ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΛΑΖΑΡΟΠΟΥΛΟΣ – Αρρήτων Όψις

Το όνειρο βρισκόταν παντού, είτε σαν ταξίδι, είτε σαν τέχνη, είτε σαν άδεια σκηνή, που πρωταγωνιστές παίζουν το έργο του. Μικρά και μεγάλα άτιτλα ψηφιδωτά σεργιανούν στις σελίδες της ποιητικής συλλογής του Χρήστου Λαζαρόπουλου «Αρρήτων Όψις» που κυκλοφόρησε το 2012 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ.

Μια εσωτερική μετανάστευση στα άρρητα του δημιουργού είναι τα ποιήματά του. Μια συνομιλία που εκτείνεται έξω από προσωπικές εξομολογήσεις και ακουμπά σε όρια αφύπνισης των αισθήσεων με ενιαία στοχαστική διάθεση. Με εύφορη έμπνευση στην ιδιωτική αλλά και οντολογική κατάδυση, επιχειρεί με ασύμμετρες στροφές την συμμετρία μιας αρμονικής όσο και μουσικής απόδοσης των στίχων. Έχοντας επίγνωση της τραχύτητας της γνώσης αλλά και της μοναξιάς που υποβόσκει στα καθαρτήρια της ψυχής, λυτρωτικά επανέρχονται συνειρμοί, που θα αποστάξουν το απόσταγμα της απουσίας οποιουδήποτε περιττού, για να καταγράψει στα επίνεια της γραφής του, την λιτή και ευδιάκριτη παρουσία. Για τον ποιητή είναι μια πνευματική κατάκτηση στο ιδεατό μιας σύγχρονης κοινωνίας που η αρετή και η ηθική εκκωφαντικά απουσιάζουν.

Στη νέα του ποιητική συλλογή, ο Χρήστος Λαζαρόπουλος δοκιμάζεται αφαιρετικά στην απλότητα του λόγου, που γίνεται άμεσα ευανάγνωστη και κατανοητή. Διδάσκεται την ισονομία στους οντικούς πόλους των στίχων, με ευρύχωρα διανοίγματα, για να εισχωρεί θριαμβευτικά στον τόπο της ποίησης. Μεταπλάθει την μελαγχολία και την υφή της σε τέχνη στην υψηλή αρμοστεία της ποίησης, με ασύνορες διατάξεις στο κοσμικό σύμπαν του λόγου. Με ευθύνη καθρεφτίζει στιγμές του ουρανού του, νανουρίζοντας το όνειρο της ζωής του. Έτσι δημιουργεί μια αλάνθαστη μαθηματική εξίσωση της αλήθειας του στην ερωτική ιερουργία. Γιατί σ’ αυτά τα ποιήματα ο δημιουργός αποκαλύπτει το ερωτικό αίσθημα στη διάσταση του ανθρώπου. Άλλωστε είναι συνειδητές καταφάσεις που περιπολούν, σφυρηλατώντας αρνήσεις και μυστικά λέξη προς λέξη, στίχο το στίχο, στις υγρές στροφές των ποιημάτων. Είναι λυτρωτικά ενεργήματα που προορισμό έχουν να προβάλλουν την αιώνια αρμονία.

Φαίνονται καθαρά τα ανεξάντλητα μεταλλεία της πνευματικότητάς του, τα οποία και ανανεώνει με την ποικιλομορφία της γραφής και των νοημάτων που τροφοδοτούν την αναγκαιότητά του για έκφραση. Η κοιτασματική τους δύναμη ανανεώνει διαρκώς την πνευματική ακολουθία που υπηρετεί με στοχαστική επιμέλεια. Ανιχνεύεται η διαλεκτική σχέση με την ποίηση, η οποία με βουλητική πειθαρχία καθορίζει τα όρια που θα κινηθεί νομοτελειακά κατ’ ανάγκη, μια και ο δημιουργός, νομικός είναι και νόμους διαβάζει, καθώς αναρριχάται στις βουνοπλαγιές της ποίησης, και αναρριχώντας προς την κορυφή εξαγνίζεται. Μυσταγωγικός ο λόγος, μεταφέρεται ως αισθητή εμπειρία πλέον στις ταλαντώσεις της σύλληψης των ποιημάτων.


Τη νύχτα
που είπα
τα πιο πολλά


η σιωπή
δεν έλεγε
να σταματήσει


Ποτέ κανείς
δεν ξέρει
δεν έμαθε
ως που
Και ως πότε
εκτείνονται
οι συνέπειες των αποφάσεών του.
Και των πιο ασήμαντων.

Λαβύρινθος
εξισώσεων
η ζωή


Με διακλαδώσεις ριζών
για ό,τι κάναμε
και διακλαδώσεις κλάδων
για ό,τι δεν αποτολμήσαμε να πράξουμε


Με άκρατο δεσποτισμό, οι λέξεις του ποιητή στέκουν ορθές, στις λιτές και νηφάλιες κατακτήσεις του ποιήματος, ανιχνεύοντας μυστικά στα διάσελα του ονείρου. Μια γλυκιά ευδαιμονία στα λατομεία της μέρας, που ασκούνται από τις δοκιμασίες της νύχτας.

Υπαρκτή προτεραιότητα…
«Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς; Ή κανείς ή κι οι δυό μαζί» θα πει ο Ελύτης
«Ή θα πεθάνω άυπνος δίπλα σου ή δεν θα ξυπνήσω ποτέ» στην αναλογική αντιστοιχία του Χρήστου Λαζαρόπουλου

Έντεχνος προβληματισμός του δημιουργού, στους ρεαλιστικούς χάρτες του ερωτικού γίγνεσθαι. Διαφαίνεται καθαρά η διάνυσή του στην Σωκρατική σοφία, που πετυχαίνει να κρατά τον Έρωτα στο υψηλότερο σημείο της ισορροπίας. Για τον ποιητή, η μόνη οδός είναι η οδός της αλήθειας και της ειλικρίνειας των συναισθημάτων, κατά το «έδιζησάμην έμεωυτόν» του Ηράκλειτου, που σημαίνει: εζήτησα να βρω τον Λόγο της ουσίας μου.

 
Να ξυπνώ 

κάθε πρωί 

να νιώθω
και να παίρνω
τη ζεστασιά
των ονείρων σου.

 
Αν δεν έχεις όνειρα
μαζί
να κλείνουμε τα μάτια


να κάνουμε
να φανταζόμαστε
πως βλέπουμε
στο φως της μέρας.


Η φαντασία
στο φως
δοκιμάζεται
και εκεί μεγαλουργεί


Ή


θα πεθάνω άυπνος
δίπλα σου


ή

δεν θα ξυπνήσω ποτέ
 
για να κρατήσει
το όνειρο
να είσαι δίπλα μου


Ο ποιητής έχει επίγνωση, πως το παραμύθι βιώνεται σε μιαν άλλη διάσταση. «Συνοδοί ζωής και μετά θάνατον» θα πει ή σαν «ανέραστος άνθρωπος» ή σαν «εραστής θανάτου» .
Αυτομυθοποιεί τον πόνο στις αναλογιστικές διαστάσεις με το σύμπαν.

Ανήκει στη συμπαντική πολιτεία του «εν» και του «όλου» συντροφιά με τους αναλφάβητους του απείρου.
Ανήκει στα ηχοκύματα ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στους συντονισμούς των συχνοτήτων στην τεκνοποιία του έρωτα.

«Στην κλίμακα του αοράτου η σύλληψη» εφ’ όσον Απάτριδες ικέτες πάντα οι εραστές, προσπαθούν εναγωνίως να βρουν την αλήθεια της αντανάκλασης.


Γυμνός
από ενοχές
και στερεότυπα

 
κίνησα
με θράσος
και αγνότητα
να μπω
στην καρδιά
του ήλιου.

 
Μου έδωσες
ενθύμιο
τη χλαμύδα
του έρωτά μας.

Έτσι
γυμνός
αγνός
πυρίμαχος
γνώρισα τη μήτρα
που γέννησε
τον έρωτα


Είχες το χάρισμα
να διεισδύεις
στον χρόνο.
Είχα το χάρισμα
να επεμβαίνω
στον χώρο.

 
Αν συναντηθούμε ποτέ
ο χωροχρόνος
θα ανοίξει τα μυστικά του.

 
Εγώ
όμως
θέλω τα μαλλιά σου
σκάλα στους ουρανούς.


Θα μπορούσα να πω, πως ο Χρήστος Λαζαρόπουλος γράφει Φιλοσοφική Ποίηση ή αλλιώς ποιητική Φιλοσοφία. Με άκριτη ισότητα, αντιμετωπίζει εκείνο που είναι οριακά τέλειο, γιατί είναι οριακά σκληρό και ταυτόχρονα ακατανόητο θαύμα, επειδή ακριβώς είναι απλό. Γνωρίζει πολύ καλά το αρχαίο απόφθεγμα, «Μηδέν Άγαν», δηλαδή, ο άνθρωπος οφείλει να εξαρτά την ευδαιμονία του από τον εαυτό του, θέτοντας εαυτόν σε αμφίστομο ξίφος, σε περίοδο ακμής ενός μεγάλου έρωτα. Για να μην χαλάσει η τάξη, επεξεργαζόμενος την ιδέα της Δίκης μιας έννοιας τόσο απλής, όσο οι μετρημένες συμπεριφορές του ανθρώπου με τον άλλον, που ως πράξη ανυψώνει τον ίδιο, αλλά και την ερωτική συντροφικότητα.

Επιθυμεί και επιδιώκει την ισονομία στη σχέση. Εδώ δεν υπάρχουν περιθώρια για περικοπές και εκπτώσεις στο συναισθηματικό γίγνεσθαι, στο απαραχώρητο ισοζύγιο κοινών πλεύσεων. Στο μεταίχμιο της συγκατοίκησης θα εγκατασταθούν οι μόνιμοι κάτοικοι του οικοδομημένου παραδείσου ή η κόλαση της ανυπαρξίας, λιώνοντας τον χρόνο στις σκεπασμένες με έρωτα νύχτες.


Αμφίστομο ξίφος.
Στη μια πλευρά
το όνομά σου
στην άλλη
το δικό μου.

 
Αδιάτρητη ασπίδα.
Στην έξω πλευρά
το όνομά σου
στη μέσα
το δικό μου.

 
Το δόρυ
που με βρήκε
στην καρδιά
το βέλος
που με βρήκε
στην πλάτη


δεν πρόλαβα
να διαβάσω
τι όνομα έγραφε.


Πλησίασες
με ένστικτα φονικά

πολεμιστής
αθόρυβος
εξασκημένος

 
Έμαθες
την τέχνη του πολέμου
σε πεδία μαχών
στρωμένα
από κορμιά
και υγρά σεντόνια
 


Οι λέξεις είναι σάρκες από τη σάρκα του, με επιγραμματική διάταξη κάποιες φορές, που όμως προεκτείνονται νοηματικά, με σαφή εκφραστικά μέσα. Κρυμμένη γνώση κατοικεί στα σύνορα της μακρινής καταγωγής των ανθρώπων, με υπόγειες και αβίαστες στοχαστικές αναφορές. Σχεδόν ψιθυριστά προσεγγίζει το άπιαστο, το ονειρικό, αρχιτεκτονώντας τα ονειροδρόμια που ονειροδρομούν το δικό του όνειρο. Με περιεκτική κρίση και ελεγχόμενα συναισθήματα καταθέτει την προσωπική συναισθηματική κλίμακα, στις εξορύξεις της γραφής του. Με διαπεραστικούς ενατενισμούς, επιδιώκει την εναρμόνιση του βιωμένου του αισθήματος με κείνο του αναγνώστη, προβάλλοντας ελλειπτικά την εκφραστική του ικανότητα, στον γεωγραφικό άτλαντα της ποίησης.

Διαθλώνται λέξεις στα νοήματα που αναβλύζουν. Κατεργασμένο το λίγο, το ελάχιστο του λόγου, στη στιχοποιία του ποιήματος. Συμπυκνωμένο αναδύεται, από την ωκεάνια δοκιμασία βιωμένων γεγονότων και περιστατικών που συγκλόνισαν τη ζωή του ποιητή.
Τα ποιήματά του, είναι συναισθηματικά και φιλοσοφικά σπαράγματα, χωρίς θλίψη. Αν και συνωμοτεί με την λύπη σε γλώσσα κατανοητή, ταυτίζοντας τον τρόπο έκφρασής του, με την αλήθεια της σκέψης του Έλιοτ πως ,« Η γλώσσα της ποίησης δεν πρέπει να απέχει πολύ, από τη γλώσσα που μιλάμε και ακούμε γύρω μας», για να επικρατεί η νοηματική ισορροπία.

Με ξεκάθαρους συνειδησιακούς βηματισμούς, μετατρέπει τον δρασκελισμό σε αργό βήμα, για να καταγράψει συνδυαστικά τον συναισθηματικό λυρισμό, με την ακρίβεια ενός ορθολογιστικού ρεαλισμού, στην τοπιογραφία της ποίησης, προσδιορίζοντας όρια και γραμμές στην περιττολογία των λέξεων. Επεξεργάζεται διανοητικά τη σκέψη, προσδίνοντας την απαιτούμενη διαχρονικότητα στον χώρο και στον χρόνο.

Αν και άτιτλα τα ποιήματα, στεγάζονται κάτω από κανονιστικές φόρμες. Με συρρικνωμένη γνώση, καταλυτικά επιδρούν οι νοηματικές περιπολίες, στις αναγνωστικές ανησυχίες, ενός μυημένου στην ποιητική διαύγεια κοινού. Τα συναισθήματα αναγνωρίζονται πέρα από τους συνοικισμούς εκείνων που αγαπήθηκαν κι ακόμα πιο πέρα από την εμβέλεια της ιερουργίας, τελώντας την κοσμική αρμονία της σύζευξης. Εξαντλούνται στην υπέρβαση, δοκιμάζοντας αντοχές, αφού πρώτα προσπερνούν τα τεντωμένα έσχατα των ορίων.



Κι ας μην το καταλαβαίνουμε.
Ποτέ δεν είναι τυχαίο
το σμίξιμο δύο ανθρώπων.


Μέχρι να κατανοήσουμε
την τύχη
το μόνο αξιοπρεπές
είναι να υποκύπτουμε
γαλήνια και εκστατικά
στο σμίξιμο.
Στο κέλευσμά του.

Υπάρχουν
κι άλλες ζωές
να κατανοήσουμε την τύχη



Τις νύχτες
ανεβαίνω στα βουνά.

Σκαρφαλώνω
αγκαλιάζω
ηλεκτροφόρους πυλώνες.

Από τότε
που διάλεξες
αλλού να φέγγεις.

ΒΑΣΩ ΜΠΡΑΤΑΚΗ – Η Εποχή των Χαμένων Ποιητών

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ κυκλοφόρησε το 2012 η νέα ποιητική συλλογή της Βάσως Μπρατάκη «Η εποχή των χαμένων ποιητών»

Παράξενος τίτλος αλήθεια, για μια ποιήτρια που αναζητά το στίγμα της, σε μια εποχή ίσως χαμένη για τους ποιητές. Γιατί ακριβώς, η εποχή είναι που γεννά πολλές φορές τις εμπνεύσεις. Κι όσο πιο δύσκολη η εποχή, τόσο περισσότερο υπάρχει η ανάγκη η τέχνη του λόγου να γίνει το αποκούμπι, η ελπίδα πως μπορούμε, αν όχι να αλλάξουμε, τουλάχιστον να διατηρήσουμε την ψυχική μας ισορροπία. Η ευαισθησία που αναδύουν τα λόγια, επιμηκύνουν τις αντοχές, μας κάνουν καλύτερους, γενναιόδωρους αλλά και δυνατότερους στην αντιμετώπιση οποιασδήποτε δυσκολίας.

Η Βάσω Μπρατάκη συμμαχεί με την αλήθεια της, αλλά και με τις ιστορικές προσωπικότητες που σημάδεψαν το φιλοσοφικό της γίγνεσθαι. Έτσι τα ποιήματά της αναδύουν μια γνήσια αισθητική απόλαυση.

Έχοντας παρακολουθήσει από την αρχή την πορεία της στο χώρο της ποίησης, διακρίνω μια μεστή και ώριμη γραφή, στην απεικόνιση των σχημάτων. Είναι εικαστικά ανοίγματα, εξ αιτίας και της ενασχόλησής της με την ζωγραφική. Σηματοδοτεί έτσι μια ιδιόμορφη γραφή, κατοχυρώνοντας το προσωπικό της ύφος στην γεωγραφία της ποίησης. Υπερρεαλισμός αλλά και διακριτικός λυρισμός διηγούνται σπαράγματα ψυχής στις αποχρώσεις των εικονοποιημάτων. Αναβλύζουν αισθητική συγκίνηση με ισόποσες δόσεις στις εμπνεύσεις και στις εξάρσεις του ονειρεμένου ταξιδιού που ακολουθεί. Υπάρχει ένα μέτρο και μια χαλιναγώγηση στο όραμα που ξετυλίγει την δική της αφύπνιση, αφουγκραζόμενη τη σιωπή.

Σμιλεύει λέξεις σε ερωτικά τοπία, συγκρατώντας μια γήινη τρυφερότητα με λιτές αποχρώσεις και αναστοχαστική διάθεση.
Στην ιστορική πραγματεία ανακαλύπτει τους συσχετισμούς και την αντίστιξη με το σήμερα. Μεταδοτά νοήματα από εσωτερικές προεκτάσεις εκτείνονται σε οραματικά πεδία αφήγησης. Διάχυτη η επιβλητική απουσία αλλά και μια παρουσία που συμπαρασύρει τον αναγνώστη στο ιδεατό του υπαρκτού ερωτισμού με υψηλό συναισθηματικό επίπεδο.


ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ

Τα λόγια μας θα σκοτώσει η μελλοντική σιωπή
την στιγμή που θα απλώνουν οι γλάροι
την γαλάζια σιωπή τους πάνω από το κύμα
μια φεγγερή σιωπή όμοια με το ανάλαφρο πέταγμά τους,
και εσύ θα δείχνεις ολοένα στον καθρέφτη
την ίδια απορία για τα περασμένα
που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη
και για τα μελλούμενα
αίνιγμα που θα πρωτανοίξει η αυριανή μας ημέρα.

Έπεσε και η τελευταία βροχή
και όμως στα χείλη σου πάντα η ίδια δίψα
από το ερωτικό πλάγιασμα μιας μακρινής νύχτας
σε κάμαρες που έβλεπαν στην θάλασσα
στις κάμαρες όπου πλαγιάσαμε εγώ και εσύ
μυστικοί εραστές μέσα στη νύχτα


Χρόνος και μνήμη υπηρετούν πλούσιες και πολυπρισματικές αποστάσεις, στην αφηγηματογραφία της σύνθεσης. Γυμνάζεται ή να το θέσω πιο σωστά, εκπαιδεύεται στην συμβολική γραφή με γλώσσα ποιητική στη συμπαντική τοπιογραφία της ποίησης. Στερεωμένοι όγκοι χαρτογραφούνται στην υφή του υπεδάφους των συνειρμών, με μυητική διάθεση. Τα ποιητικά οικοδομήματα μεταγγίζουν συγκίνηση στον αναγνώστη. Μακρινοί απόηχοι, άλλοτε φανεροί κι άλλοτε κρυφοί της Σαπφώς και άλλων μεγάλων ποιητών διατυμπανίζουν την ποιητική της διαδρομή σε αναγνώσεις που σημάδεψαν την πορεία της .

Η Βάσω Μπρατάκη καταπολεμά την άγνοια με άμεσες επεμβάσεις αναζήτησης και μάθησης της ιστορικής πραγματικότητας. Δωρική και φιλοσοφική αυτάρκεια στις διακλαδώσεις μιας ομολογούμενης πληρότητας σε στίχους. Διυλίζει λέξη τη λέξη, για να αποδώσει το κομψοτέχνημα της έμπνευσης. Αθροίζει την ακολουθία στα περιγραφικά σχήματα της πλαστικότητας του μύθου και του ονείρου, διατηρώντας ισορροπίες. Ευρηματική η θεματολογία εισχωρεί στα άδυτα του ανέγγιχτου, αγγίζοντας το άυλο που αποκτά ύλη στις διαδρομές του ποιητικού λόγου, αγρυπνώντας. Το ασύμπτωτο γίνεται συμπτωματικό στην ευάλωτη ερωτική διεργασία.


Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Βρέχει σιωπή στα όνειρά μου
Πώς κλαίνε σιωπηλά οι νύχτες σου;
Αυτές που ζήσαμε ,εγώ και εσύ
εραστές στον τροπικό του Αιγόκερου.
ξεψυχισμένοι άγγελοι
τα καλοκαίρια που μας άφησαν πίσω,
και απόμειναν οι αγάπες μας
σαν τα ψάρια να σπαρταρούνε
στα σκοτεινά κοράλλια της μνήμης
όταν ο ήλιος έδυε σιωπηλά
προς τα εκεί που έφευγε το πυρόξανθο
αγόρι

Και εσύ να μου ψιθυρίζεις τρυφερά
φέροντας στην κόμη φύλλα χρυσαφιά
σαν το αγόρι που δεν μεγάλωσε ποτέ του
από τον κύκλο των χαμένων ποιητών
πως το φθινόπωρο είναι η εποχή του.


Η ποιήτρια ξυπνά… με λέξεις, παρασυρμένη από τον ενθουσιώδη λεκτικό τους προορισμό, διατηρώντας μια σταθερή ποιητική παρουσία στο χώρο. Συναισθηματικά φορτισμένα λόγια υπόσχονται να συγκινήσουν και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη. Φιλοσοφικοί πυρήνες γεννούν στοχασμό που προβληματίζει θετικά και ευανάγνωστα. Αισθαντικές εξάρσεις συνθέτουν την ποικιλομορφία της γραφής της. Με εύκαμπτη και ανεπιτήδευτη γλώσσα εξιστορεί στοχαστικές αναφλέξεις - βραδυφλεγείς στον πυρήνα της φλόγας.


ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ

Έφυγες χωρίς να πεις τίποτε
για το μυστικό που έκρυβαν τα αγάλματα.
Οι αμυγδαλιές που μου υποσχέθηκες
δεν άπλωσαν κλαδιά παρά μονάχα
στα λευκά όνειρα που νύχτωσαν
παραφυλώντας στον ύπνο των κύκνων.
Γέρασες καλέ μου, αναζητώντας φτερά
μέσα στο δροσερό τραγούδι της θάλασσας.

Αλήθεια πόσο γαλανό είναι το πέταγμα των γλάρων,
και όμως δεν έπαψες να ξεθάβεις τον πόνο
σκοντάφτοντας στην γνώριμη σκληράδα των βράχων
παρόλο που το νιώθεις βαθειά μέσα σου
πως ο ήλιος γερνά μαδώντας τα ίδια χρυσάνθεμα.

Αδελφέ μου τι μπορούμε να κάνουμε;
Τα πουλιά ωριμάζουν μέσα στο ίδιο τους το πέταγμα...


Είναι φορές που ακούς τον λυγμό στις στιχουργικές και αυτόνομες ριπές στις στροφές των ποιημάτων. Το παρελθόν και το μέλλον αλλά και το ρευστοποιημένο παρόν, εναλλάσσονται με ευαισθησία στον κύκλο της «εποχής των χαμένων ποιητών». Υπάρχει μια γλωσσική αρμονία στη λυρική λογική της ποιητικής μα και τρυφερής λιτότητας. Με ανεπιτήδευτη υποβολή ιχνογραφεί υπέρμαχους κραδασμούς, οργανώνοντας το κοινωνικό συναίσθημα που η ανθρώπινη ψυχή περίτεχνα και αρχιτεκτονικά οικοδομεί.


ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Και εσύ έρωτα
εκατόφυλλο πορφυρό μου ρόδο
που γεννήθηκες μέσα από τις φλόγες ,
σαν έκαιγαν οι άπιστοι
μια νύχτα δίχως σελήνη
την Άγια Τράπεζα
όπου φύλαγαν οι θνητοί
τα μυστικά της καρδιάς τους ,
γίνε το κάλεσμα της μούσας
και η ηχώ που ταξιδεύει
στα άηχα μονοπάτια της σιωπής μου,
όταν ο σκοτεινός καβαλάρης
θα καλπάζει στην πολιτεία των άστρων
και το αίμα πέταλα φωτιάς θα σκορπά
στις φλέβες του φεγγαριού
την άγια εκείνη στιγμή
που η μια ψυχή ψάχνει την άλλη
την ώρα που ρέει ο πόθος
σαν κρασί σε χρυσοκέντητο βενετσιάνικο
ποτήρι.

ΝΙΚΟΣ Π. ΚΑΡΥΔΗΣ / ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - Εσπερινή Συνάντηση

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ από την Σοφία Στρέζου στο "έναστρον" 10-11-2012

Για έναν άγγελο (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο

Αναμνήσεις που έγιναν παρόν, έγιναν μέλλον… Έτσι ονόμασα τούτη την «Εσπερινή Συνάντηση» των Νίκο Π.Καρύδη και Μίνας Παπανικολάου.

Ο Νίκος Π.Καρύδης και η Μίνα Παπανικολάου, είναι δύο ποιητές που συναντώνται στο χωροχρόνο, καθώς αυτός αφορά, το παρόν και το μέλλον της ποιητικής τους διαδρομής. Αν και έζησαν πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον και σε διαφορετικές εποχές, κάποιο σύμπαν παράλληλο, τους έφερε πολύ κοντά. Αναδεικνύεται έτσι, πως οι εκλεκτικές συγγένειες υπάρχουν και μετά τον θάνατο. Ίσως κάποια Νευτώνεια μηχανική τους επέστρεψε να βρεθούν ως συνταξιδιώτες στο ταξίδι, που αρχινά σελίδα-σελίδα σε τούτο το βιβλίο. Ορατές οι αλληλένδετες δράσεις στις εξισώσεις της αιωνιότητας, με ελεγχόμενες αλυσιδωτές αντιδράσεις στη γεωγραφία της ποίησης. Για να αποδεικνύεται το εφικτό που γίνεται Λόγος, υψώνοντας μια ηθική διαλόγου με τα ευγενέστερα των κινήτρων, στο μεταίχμιο της ύπαρξης και ανυπαρξίας του ποιητή.

Με Θαυμασμό και άκρατη επιθυμία η Μίνα Παπανικολάου, μετατρέπει την ανάγνωση των ποιημάτων του Νίκου Π.Καρύδη σε ενέργεια, που πυροδοτεί την δική της γραφή σε μια κοινή δημιουργία. Η σιωπή γίνεται φωνή κι ένα τεντωμένο χέρι καλεί ένα αόρατο χέρι από το σκοτάδι στο φως. Για να σμίξουν οι γραφές σε σκιερά περάσματα, με την υπόσχεση, πως δεν θα μείνουν αμίλητα τα χείλη στην ακίνητη όψη. Για να ξετυλιχθεί σιγανά-σιγανά η εξομολόγηση των βουβών ίσκιων στους μαιάνδρους του χρόνου, αναπολώντας μια μυστική νοσταλγία στη μυθοποιία των στίχων. Κάποιας φθαρτής μοίρας απόγονοι κληροδοτούν ψιθύρους στη μεταφυσική μνημοσύνη του σύμπαντος, αποσπασμένοι από το γήινο βάρος.

Κρυμμένες γραφές, διπλωμένες, κρύες, σχεδόν παγωμένες, περιμένουν ένα στόμα να τινάξει τη σκόνη του χρόνου, ένα χέρι ν’ απλώσει τα δάχτυλα, για ν’ αγγίξουν σιωπές φυλαγμένες στο συρτάρι του πόνου. Κάποιον άγνωστο περιμένουν να τις πάρει αγκαλιά, για να τις ζεστάνει με την ανάσα του. Να πατήσει στα βήματά τους και μετά ν’ ακολουθήσουν τον δικό του βηματισμό στο παρόν και στο μέλλον, στο φως της επόμενης μέρας που θα στάξει… ποιήματα. Κι όταν η σκέψη ενωθεί, θα μιλήσουν τα λόγια, στις κρυφές κι απάνεμες συναντήσεις δημιουργών, που ποτέ δεν γνωρίστηκαν κι όμως γνωρίζονται θαρρείς από χρόνια παλιά κι ακόμα πιο παλιά, στις επιστροφές του χρόνου. Γιατί οι ψυχές συναντώνται σε λιμάνια που δακρύζουν αιώνιες απουσίες.

Σπαρταρούν στην πρώτη χαραμάδα, την στιγμή που έλκει την πρώτη ακτίνα, καθώς εισχωρεί στα κύτταρα, στα πλημμυρισμένα όνειρα της νοσταλγίας. Τώρα άσπρο πανί ανοίγεται, για όμορφες πλεύσεις σε ανεξερεύνητες θάλασσες, στην αθανασία των στίχων, που φέρνει η γενναιοδωρία. Μεταφυσικές λιτανείες στις ακρώρειες του λόγου. Λυγμών παρενέργειες που κάποια στιγμή σίγησαν, μα τώρα εποικούνται με αυτόχειρες συνευρέσεις σε πικρές απουσίες. Συνθέτουν ανταμώσεις, που δεν θα διαβαστούν ποτέ από εκείνον, που για πάντα σίγησε. Αποκοιμήθηκε, κρατώντας στα βλέφαρα το αιώνιο φιλί του αποχωρισμού. Έμεινε το βάρος ασήκωτο, στους ώμους των δακρύων Εκείνης, που γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά της α-λήθης. Σε κομμάτια χαρτιού με γραφίδα τη σκέψη και μελάνι το αίμα του πόνου, γράφεται η απουσία σε κόσμους άχρονους.

Ποια ανάγκη και ποια μοίρα ορίζει ταξίδια χωρισμού να υψώνουν ανταμώσεις; Ποιος ανολοκλήρωτος δρόμος προστάζει να περπατηθεί με βηματισμούς λέξεων στο επέκεινα του θανάτου;

Σ’ αυτό το επέκεινα συναντά η ποιήτρια Μίνα Παπανικολάου τον ποιητή Νίκο.Π Καρύδη, για να αναγεννηθούν τα ποιήματα Εκείνου, από το συρτάρι του χρόνου, που θα γεννήσουν τα δικά της ποιήματα, στις σελίδες του βιβλίου που σήμερα παρουσιάζεται, επιθυμώντας την προσοχή όλων μας.

Οι συνεδρίες αρχίζουν με εικόνες και λόγια, αντανακλώντας συναισθήματα στη μυστηριακή συναγωγή ψυχών κατά την αναπόληση και το πάγωμα του χρόνου. Στις προσεγγίσεις των ονειροσυνάξεων συνειρμοί κατακλύζουν αισθήσεις, δίνοντας σχήματα κανονιστικών μορφών απόκρυφων χειρογράφων, που άστρα φωτεινά φύλαξαν. Υπερνικούν το θνητό, το αόρατο κι οδηγούνται στον πυρήνα του πεπερασμένου. Το πνεύμα δημιουργεί μια υπό όρους φυσική και πραγματική νοσταλγία ισοδύναμη με το αιώνιο και το άπειρο, μιλώντας λυρικά και με αναστοχαστική διάθεση καθώς συμμετέχει σε μια μεταφυσική παράσταση που θα γραφτούν τα ποιήματα. Θεμελιώνεται έτσι η διαλεκτική που λυτρώνει το αμετάθετο, στις ενσωματώσεις του θανάτου.


Γιώργος Βουζουλίδης - απαγγελία
Πήρα ένα κομμάτι - Νίκος Π.Καρύδης

Πήρα ένα κομμάτι χαρτί.
Άρχισα να γράφω την ιστορία
Γραφίδα η σκέψη σου,
μελάνι το αίμα μου,
έμπνευση ο πόνος μου-
Πήρα ένα κομμάτι ψυχή.
Άρχισα να γράφω την ιστορία μας-
Άρχισα.
Μα ποτέ δεν τελειώνω.

Φάνυ Πολέμη - απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Τίποτα δεν μαρτυρούσε
την αρχή της κουβέντας μας.
Εσύ να μιλάς
κι εγώ να ακουμπώ
στο μπράτσο της πολυθρόνας σου,
κρεμασμένη από λόγια
που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν.
Ονειροσύναξη είναι ετούτη ;
Και αν είναι έτσι,
ποιος είσαι εσύ και ποια εγώ,
που ανοίγω σε θύμηση αβρή, παραθύρι;

Συναντηθήκαμε
στην άκρη των καιρών
στις εγκοπές των σιωπών,
κινήσαμε για ταξίδι αστρικό, ξεφύγαμε
και νάμαστε…
Απέναντι και Αληθινοί.

Η εσπερινή ώρα είναι η καλύτερη
για λόγια θρυλικά που αναμετρώνται,
σαν από πάντα
που ο άχρονος κόσμος μας,
άχρονα στην ψυχή μας κοιμάται...


Δεν είμαι άλλος (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο


Ήρθε ο καιρός να κοιμηθούν τα ακοίμητα όνειρα στην υδρόγειο αγκαλιά απρόβλεπτου ύπνου. Να παραμεριστούν τα πέπλα της αβίωτης νοσταλγίας. Να τερματισθεί η οδύνη στους ατερμάτιστους προορισμούς της λύπης κι οι ένοχες σιωπές να μιλήσουν. Για να σφραγιστούν τα λόγια, στα άδυτα της συνένωσης, εκεί που τα σεντόνια μυρίζουν γιασεμιά και καληνύχτα, με λυγισμένα τα μάτια. Βραδιάζει στα βλέφαρα η ηχώ της θυσίας, διαλύοντας την ψευδαίσθηση μιας διαλεκτικής με την απουσία, ανάβοντας κερί στην παρουσία. Προδομένη μακαριότητα περπατημένη λέξη-λέξη στις ατελέσφορες συναντήσεις.

Είναι ψυχές που δακρύζουν, ανασαίνοντας προσδοκίες, σαν ανάβουν τη φλόγα σε νεκρά ηφαίστεια. Γιατί Λόγος είναι ο λόγος που υπαινικτικά αναβιώνει στα σβησμένα καντήλια ανάμνησης μακρινής κι απροσδιόριστης. Ταγμένες κι άφατες υποσχέσεις που πρέπει να τηρηθούν, για να στηρίξουν τα φτερουγίσματα στο άπειρο των μεγάλων επιθυμιών και να πλέει ασφαλής η αιωνιότητα με περιούσιους ύμνους. Αχειροποίητα λόγια και αφές συνοδεύουν σκέψεις θνητές, στα παρένθετα μονοπάτια της ποίησης, με λυτρωτικούς πόντους στα πολυπόθητα ταξίδια της μέθεξης.

Με απέλπιδες χειρονομίες τα μελάνια θα γράφουν λέξεις σε αδιέξοδους πόθους, ανανεώνοντας το ταξίδι για τον παράδεισο.Εκεί κατοικεί μια αιώρηση που ποτέ δάχτυλα δεν άγγιξαν το απλησίαστο του θανάτου. Νύχτες και νύχτες, ασχημάτιστες συναντήσεις έπαιρναν σχήμα με λυτρωτικές ανταμώσεις στα ικριώματα του λόγου.


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Θυσία ΙΙ - Νίκος Π. Καρύδης

..Θυσία ζητώντας να κάνεις
στον πανάρχαιο μπροστά ναό
λαμπάδες άσβηστες στο τραγούδι του υμεναίου
να στέκονται
σαν η τελετή της παρθενιάς
της φλόγας το πύρωμα
του κόρφου το ανάσασμα
τάπλεξες τα χέρια σου στο λαιμό μου και είπες:
των χεριών το ικετευτικό περίπλεγμα
χαράζει στη σάρκα
το αιώνιο σημάδι της ζωής
που δίνει το φύλλωμα
και τελειώνει με θάνατο..

Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Ποιός σκορπά την ανέλπιδη χαρά;
Και ποιός σκορπίζεται;
Ικεσία χαρούμενη
συνθέτει τραγούδι αγάπης
κι ας συναντά στα μάτια σου,
Ζωή και Θάνατο.


Θεάται το αμίλητο που μιλά έρημο κι απογυμνωμένο στην προσωπική ρομαντική μυθολογία του, εξηγώντας το ανεξήγητο. Συμπυκνώνει το υπαρξιακό άγχος καθώς δοκιμάζεται από την απουσία του ιδανικού. Μια κοσμική πραγματικότητα του επιτρέπει ακόμα να μιλά στους υπνωτισμούς της αθωότητας.

Στα ιζήματα αστρικού σώματος «Διαμαντένιο στέμμα αθάνατο» θα φορεθεί, απαλύνοντας πόνους μετέωρης φυγής. Για να επαληθευθεί η αναμονή στις επωάσεις των θραυσμάτων. Κανένα τέλος, καμιά συντριβή δεν θα αποτρέψει στην ποίηση να αναιρέσει την ματαιότητα της ζωής. Απαράβατη ηθική να μείνει εκεί, έχοντας επίγνωση του αναπόφευκτου πόνου, καταθέτοντας τρυφερότητα στο αβίωτο. Πουθενά δεν τελειώνει ο κόσμος παρά μόνον εάν πληρωθούν τα ανεκπλήρωτα υποσχέσεων στη βεβαιότητα μιας αμετάθετης νοσταλγίας στο άχρονο του χρόνου.


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Όταν φύγεις - Νίκος Π.Καρύδης

Όταν φύγεις..
μην το πεις.
Φύγε μόνο.

Η αίσθηση θα μου πει,
τι γυρεύεις και
φεύγεις.

Ο πόνος θα γιορτάσει..
και πόνος διπλός θα γενεί,
η ζωή μου,
η άδεια και κρύα.


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Διαμαντένιο μου στέμμα αθάνατο
ζωγραφιά ανεξίτηλης φλόγας.

Ποιός δρόμος θα φέρει
σκιά στα θλιμμένα μου βήματα;

Πού δροσιά,
για τ' ακοίμητα όνειρα;

Ποιός καημός δριμύτερος,
απ' τον καημό της απουσίας σου;

Όρκος βουβός.
Δεν θα φύγω.

Αιωρούμενα ψήγματα σε πορείες θλίψης, με λιτανείες ψυχών σε δεήσεις πόνου. Ματωμένα δάχτυλα χτίζουν βασίλεια εκεί που δεν στεριώνουν θάνατοι. Ασύνορες συμφωνίες σε αγέννητες φυγές, αγαπούν δίχως σώμα πληγές αγιάτρευτες, στην ανατίναξη του απείρου. Για να αναστηθούν θαύματα σε τετράδια φωτιάς στην ακολουθία φαντασμάτων μέσα σε στίχους, στοιχειώνοντας συνειδήσεις, με απόρρητες λέξεις.

Ένας άντρας και μια γυναίκα σαράντα χρόνια μετά συναντώνται, με νεκρικές πομπές, στις δεήσεις άφατου πόνου. Για να αποκατασταθεί εκείνη η συμπαντική ισορροπία στην αταξία του χάους, νικώντας τον θάνατο του θανάτου με στίχους. Για να γονιμοποιηθεί το ποίημα, γράφοντας το άγραφτο μιας σιωπής στη λάμψη ενός ακατάληπτου πεπρωμένου. Και τότε να μπορέσει να φωτισθεί και να λάμψει το αόρατο στους σκοτεινούς λαβύρινθους ψυχών που για χρόνια κουβάλαγαν ασχημάτιστα είδωλα, σε άγνωστους ουρανούς.


Γιώργος Βουζουλίδης - απαγγελία
Ω! γυναίκα εσύ - Νίκος Π.Καρύδης

Ω! γυναίκα εσύ, που ήρθες στερνά
στην άχαρη ζωή μου
όπως μια δειλή ηλιαχτίδα το δείλι
ύστερα από μέρα βροχερή, σκοτεινιασμένη.

Νεκρικές πομπές
βουβές της ψυχής μου λιτανείες
σε δεχτήκανε οδηγήτρα
στην μεγάλη δέηση του πόνου
των λίγων αστεριών, του χειμώνα μου.

Ήρθες αργά,
μα έπρεπε κάποτε η λιτανεία να γίνει
ηλιαχτίδα να παίξει
τ’ αστέρια να λάμψουν
ο πόνος να βασιλέψει..

Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Έχτισα ολόφωτο βασίλειο να κατοικήσεις.
Μάτωσαν τα δάχτυλα
μέχρι ν’ αλλάξουν οι πορείες της θλίψης.

Εκεί που ο χρόνος υφαίνει νέες ζωές
δεν στεριώνουν θάνατοι.

Δως μου το χέρι σου
για ν’ ανασταίνονται… Θαύματα.


Η μπαλάντα του ουρί (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο


Δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύ, πιο βαθύ, πιο μεγάλο από το απλησίαστο της αγάπης. Την προσήλωση στο εφικτό με συναισθηματικές εξαρτήσεις στο ανέφικτο. Είναι οι σκιές που ζητούν την κάθαρση με ασκήσεις στη μακρινή κι απροσδιόριστη μνήμη, διασχίζοντας κάθετα αποστάσεις. Σε αστρικά πεδία περιπλανώνται, με την ψευδαίσθηση της παρουσίας στα χείλη.

Εξόριστοι εγκληματούν με απύθμενη δίψα ψυχής, την απώλεια γεύσης ενός παραδείσου στο μακρόχρονο της αοριστίας, ενός προσχήματος στην αυταπάτη. Ψηλαφούν εκμαγεία απουσίας για να σχηματισθεί το αδαμάντινο κόσμημα της ολότητας, ρέοντας από τις πληγές της αγάπης άχραντο μύρο. Αναμοχλεύεται ένα παρελθόν πολύ μακρινό, βυθίζοντας ανελέητα το μαχαίρι της νοσταλγίας στην επαλήθευση της οδύνης αβάσταχτου αποχωρισμού στους θρυμματισμούς της θνητότητας.


Γιώργος Βουζουλίδης - απαγγελία
Έγκλημα - Νίκος Π.Καρύδης
Τίποτε άλλο δεν έπραξα
από το να σκέφτομαι την ουσία μου-
Τίποτα δεν αγάπησα πιότερο
απ' το δάκρυ των μικρών παιδιών

Βαρύ το αμάρτημα που πίστεψα
στην πρωϊνή δροσοσταλίδα..
Θάνατος η μαχαιριά του ματιού μου
στην ακινησία του Αυγούστου..

Κι όλα τούτα, γιατί την αγάπη μου
τη βρήκαν λέει περιττή κι ανούσια.
Και τη σκότωσαν κοιμισμένη
στη βρύση του ματιού μου...


Φάνυ Πολέμη- απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Θα ανατείλει ξανά
στα μάτια μου
η θάλασσα
των ανέμελων ονείρων.

Εκεί που τ’ άστρα
δεν φοβούνται
τη νύχτα τους..

Χθες γέλασα,
τόσο ακριβώς όσο χρειάστηκε
να δακρύσω..

Μη μιλάς
για κείνα που πέθαναν, είπαν..
Ήταν, λέει, ανούσιες
οι ραγισματιές στον τοίχο..
Και κακώς διατήρησα
τη φθαρμένη ταπετσαρία
με περισσή φροντίδα…

Πως αλλιώς,
αφού έχει κρατήσει
τόσο καλά το άρωμά σου..

Θα το δεις…
Πάλι αύριο θα χαμογελάμε
καθώς θα αγγίζουμε τις πληγές
και θα ρέει
της αγάπης άχραντο μύρο..

Δως μου το χέρι σου..


Όλα τα αλλόκοτα κατοικούν στην αιώνια φλέβα των δισταγμών και των απρόσιτων προορισμών στο επέκεινα. Χαρτογραφείται το αίνιγμα της αθανασίας, ακολουθώντας κατευθύνσεις πόθου σε αδιέξοδα. Ευαισθησίες συμπίπτουν και πόθοι συντονίζονται, αρνούμενοι μορφασμούς θανάτου στη ροή της ζωής. Γιατί οι Θεοί δεν μένουν πια εδώ κι ας θυσιάζονται εμπνευσμένοι στίχοι στο βωμό της πανάκειας. Προτιμούν να υποταχτούν στο απλησίαστο όνειρο παρά να υποταχθεί η αξιοπρέπεια και οι αρχές που την δόμησαν για να μπορεί να μείνει αλώβητη η προέλευση του ονείρου.


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Παράξενος άνθρωπος - Νίκος Π.Καρύδης
Ένας παράξενος άνθρωπος
την πόρτα μου χτύπησε
κι ένας αλλόκοτος κόσμος στα σπλάχνα μου ξύπνησε.
Μπροστά στα κατάπληχτα μάτια μου
Ορθωνόταν το ΠΑΝ.

Την αγάπη μου ζήτησα
μα η φωνή μου τρεμάμενη
ήρθε πίσω και μου ’πε
πως φοβάται το θάνατο.

Κι ανατρίχιασα νιώθοντας
πως θα μ’ άφηνε μόνο.

Στους γειτόνους μου έτρεξα
να πιστέψουν τους ζήτησα
μα κι εκείνοι με κοίταξαν
μ’ απορία και φόβο
και μ’ απάντησαν κλαίγοντας
-Αγαπάμε τον ήλιο!

Στο θεό μου γονάτισα
Και βοήθεια του ζήτησα
Μα δε μου ’στειλε τίποτα
πλήν απ’ ένα πουλάκι
που πετώντας τραγούδησε:
-Ιδές τι όμορφη μέρα!

Κι ο παράξενος άνθρωπος απ’ την πόρτα μου έφυγε
κι ούτε πια με θυμάται.
Κι ο αλλόκοτος κόσμος που στα σπλάχνα μου ξύπνησε
στην ψυχή μου κοιμάται..


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Τρομαγμένος κι Εσύ,
κλεισμένος σε σκαρί αταξίδευτο
με τους διαβάτες γύρω μας
γνωστοί κι αδιάφοροι
αμετανόητα να κοιτούν…

Ματαιοπονείς ακόμη στον ανολοκλήρωτο δρόμο μας.
Διαβάζεις μισοτελειωμένους στίχους
Ανασκαλεύεις μνήμες κι όνειρα,
Νοσταλγείς Θεούς κι επαναστάτες ήλιους.

Άραγε;
Δεν κατοικούν όλοι τους στη αιώνια φλέβα μας;
Δεν ανταμώνουν σε κάθε μας αντάμωση;
Κι ο αλλόκοτος κόσμος τους,
μη δεν είναι και δικός μας;

Στην πόρτα μας…
Άκου!
Χτυπήματα γλάρων
θρηνούν τα χαμένα φτερά τους

Αέναοι κύκλοι αετών
γύρω απ’ τις αναπνοές των νιογέννητων θρύλων τους.
Άκου!
Ψίθυροι αερικών που καταργούν τα σύνορα του νου.
Είναι το Παν!
Στην ψυχή μας κοιμάται.
ο αλλόκοτος κόσμος μας.

Έβδομος φόβος (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο

Όταν οι φόβοι μαχαίρια αστραφτερά μπήγονται στη ψυχή, το αίμα ραντίζει τη ρίζα που ευλογεί τον καρπό. Η λάμψη υπακούει στην άρνηση, υπερασπιζόμενη μια άλλη λάμψη, εκείνου του απείρου. Για να μην φιληθεί ποτέ από στόμα η λησμονιά και να μείνουν πιστοί οι όρκοι που δόθηκαν σε μάτια που λάμπουν. Κι ας πέθαναν. Κι ας έμειναν ακρωτηριασμένα, ματωμένα τα δάκρυα που λαμπύριζαν μιαν αβάσταχτη μελαγχολία.

Δύσκολη η πίκρα… «να με θυμάσαι»… σαν αστραπή στη βροχή εσπερινών λυγμών την ώρα που το σκοτάδι καρφώνεται από τον κεραυνό της λύπης. «Να με θυμάσαι»… όπως δεν ζήσαμε, ή μήπως ζήσαμε τότε που ήμουν φεγγάρι και φώτιζα τις νύχτες σου. Μη! Μη βλέπεις τον φόβο του θανάτου, κράτα τη σοφία του φόβου που οδηγεί στο Μεγάλο αστέρι και στη λάμψη του σμίγουν ψυχές από χρόνια πολλά χωρισμένες στις προστακτικές της ικεσίας.

Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Φόβος - Νίκος Π.Καρύδης

Μη, φτάνει πια, δεν τα μπορώ άλλο
Τα μάτια σου, να ερευνούν την μελαγχολία μου
Να μπήγονται μαχαίρια στης ψυχής μου τη σκέψη
Να με σκιάζουν με τη θανατερή τους γυαλάδα

Μη, κάρφωσέ τα στο άπειρο, φώτισε τα σκότη
Ανάστησε τους βρικόλακες της άρνησης
Ζέστανε τα νεκρά αστέρια
Κυλίσου, απλώσου, αγκάλιασε τον άπειρο κόσμο
Γίνε πνεύμα, λάμψη, θάμπος, μέγα αστέρι
Εκεί θα συναντηθεί η ατονία μου με τη λάμψη σου...


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Εσύ ορίζεις
τα έσχατα και τα πρώτα…

Εσύ καταργείς
το φόβο και το θάνατο..

Εσύ,
το κλαδί που γεννά την υπόσχεση
κι η ρίζα που ευλογεί τον καρπό.

Κι εγώ
θα ορκίζομαι
-φως των ματιών μου-
στα μάτια σου
να λάμψω
σαν λάμψεις

Εσύ…

Που πάνε οι ήχοι; Που ιερουργούν; Που ενσωματώνονται; Ντύνουν τον άνεμο με ένδυμα αυτογνωσίας, επιθυμώντας να εγκλωβιστούν στη φυλακή της ελευθερίας τους. Μελιστάλαχτες νότες συντηρούν μουσικές, αποτρέποντας την αποσύνθεση. Σχοινοβασία ευλύγιστων χορδών στο σχοινί άϋλων αιωρήσεων στο κενό του απείρου.

Συγχορδία ακροβατών με πτήσεις αυτοπροσφοράς. Μελλοντικό ιντερλούδιο στις δεσποτικές απουσίες, γίνεται ο συνδετικός ιστός στη δυφωνική σύνθεση. Γίνεται η κλίμακα που χωρίζει τη φυσική απόσταση από το επέκεινα αν και μεταποιείται σε προσωπική σχέση με το άγνωστο. Αλληγορικοί στροβιλισμοί πάνω σε στίχους μεταφράζουν την διαλεκτική φωνών που εξακολουθούν να μιλάνε στο κενό και πέρα από το μυστήριο του θανάτου.


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Δεν είμαι - Νίκος Π.Καρύδης

Δεν είμαι σε απαλά αρπίσματα
της μελίφθογγης κιθάρας εγώ.

Ούτε στο συσπασμένο πρόσωπο
που ο ήχος παραλλάζει
αναγκάζοντάς το να τραγουδήσει..

Δεν είμαι εγώ στον καθρέφτη μπροστά
με το προσποιητό χαμόγελο..

Ούτε στο γέλιο που βγαίνει μόνο
από χείλη δυσκολογέλαστα..

Δεν είμαι εκεί
αλλού κάπου έχω αφήσει τον εαυτό μου.
Ίσως σε ένα όνειρο εφηβείας
ανεκπλήρωτο..

Ίσως σε κάποια αποσύνθεση
που δεν θυμάμαι πότε άρχισε...


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Είμαι,
η λεπίδα που πάνω της
ακροβατείς στίχους..

Είμαι…
ο θυμός
ο δραπέτης λυγμός
η νύχτα του ρόδου
η πληγή της αλήθειας..

Μόνο αν κλείσεις τα μάτια σου,
αν ματώσεις στις νότες,
αν στραγγίξεις το αίμα της καρδιάς σου,
αν αγκαλιάσεις το αδικοχαμένο δάκρυ,
αν σβήσεις μονοκοντυλιά την απόγνωση.
Θα δεις…

Τίποτα…
Τίποτα δεν έμεινε να πω,
αν οι ακροβασίες μου
βρήκαν αποδέκτη μόνο ένα σκοινί.

Αερικό (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο

«Προσπαθώ να γράψω κάτι… γιατί δεν μ’ αφήνεις να γράψω», ρωτάει ο ποιητής.

«Η επιμονή μου πληγώνει… Που μ’ αφήνεις», ρωτάει η ποιήτρια.

Μια χούφτα γεμάτη γραμμές που τέμνονται και συναντώνται ίχνη στην ίδια κλεψύδρα σαν καταπίνει ανθρώπινους κόκκους στο ανελέητο μέτρημα του χρόνου. Μια χούφτα στάχτη που φύλαξε λίγο κάρβουνο για εποχές αναζωπύρωσης μιας φωτιάς με διψασμένες για άναμμα φλόγες.

Η μια σκέψη πληγώνει και η άλλη μια ανιχνεύει, για να ταυτιστούν τα αποτυπώματα στους στίχους που παράγουν ποιητικά συναισθήματα. Ενδεχόμενα προσαράζουν στις ακτές της ποίησης, κλυδωνίζοντας την στοχαστική διάθεση των ποιητών. Εξαντλητικές ανάσες ανατρέχουν στην τέχνη για να βρουν το μυστικό που ταλανίζει ψυχές παράλληλων βίων στο άχρονο του χρόνου. «Όλα συνταιριάζονται κι όλα αναλύονται», στις συστοιχήσεις της ανταλλαγής και της εναρμόνισης με το αίμα που με αίμα ανταλλάσσεται.


Γιώργος Βουζουλίδης - απαγγελία
Προσπαθώ να γράψω.. - Νίκος Π.Καρύδης

...Προσπαθώ
να γράψω κάτι..
Ν΄ αρχίσω απ’ τα μάτια σου;
Με τυφλώνουν!

Απ’ τη σκέψη σου;
Με ζαλίζει!

Απ’ τον πόνο σου;
Με πληγώνει!

Πώς ν’ αρχίσω;

Όλα έρχονται και φεύγουν...
Όλα συνταιριάζονται κι αναλύονται
και στο τέλος,
δεν γράφω.

Γιατί δεν μ’ αφήνεις
να γράψω;

Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Η επιμονή μου πληγώνει…

Αναζητώ τη γραμμή του χεριού σου
που μπορεί να μ’ αναγνωρίσει,
από το δειλό ίχνος μου πάνω της..

Δεν σ’ αγγίζω…
Τολμώ να ανιχνεύσω τη σκέψη σου..

Τυλίγω το βλέμμα μου
γύρω απ' την ακριβή συννεφιά των ματιών σου.

Μικραίνουν οι ώρες..
Θα φύγεις..

Πού μ’ αφήνεις;

Δεν ξέρεις,
πως αγρίεψαν οι άνθρωποι
και πια δεν ζητούν
παρά μόνο αίμα για αντάλλαγμα
στο αίμα της καρδιάς;

Ο κόσμος τους…
δεν είναι δικός μου…

Πού μ’ αφήνεις;


Post love (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο


Χρόνια και χρόνια χωριστά έζησαν, ικετεύοντας «λευκά μαχαίρια να κόψουν το μπέρδεμα του Ναι και του Όχι». Γιατί όσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις το ΝΑΙ, άλλο τόσο δύσκολο είναι να υπηρετήσεις το ΟΧΙ. Μένει ο ενατενισμός και η προσήλωση στην αλήθεια που πρέπει, που επιβάλλεται να διατηρηθεί. Να μην αποσχιστεί από την πανάρχαια ηθική αξία ενός διάχυτου σεβασμού, που όμως θυσιάζει και θυσιάζεται στους βωμούς μιας επιλεγμένης καθημερινότητας. Σφυρηλατούνται αντιστάσεις με μια αδιάλλακτη απαιτητικότητα, καθώς καθοδηγούνται από την υπαρξιακή αναγκαιότητα, ώστε να παραμείνει αλύγιστο το φρόνημα, που για χρόνια πειθαρχημένα υπηρέτησε.

Μόνον έτσι διασώζονται της οδύνης οι άγραφοι δρόμοι, σε ευκολοδιάβαστους ουρανούς. Με την προοπτική κάπου στο μέλλον να καταγράψουν τα βήματα για να ερμηνευτούν τα ίχνη μελλοντικού νοσταλγικού νόστου. Θα επιστρέφουν σαν άνοιξη για να μπορούν να πνίγονται στην ουσία της. Να κερνούν αρώματα κι ας ματώνουν δάχτυλα στα απόκρυφα τετράδια της αγνότητας. Με την γραφή ν’ ανοίγει την μεγαλόπρεπη πύλη της περηφάνιας, στην Δωρική κλίμακα της λύπης.


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Θυσία Ι - Νίκος Π.Καρύδης

..Γυμνά κλαριά
που μυρίστηκαν την Άνοιξη
κι ανατριχιασμένα από της ζωής την αίσθηση
υψώθηκαν ικετευτικά στο ζεστό λιόγερμα
μπουμπούκι και φύλλο αποθυμώντας.

Λευκά μαχαίρια που από χρόνια περίμεναν
να κόψουν το μπέρδεμα του ναι και του όχι,
στον κόρφο της αλήθειας να καρφωθούν.

Όμοια τα χέρια σήκωσες,
προσευχή
κι ικεσία
και θυσία..


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Πως σου μιλώ…
Πως σου τραγουδώ…
Πως δακρύζω απαντοχή…

Όλα έχουν πάρει την ουσία
αιωνόβιας ελιάς.
Αναδυόμενη υπονοείται η άνοιξη
προς το παρόν εφτασφράγιστη,
σαν μυστικό αρχαίου δράματος
που μένει ν’ ανακαλυφθεί
σε έμπιστα μάτια.

Σε καρτερώ και σ’ απαντέχω.
Θαρρώ…
Νικήθηκε ο μισεμός
Στο βλέμμα γνέφει ολόγιομη η αγάπη.
Άγραφος έμεινε της οδύνης ο δρόμος.

Σε καρτερώ και σ’ απαντέχω.
Κι όσα σου γράφω
σχίζουν τα πέπλα της νοσταλγίας
για να γίνουν
ευκολοδιάβαστος ουρανός.


A major (τραγούδι)
Τάνια Νικολούδη – φωνή και πιάνο


Κι όταν το πλήρωμα του χρόνου φθάσει, θα απαντηθούν με σεμνότητα τα μυστήρια του κόσμου στην κοσμική γεωλογία του σύμπαντος. Θα δοθούν όλες οι διευκρινήσεις που επεξηγούν αναμνήσεις που έρχονται από το μέλλον κι αφορούν ένα άγνωστο παρελθόν στις μεταφυσικές αναζητήσεις των ποιητών. Για να εκταμιευτούν συναισθήματα που αποταμιεύτηκαν σε καιρούς άνυδρους. Για να χαρισθούν τα αποθέματα που για χρόνια κουβαλήθηκαν σε θηκάρια ψυχών.

Τα ποιήματα του Νίκου Π.Καρύδη γράφτηκαν πριν 40 χρόνια. Η Μίνα Παπανικολάου τα ανέσυρε, τα ανέδειξε και με γενναιοδωρία ψυχής, έδωσε τις δικές της λέξεις στον διάλογο μιας υποτιθέμενης ποιητικής συνεύρεσης. Ακολούθησε τα δικά του πατήματα σε όλα εκείνα που τον συντάραξαν. Ενδύθηκε την στοιχειωμένη συντριβή για να διασώσει τις λέξεις του ποιητή από την κονιορτοποίηση στο χρόνο. Ίσως κάποιας μοίρας ήταν γραφτό να γίνει τούτη η συνάντηση ή πάλι κάποια μακρινή πληγή που έπρεπε να κλείσει στους επώδυνους μετεωρισμούς.

Η ποιήτρια αφουγκράστηκε τους πόθους ενός ανθρώπου στα λυπημένα σώματα των ποιημάτων του. Παρασύρθηκε και προσέκρουσε στις δικές του αισθήσεις, επινοώντας δικές της που τον εμπεριέχουν. Κι εκεί στα θροΐσματα μιας άλλης εποχής θα καταθέσει την αφή στην στιγμοτυπία πυρπολημένων συναισθημάτων, ανακαλώντας τη άχρονη μνήμη, για να διαψεύδονται οι επαΐοντες πως δεν υπάρχει ζωή στα ποιήματα μετά τον βιολογικό θάνατον του ποιητή. Γιατί, μπορεί τα ποιήματα να γράφονται για το παρόν, ανήκουν όμως σ’ ένα ανεξιχνίαστο μέλλον που επιθυμεί να εξιχνιαστεί. Ας το αναζητήσουμε…


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Θυσία ΙΙΙ - Νίκος Π.Καρύδης

Έμοιαζε γύρω η ζωή τελεστήριο
κι εσύ ιέρεια,
που με χέρια υψωμένα
στάχυ και ρόδι κράταες κι ακολούθαες
τ’ ανθρωπολόϊ το μεθυσμένο από άγνοια.

Κάποτε, ξέμπλεξες τα χέρια απ’ το λαιμό
κι η ομορφιά
κι η αποκοτιά, όλα μαζί-τί θάμα-
μπουμπούκι πέταξαν τα ολόγιομα κλαριά
μοίραζε μύρα η Άνοιξη
πλημμύρα ο έρωτας
αίμα ζεστό αναζέσταινε άλλο αίμα..

Έγειρες στο βωμό ιέρεια σεμνή του έρωτα
και πάλι υψώνοντας τα χέρια μου είπες:

Άραγε θάρθει κάποτε που η θυσία
ο βωμός
ο ναός
κι εμείς στου ήλιου το γέρμα
στο θάμπος της άνοιξης,
σκιές συμβολικές, θεοί στην αιωνιότητα θ’ απομείνουμε;
Σ’ αποκρίθηκα: όχι..


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Όπως γαλήνια με κοιτάς,
γνωρίζω πια τις απαντήσεις
στα μυστήρια του κόσμου.

Μου μαθαίνεις,
γιατί κελαρύζουν τα νερά ιερών πηγών,
στα χέρια σου όταν βρίσκουν καταφύγιο.

Γιατί δυνατά λαμπυρίζουν τ’ άστρα
σε συννεφιασμένο ουρανό.

Γιατί η θλίψη αναδύεται
στο λίγο του χρόνου
που μου δόθηκε στη γη.

Για να Σε τιμώ!

Σε κρατώ σαν Άγιο Δισκοπότηρο,
στης θυσίας
το μεθυστικό σφιχταγκάλιασμα..


Απ’ τα κουμπάκια ανάμεσα (τραγούδι)
Γιώργος Βουζουλίδης – σόλο φωνή