούν. 

Οι σπονδυλωτές ιστορίες τεσσάρων γυναικών, ερμηνεύονται ιδανικά από τέσσερα κορίτσια, στις αυτοκτονικές συνεδρίες παθών, που οι ίδιες δεν επέλεξαν να ζήσουν στην σύντομη ζωή τους. Θνησιγενείς από την πρώτη στιγμή της γέννησης, πεθαίνουν καθημερινά στα αδιαφανή μονοπάτια που άλλοι όρισαν να βαδίσουν. Αντωνία, Άλμα, Δέσποινα, Μαργαρίτα φεύγουν σκληρά και βίαια από την απόγνωση μιας άγνοιας, που όμως συμβολίζει το πεπρωμένο τους. Στις διαχωριστικές γραμμές οι εφιάλτες ξυπνούν, και τις προδίνουν ανηλεώς με ψέματα και υποκριτικές συμπεριφορές. Πατούν ψυχές σε σβησμένους ήλιους. Οριστικά και αμετάκλητα, αρνούνται να δεχθούν την ασχήμια που έμελε να ζήσουν στα ερχόμενα, εκεί που διαρκώς ανατέλλουν μόνον οι λύπες.

Λένε πως συχνά η Τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Τι γίνεται όμως όταν αυτή η ζωή εμπεριέχει την βαρβαρότητα με στιγμές πέρα από το επώδυνο που μπορεί να αντέξει η αντανάκλαση της ίδιας της ζωής; 

Τότε ακριβώς καλείται ο άξιος δημιουργός, να καταθέσει στη θεατρική διαλεκτική, όχι την ωραιοποίηση αλλά την δικαίωση των θυμάτων, με εύγλωττο και κατανοητό τρόπο. Η Μαίη Σεβαστοπούλου, με τα εξαιρετικά κείμενα και την άρτια σκηνοθετική καθοδήγηση, καταφέρνει να επιφέρει τον έντονο προβληματισμό και να καθηλώσει τους θεατές. Με ακροβασίες λέξεων, μιλούν τα σώματα των ηθοποιών τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όσων βίωσαν, στις εκκρεμοδικίες συναισθημάτων αστείρευτου πόνου.
 
Δωρικές ερμηνείες με νευρώδεις διαλόγους, μεθοδικά καταγγέλλουν την απομόνωση, που αθέλητα κι ανεπιδίωκτα  περιθωριοποιεί. Οι  ηρωίδες του έργου θα ζήσουν τον αποκλεισμό, μέσα στη χειραφέτηση, όχι των δικών τους προτεραιοτήτων, αλλά των φυσικών αυτουργών τους. Η δημιουργός και σκηνοθέτης επιχειρεί την ανατομία στους νοητικούς και ψυχικούς λαβύρινθους των πρωταγωνιστών της. Σκηνοθετεί έξυπνα, λύνοντας τα σώματά τους, για να αποδώσουν κι εκείνα τις πτυχώσεις των ρόλων με ποιητικό τρόπο. Και οι τέσσερεις  είναι υπέροχες πάνω στη σκηνή, τιμώντας έτσι την σκηνοθέτη, με τις συγκλονιστικές όσο και σπαραχτικές ερμηνείες τους. Οι φθαρμένες ψυχές φτερουγίζουν στο άπειρο για να συναντηθούν μεταξύ τους, αναβιώνοντας όλες τις καταστροφικές μνήμες που τις έφεραν ως εδώ... στο επέκεινα της ανυπαρξίας. 

Οι θεατές φεύγοντας, θα πάρουν μαζί τους τα ακρωτηριασμένα συναισθήματα, για να μετασχηματίσουν το ιδιότυπο κολαστήρι σε παράδεισο σκέψης και προβληματισμού με λυτρωτικές απαντήσεις, αποσιωπώντας νοήματα στις εντοιχίσεις του πόνου.
 

ΕΜΥ ΤΖΩΑΝΝΟΥ - Με το βλέμμα στραμμένο στην Ελλάδα του Τώρα

Παρουσίαση της Έμυς Τζωάννου από την Σοφία Στρέζου, στο Αμφιθέατρο του Δημαρχείου του Δήμου Χαϊδαρίου,τον Μάιο του 2012,
της 4ης ΕΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΣΦΑΙΡΑΣ & ΣΕΙΡΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ που είχε ως θέμα: 
"ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΤΩΡΑ..."


Για την Έμυ Τζωάννου, πολλά τα χρόνια απουσίας στο εξωτερικό, αλλά πάντα "με το βλέμμα στραμμένο" στην Πατρίδα. Όνειρο και ανάγκη η επιστροφή στη χώρα, στην αγαπημένη Ελλάδα. Την λατρεία της για τούτο τον τόπο, την κάνει ποίηση.  Ξετυλίγει την ανέμη των ποιητών, για να πλέξει τα δικά της ποιήματα. Τα χρώματα και τα αρώματα μιας ξεχασμένης, αλλά όχι λησμονημένης χώρας, γίνονται ενατενισμοί  στο γαλανό του ουρανού και της θάλασσας.

Έτσι ταξιδεύει με λέξεις  στο  ανάγλυφο μπλε του Αιγαίου, στα πορφυρά δειλινά που βουτούν σε νερά διάφανα. Με μετεωρισμούς  στα υστερόγραφα των ονείρων, διατηρεί τις μυρωδιές στις εικόνες της συμβολικής μνήμης, την ώρα που γλιστρά γλυκά στα περιθώρια της ανάμνησης. Άλλωστε, όταν η νοσταλγία   γίνεται απελπιστική, επιστρέφει στις ρίζες της, επαναπροσδιορίζοντας μνήμες. Αφήνεται τότε στη ρευστότητα του πόθου ενός επαναπατρισμού, εκεί  όπου για τελευταία φορά ανταμώθηκαν κύματα, στις  ακτές του δικού της ονείρου.


Χρήστος Δημάκης/μουσική


Στο ανάγλυφο μπλε του Αιγαίου - Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία

Ταξιδεύω
στο ανάγλυφο μπλε του Αιγαίου
Στο πέλαγος
των ανεξίτηλων δειλινών
των ανεξερεύνητων αναμονών
των ακαθόριστων προσδοκιών
των ανέγγιχτων ονείρων
των ατελεύτητων κυματισμών
των ραγισμένων τρικυμιών
των ανερμήνευτων προορισμών
των ασχημάτιστων κογχυλιών
των αντανακλάσεων των αστεριών
Ανακαλύπτοντας
την απόλαυση των μαγικών στιγμών
σε όλες τις αποχρώσεις τους 


Η ποίηση της Έμυς Τζωάννου είναι φτιαγμένη, όχι μόνον από την ερωτική διάθεση, αλλά κι από εκείνο το ακριβό υλικό, που της προσφέρει απλόχερα η Ελλάδα. Είναι Ελληνολάτρης και δεν το κρύβει. Οι ομορφιές και το φως του τόπου, είναι πηγή έμπνευσης, που αποτυπώνεται στα περιθώρια της συγγραφικής της ιδιότητας. Γιατί όποια κείμενά της κι αν διαβάσει κανείς, θα αναγνωρίσει εύκολα τούτη τη λατρεία για την χώρα. Επιδιώκει με ποιητικό τρόπο να ανανεώσει την ιδέα της Ελλάδας, αναδεικνύοντας την υλική ουσία, που εμπεριέχεται στα υπέροχα τοπία της. Κι όσο κι αν η Ελλάδα του τώρα πληγώνει και πονάει, εκείνη διατηρεί μέσα της την ιδέα της Ελλάδας του πάντα.

Η Ελλάδα δεν είναι απλά ένας τόπος. Είναι η ιδεατή γνώριμη χώρα. Μια μικρή κουκίδα στον παγκόσμιο Άτλαντα του πλανήτη, που ανηφορίζει προς την Ευρώπη. Άλλωστε, το όνομα της Γηραιάς Ηπείρου σύμφωνα με τον μύθο το πήρε , από την πανέμορφη κόρη του Ωκεανού και της  Τηθύος ή της Παρθενόπης, αδελφή της Θράκης και ετεροθαλής αδελφή της Ασίας  και της Λιβύης. Ήταν η επώνυμη της ηπειρωτικής Ελλάδας, που μετά τους Περσικούς Πολέμους, επικράτησε ως τοπωνυμία του τότε γνωστού κόσμου. Έτσι, σε όλο το γεωγραφικό τμήμα από τον νότο ως το βορρά κι από την Ανατολή ως τη Δύση καθιερώθηκε πλέον το όνομα που καθορίζει τα συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια. Τούτη τη χώρα λάτρεψαν θεοί και θνητοί στο πέρασμα των αιώνων. Στον πολιτισμό της έσκυψαν και προσκύνησαν, για να μπορεί σήμερα να αναδεικνύει την πολιτιστική της διάσταση, που βασίζεται στην κλασσική εποπτεία της.  

Η προοπτική της Ελλάδας, κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, μπερδεύεται γλυκά, ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα, που κανείς δεν μπορεί ν’ αντισταθεί, αλλά αντίθετα, συνεχώς  ακολουθεί, επιστρέφοντας στην αρχή της. Αναπνέει την ιδέα της, ως το πιο υψηλό επίτευγμα της ανθρωπότητας. Αυτή την Ελλάδα υμνεί η ποιήτρια με λέξεις αισθητικής συγκίνησης.


Χρήστος Δημάκης/μουσική


Ελλάδα - Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία

Ελλάδα,
με το γαλανό της θάλασσας
το ανάγλυφο  των ακτών
το αισθαντικό του ουρανού

Στα συναισθήματα που διεγείρουν
τα τοπία της στα μάτια μου,
με την ατμοσφαιρική μαγεία
τη χρωματική διάσταση
τις ονειρικές διακυμάνσεις
που διαπερνούν
τις πτυχές της ματιάς μου
απεικονίζοντας το φως,
τις χρωματικές λάμψεις,
τη γαληνότητα των τόπων,
καταγράφοντας τους παλμούς
μιας εσώτερης συγκίνησης
που χαράζεται
με τη σφραγίδα της γραφής μου
αποτυπώνοντας
τις μεταπτώσεις της ψυχής μου
ατενίζοντας
τα θεϊκά ηλιοβασιλέματα
με μια εκφραστική δύναμη
στην ιεροτελεστία της έμπνευσης …


Η ποιήτρια αναδύεται από τα γαλήνια νερά των στοχασμών, για να εκφράσει με τη γλώσσα της θάλασσας, το φάσμα ενός ορίζοντα που από πάντα ήταν πηγή έμπνευσης για τους Έλληνες ποιητές. Παλιά και διαχρονική ιστορία και πως να ξεφύγεις από αυτήν, όταν όλα μιλούν τη σιωπή του γνώριμου τόπου.

Χώρα της αθωότητας για κείνους που πιστεύουν ακόμα στο μυστηριακό μεγαλείο της Ελλάδας. Η Έμυ Τζωάννου είναι μία από αυτούς, τους λίγους, τους εκλεκτούς, που η γραφή  αντέχει ακόμα ν' ακουμπά, να δονείται και να ριγεί στους στίχους περασμένων ποιητών που την αγάπησαν. Απρόοπτες συναντήσεις με λόγια που ύμνησαν το μπλε της θάλασσας την συγκινούν και την κάνουν να δακρύζει. 


Χρήστος Δημάκης/μουσική


Αναδύομαι - Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία

Αναδύομαι
από τα γαλήνια νερά των στοχασμών
από τις μεταξένιες ακτές των νησιών
από τις αθέατες περιπλανήσεις της έμπνευσης …


Στις ρωγμές των ποιημάτων εναποθέτει την ύλη και το πνεύμα του τόπου. Εισχωρεί στο παρελθόν, για να αναδειχθεί το μέλλον μιας σαγηνευτικής συνύπαρξης με το παρόν, καθώς συντονίζεται αρμονικά με την ιερότητα της μνήμης, διαιωνίζοντας την αιωνιότητα. Τα νησιά της και οι μεταξένιες ακτές της προσφέρουν τη θέαση σ' όλες τις αποχρώσεις. Βυθίζεται στα καταγάλανα νερά, για να ανακαλύψει τους μύθους, που αιώνια αναπαύονται στη σιωπή του μεγάλου πελάγους.

Είναι το Αιγαίο που γρατζουνάει, χτενίζοντας τις ακτές του μυστηρίου. Μυσταγωγία ονείρου σ' έναν τόπο που διαρκώς φωτίζει και φωτίζεται από το αέναο του ηλιακού φωτός. Λες κι ο ήλιος ανήκει μόνον στην Ελλάδα και στους Έλληνες. Θάλασσα και φως στους ύμνους, στα τραγούδια, στην ψυχή κάθε ξενιτεμένου που η επιστροφή γίνεται καημός, αφοσίωση και τραγούδι στα χείλη. Γίνεται το ιερό προσκύνημα στο άγονο χώμα, στα κύματα, στα ηφαιστειακά πετρώματα που ξεπηδούν σαν ξέρες στη μέση του πουθενά με δαντελωτές ακτές στον αφρό του γαλάζιου.


Χρήστος Δημάκης/μουσική


Ύλη και πνεύμα - Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία

Ακόμα και το Αιγαίο
κοχλάζει απ’ την οργή
Επιτύμβια κύματα
σκεπάζουν
την ιερότητα

Κι’ έτσι
αποκτά
στα μάτια μας
με ανάκατη ύλη και πνεύμα
πολυδιάστατη μορφή
το Αιγαίο της αιωνιότητας


Ξεφυλλίζοντας τις βιωματικές συγκινήσεις της η Έμυ Τζωάννου, καταγράφει όλα εκείνα τα συναισθήματα, που την κατακλύζουν στην περιπλάνηση και την θέα των αντιθέσεων, από μια Ελλάδα που ζει κι αναπνέει στους ρυθμούς της συνέχειας. Όταν ως κάτοικος εξωτερικού, η ποιήτρια για χάρη της οικογένειας, όφειλε να ζει μακριά, όλη η σκέψη και η ενέργειά της διοχετευόταν με κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά της αλλοδαπής, που υμνούσαν την Ελλάδα. Αναφορές, ταξιδιωτικές εμπειρίες, θέματα τρέχουσας επικαιρότητας κι ακόμα λόγια λογίων είχαν την τιμητική τους στις σελίδες εποπτείας της.

Ο απόδημος Ελληνισμός είχε βρει στο πρόσωπό της τον ένθερμο υποστηρικτή μιας χώρας που από παντού κι από πολλούς βάλλεται. Για την Έμυ Τζωάννου ήταν το ύψιστο χρέος απέναντι σε κείνα που πήρε και γεύτηκε από την χώρα της. Αυτή την κρατούσε νωπή ως ιδέα, ως μνήμη, για να μην ξεχνούν τους συγκινησιακούς δεσμούς με την μητέρα πατρίδα. Με δική της πρωτοβουλία, αναλαμβάνει ρόλους προσφοράς σε ελληνικά σχολεία. Διδάσκει ως καθηγήτρια την ιστορική πορεία της χώρας, διασφαλίζοντας δεσμούς στα νέα παιδιά με το ένδοξο παρελθόν και υπενθυμίζοντας τη συνέχειά τους με μέλλον.



Χρήστος Δημάκης/μουσική


Στην εναλλαγή - Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία
                         
Ξεφυλλίζω
τις βιωματικές συγκινήσεις μου
από τις περιπλανήσεις μου στα ελληνικά νησιά …
Από τη μέθη που μου προξενούν
οι τονισμένες αντιθέσεις
οι αναμφίβολες αξίες
οι χρωματικές εντυπώσεις
οι ηφαιστειώδεις υπαινιγμοί
στην εναλλαγή
των καμπυλόμορφων συναισθημάτων μου …


Όλο το Αιγαίο για την ποιήτρια, είναι μνήμη και ανάμνηση, στήριξη σε ώρες βαθιάς αναπόλησης και νοσταλγίας σε ανεξιχνίαστες νύχτες. Βουλιάζει στα βαθιά του νερά και με την ανάσα της διαλαλεί αισθήσεις. Και τότε σαν από θαύμα ένα αόρατο δίχτυ συγκρατεί ήχους που γίνονται βάλσαμο στην ξενιτεμένη ψυχή της. Έτσι, αρχίζει σιγά-σιγά να τους μετασχηματίζει σε λέξεις, για να ζωγραφίσει της καρδιάς τις ονειροπολήσεις.

Ανακαλύπτει μέσα της τον σφυγμό των κυμάτων και τα άυλα περιβλήματα των αχών τους. Συναντά άλλη μια φορά τη νοητή αντανάκλαση στα παιχνιδίσματα του ανέμου πάνω στους ταξιδεμένους κυματισμούς, που συντελούν στην κάθαρση της ψυχής. Στη βρεγμένη άμμο, στα βρεγμένα χαλίκια χαρακιές της νοσταλγίας πικρές σβήνονται, αναπολώντας την ανοιχτή θάλασσα, που εξιστορεί τους πολιτισμικούς της προορισμούς.


Χρήστος Δημάκης/μουσική


Aιγαίου μνήμες - Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία

Διαλαλώ την ανάσα μου
στο πορφυρό της δύσης
που απλώνεται
στον ορίζοντα του νου
Βουλιάζω τα λόγια μου
στον ήχο της βροντής
που σπάει
στο ακρογιάλι της σκέψης

… Ζωγραφίζοντας
τις μνήμες
στου Αιγαίου
το άχραντο φως …


Εύθραυστες αποχρώσεις αποτυπώνονται με λεπτές αρθρώσεις λέξεων στην ποιητική γεωγραφία. Ρομαντική, ευαίσθητη η Έμυ Τζωάννου, καταγράφει τη γαλήνη του αψεγάδιαστου ουρανού της. Λεπτές και πολύπλοκες εναλλαγές ντύνουν με αποχρώσεις ουράνιου τόξου την άρτια αρχιτεκτονική της ελληνικής φύσης. Λάμπει η πιο μακριά τεθλασμένη γραμμή, στις πλαγιές και τις βουνοκορφές, κάτω από την γαλανή προοπτική ενός μεθυσμένου από φως ουρανού. Κι όσο πιο απλά τα σκηνικά, τόσο πιο πλατιά η μνήμη στις ακρώρειες του χρόνου. Οι ώρες της ανατολής και της δύσης ερμηνεύονται σαγηνευτικά με λέξεις λιτές, απεικονίζοντας το ελάχιστο, από το αληθινά μέγιστο που κυοφορείται στον τόπο. Το βλέμμα κινείται, αρμενίζει σε πέλαγα μακρινά κι απροσδιόριστα. Όρια που καταργούν περιθώρια στην απλότητα του φωτός. Κάπου-κάπου σεργιανούν σύννεφα ελπίδας, υποσχόμενα δροσιές πρωινού και αύρες νύχτας. Είναι που ο ορίζοντας δεν ορίζεται, αλλά καθορίζει τις καθημερινές πτήσεις των γλάρων, που βουτούν ανέμελα στα πλούσια νερά της υπόσχεσης. Τούτη η θάλασσα, χρόνια τώρα έθρεψε κι εξακολουθεί να θρέφει τον πολιτισμό της πατρίδας.

Όλα στο φως κι όλα να λούζονται από το φως σε μια ξέφρενη φρενίτιδα λάμψης, μη τύχει και χαθεί η παραμικρή αχτίνα φωτός. Οι ρωγμές δεν αντιστέκονται. Στις σχισμές ρουφούν λαίμαργα το Απολλώνιο φως που λυτρώνει και σμίγουν μαζί του. Και καθώς τεντώνεται η θάλασσα, στάλες αλμυρές μεταφέρουν τον απόηχο της φωνής της.


Χρήστος Δημάκης/μουσική


Εύθραυστες αποχρώσεις - Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία

Ομοιόμορφα νερά
παιχνιδίζουν
τρεμουλιάζοντας
στο βλέμμα μου
κάτω από τη γαλανή προοπτική
του αψεγάδιαστου ουρανού

Αιθέρια σκηνικά
του Αιγαίου
αποτυπώνονται
στις εύθραυστες αποχρώσεις
της ματιάς μου
στις διαυγείς προθέσεις
του ορίζοντα
που ντύνεται
στα χρώματα του ουράνιου τόξου


Μαρμάρινες στήλες και ναοί παντού στα επίνεια μαρτυρούν την ιερότητα του χώρου. Αιώνια λατρευτικά σύμβολα μιας Ελλάδας που έφυγε κι όμως είναι πάντα εδώ. «Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των/ γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των/ διόλου δεν πέθαναν γι αυτό οι θεοί».(Κ. Καβάφης), θα πει ο ποιητής.
Κάθε πέτρα κι ένας μυστικιστικός κώδικας παρουσίας, λατρείας με την φλόγα της ελληνικής συνείδησης υψωμένη, επιδιώκοντας το αδύνατο που γίνεται δυνατό. Γιατί ακόμα και στων καιρών τα χαλάσματα μέσα από συντρίμμια και σκόνη η Ελλάδα ανασαίνει, ανασταίνει τις ακριβές εποχές της, για να ανατριχιάζουν μεσίστιες οι αισθήσεις.

Χρήστος Δημάκης/μουσική


Πινελιές γραφής - Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία

Βλέπω
θρυλικά – αιώνια σύμβολα
της Ελλάδας
που γλιστρούν στο χρόνο
διαλαλώντας
την παρουσία τους
την ομορφιά τους
την ιστορία τους
Τα ανακαλύπτω
ξανά και ξανά
με βαθειά λατρεία
Με συνεπαίρνει ένα πάθος
με Διονυσιακή μανία
για την ανεξάντλητη χώρα μου
ζωγραφίζοντας
απεικονίζω την Ελλάδα
με χιλιάδες πινελιές γραφής
ως γνήσια Ελληνολάτρης !


Αποτυπωμένες στο χαρτί, ακροβατούν οι λέξεις πλημμυρισμένες  από το μαγεμένο φως ενός φεγγαριού, ανιχνεύοντας ψιθύρους στους κυματισμούς της σελήνης. Υγρόληκτες προπαραλήγουσες σηματοδοτούν ανθισμένα θραύσματα σε τοπία που λαμποκοπούν οράματα. Γιατί σε τούτο τον τόπο γεννήθηκε η ποιήτρια σε τούτο τον τόπο ανήκει. Η γραφή της παρακινεί τις λέξεις που θα υμνήσουν την ομορφιά του. Ακίνητες προσόψεις στα ενδεχόμενα κινούμενων όψεων, σε ισόβιες στιγμές απαράμιλλης σαγήνης στην Ελλάδα που έζησε, που αγάπησε, που αφιερώθηκε.


Χρήστος Δημάκης/μουσική


Ακροβασίες λέξεων- Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία

Ακροβασίες λέξεων
αποτυπωμένες στο χαρτί
ξεδιπλώνονται άναρχα
Ανθισμένα θραύσματα
κάτω
από το μαγεμένο φως
του φεγγαριού


Όλο το Αιγαίο μια γειτονιά με την ποιήτρια να σεργιανά στα σοκάκια του, με το βλέμμα στραμμένο στη φωτεινότητα της χαράς, στα όμορφα ηλιοβασιλέματα, στην απλότητα μιας χαραυγής που γεννά την ελπίδα. Αρμενίστρια  της ζωής, κουβαλά στις αποσκευές κοχύλια πολύτιμα ενθυμήματα από τους βηματισμούς στης στις ακτές της Μεσογείου. Με αφετηρία τούτη την παλιά θάλασσα, θα ονομάσει τη νέα της συγγραφική απόπειρα, «Η Αγάπη μου Μεσόγειος» στο μυθιστόρημα που ήδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ, στα βιβλιοπωλεία από τον Δεκέμβριο του 2011.

Τούτη η θάλασσα βυθίστηκε στο απύθμενο της ψυχής, για να αναδυθεί μετά με συναισθήματα, που έγιναν κύματα κι έφτασαν γλυκά στις ακτογραμμές της ανάμνησης. Τόσο πολύ, τόσο βαθιά, τόσο πλατιά νιώθει να μοιράζεται την θαλασσινή αύρα να χαϊδεύει τις δικές της αισθήσεις και να γίνεται λόγος. Γίνεται η μάνα, η αδελφή, η ξεχωριστή φίλη που κοντά της μπορεί να εξομολογηθεί όλους τους πόθους κρυφούς και φανερούς σε στιγμές μοναδικής αγνάντευσης της απεραντοσύνης της.


Χρήστος Δημάκης/μουσική

Κι αν - Δημήτρης  Σαμαρτζής/Σοφία Στρέζου – απαγγελία

Κι αν στα σοκάκια του Αιγαίου τριγυρνώ
κι αν της ματιάς μου τις ανάσες σπαταλώ
κι αν τα κογχύλια της ψυχής μου δεν πουλώ
κι αν τα κοράλλια της ζωής μου διατηρώ

Κάθε χάραμα,
                      ένα πυροτέχνημα
Κάθε αυγή,
                   μια αναμονή
Κάθε ηλιοβασίλεμα,
                              μια ελπίδα …


Κι όταν οι πίκρες περισσεύουν, ικετεύει μνήμες κρυφές. Πλανεύεται τότε από το απόσταγμα του γαλανού ουρανού για να μιλήσει με λόγια μετέωρα στο άπειρο που την περιβάλλει. Αναζητά τον πυρήνα, εκεί που κανένας ήλιος δεν μπορεί να ανιχνεύσει το αμέτρητο βάθος της. Εκεί καταδύει την λύπη των στεναγμών, που φλερτάρουν με τις συμπληγάδες των λυγμών, πλέοντας σε θαλασσινές διαδρομές. Κι είναι η στιγμή που καταλαγιάζουν οι καημοί κι η θλίψη αλλάζει όψη με την προοπτική του απέραντου μπλε.

Ο άνεμος θα πάρει τη σιωπή, θα την ταξιδέψει, αποκαλύπτοντας την συμπαντική προσέγγιση με το όλον. Φυλλορροώντας τον χρόνο που φεύγει ανατρέχει πάντα τρυφερά στις μαγικές αναμνήσεις που το τόπος της πρόσφερε. Είναι η δική της ανταμοιβή, που την επιστρέφει με λέξεις σαν γράφει για την χώρα. Χτίζει τους μύθους από την ηχώ των αντίλαλων πόθων και τους κάνει ποίηση.


Χρήστος Δημάκης… μουσική


Ικεσίες   μνήμης - Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία

Στα πρωινά παιχνιδίσματα του ήλιου
με το τρεμούλιασμα των ματιών
Το λίκνισμα της ανάμνησης
πλανιέται στο απόσταγμα
του γαλανού ορίζοντα …
Στους απογευματινούς περιπάτους
της σιωπής
μιλάω με λόγια μετέωρα
σαν φτερά που πετούν
στον ουρανό της σκέψης
και της αναλαμπής …
Στις βραδινές ικεσίες
της μνήμης
ταλαντεύω τους αναστεναγμούς
φλερτάροντας τους λυγμούς
αντίλαλους της φωνής μου
στο άπειρο …


Η πνοή της γίνεται πνοή αθανασίας, εμφυσώντας με λέξεις, για να εικονογραφήσει το γαλάζιο της μοίρας της. Η Έμυ Τζωάννου είναι άρρηκτα δεμένη με το μπλε. Στα μάτια της ταξιδεύουν γαλανές οι αισθήσεις, ανανεώνοντας διαρκώς τη μαγεία της Ελλάδας, που μαγικά την ανανεώνει. Η προσμονή κι η αναμονή στη θάλασσα της ψυχής βρίσκονται, με την λαχτάρα της άμπωτης να καλπάζει την αιώνια ελπίδα στις φθίνουσες εκτάσεις των κυμάτων. Πάντα θα υπάρχει μια αξεκίνητη πλεύση, σε μιαν άγνωστη θάλασσα, για να την ταξιδέψει ξανά και ξανά, με την αλμύρα της κρεμασμένη στα χείλη.

Θα προσπεράσει τα ναυάγια του Ποσειδώνα, κατανοώντας κι αποδίδοντας την τιμή που πρέπει στους φύλακες του πελάγους. Ο Αίολος με τους ανέμους κι ο Απόλλωνας με το χρυσό φως και τη λύρα του πάντα θα συντροφεύουν εκείνους που έφυγαν και θα εγείρουν εκείνους που έμειναν να ταξιδεύουν στους κυματισμένους αφρούς, θαυμάζοντας το ανάγλυφο του θαλασσινού όγκου. Το υγροτοπικό σύμπλεγμα των νησιών, είναι η αφετηρία των νέων αποκαλύψεων, στο φάσμα των αποχρώσεων του μπλε. Η μεταβλητή κι αινιγματική θέαση πάντα θα συγκλονίζει την ποιήτρια, για να μεταφέρει αισθητικά πια, την εμπειρία της ως ώριμη έκφραση αποτύπωσης της αρμονίας και της τάξης ενός τόπου, που ασκεί γοητεία σε κείνους που αναζητούν το μέτρο.


Χρήστος Δημάκης/μουσική

Με πνοή αθανασίας - Δημήτρης Σαμαρτζής/απαγγελία

Οι παραλλαγές των κυματιστών ακτών
εκφράζουν το ανάγλυφο
ξετυλίγοντας τις εναλλαγές,
σαν ψυχικές διακυμάνσεις,
που εικονογραφούνται
χύνοντας
λίγο από γαλάζιο
ανανεώνοντας μαγεία …

Κι είναι
σα να βλέπω
τον Απόλλωνα
να παίζει τη λύρα του
με πνοή αθανασίας,
διεγείροντας
τους κάλυκες της ακοής
εγείροντας
την ύστατη αναπνοή …


Η Έμυ Τζωάννου με τις λέξεις της μας έδωσε το ταξίδι σε μιαν όμορφη χώρα, τη χώρα μας, "Με το βλέμμα στραμμένο στην Ελλάδα του τώρα". Αν ήταν μακρύ ή σύντομο δεν έχει καμιά σημασία. Σημασία έχει η συνέχεια του ταξιδιού που μας ανάθρεψε και μας αναθρέφει στους αιώνες, αγαπώντας την.