ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΞΥΔΗ – Τακούνια καίγονται στο φούρνο

Το 20011 κυκλοφόρησε από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, η νέα ποιητική συλλογή της Χαριτίνης Ξύδη, «τακούνια καίγονται στο φούρνο».

Ποιητικά ταξίδια σε άνυδρες στέπες είναι η γραφή της, που δροσίζει την ερημιά των χωμάτων. Πλένει αστραπές, που ιχνογραφούν αθόρυβα τα περιγράμματα του πόθου, αποκεφαλισμένων εραστών. Κάπως έτσι ξεκινούν οι ιδανικοί φόνοι στον έρωτα. Ανασαίνει θάλασσα προσπαθώντας να «βαδίσει όρθια σε μια στάλα επιτάφιο ωκεανό». Φυλλορροείται το λευκό στο μπλε, για να διυλίζεται η θρησκεία του έρωτα. Σε τραγουδισμένους ύμνους αγάπης, γίνεται το δοξάρι του λυρισμού.

Η ποιήτρια κοινωνεί με μελάνι, για να γράψει εκείνο που και η νύχτα ζηλεύει στα τοπία άμοιρων προσανατολισμών, με χορούς δαχτύλων στης αφής το παραπέτασμα. Ασετιλίνη φωτίζει αγρύπνιες στο μισοσκόταδο της λύπης. Δεμένα τα μάτια υποχωρούν σε σώματα που υποτάσσουν και υποτάσσονται στη δίνη του έρωτα. Ξαναγεννιέται τότε η Φαίδρα περιμένοντας τον Ιππόλυτο στα Ιλίσια πεδία. Στα αυτοκτονικά τείχη της ποίησης καταθέτει την τρυφερή μελαγχολία της απώλειας. Όμηρος της αγάπης, εξοστρακίζεται από τον δούρειο ίππο των συγκινήσεων, που έκρυψε στα σπλάχνα του, την ηφαιστειακή έκρηξη της άλωσης του φωτός, τη σφοδρότητα του πάθους.

Αθεράπευτα ερωτευμένη, ξετυλίγει τον πιο βαθύ πόθο και πόνο, στα νερά του Νείλου. Υποκύπτει, βυθίζεται κι εξομολογείται τον έρωτά της. Ζει στη σκιά τραγουδώντας τον παράδεισο που κατοικεί όχι στο διάφανο, αλλά στο σκοτεινό μιας αβύσσου, βιώνοντας, απροετοίμαστη όπως πάντα, «φριχτές στιγμές ευτυχίας μέσα στην άβυσσο». Γιατί «ο ερωτισμός επαληθεύεται σ’ όλες τις πλάγιες πτώσεις». Κι όσες θάλασσες κι αν καταπιεί, θα επιπλέει με λαθραίες, ενοχικές πλεύσεις στους μοιραίους αναλφαβητισμούς του έρωτα.


ΣΑΛΩΜΗ

Ο εραστής μου είναι
Από αιώνες
Αποκεφαλισμένος
Δεν θα χρειαστεί
Να χορέψω


Αγαλματοποιία

Το προνόμιο που παραχωρούν τ’ αγάλματα
καλλιεργείται στην άμμο των αντιφάσεων
στο άνυδρο των ερήμων
είναι απότοκο του σκοταδιού
απόγονος του θηρίου

Το προνόμιο που παραχωρούν τα κυκλαδικά εδώλια
είναι αποδημητικό καλώδιο
φίδι που αναρριχάται στο λαιμό
και μαύρο γυαλιστερό λάστιχο που
τυλίγεται γύρω από το κορμί και το σφίγγει

Εγώ οργώνω τον Άδη
για την καινούργια σπορία των πλανητών
Εσύ είσαι ο σπορέας των Άστρων
το σπαθί στη ζώνη του Ωρίωνα
Κι εγώ τα στάχυα της νύχτας σου
τα στάχυα και ο κόλπος της


Στις κατολισθήσεις του ήλιου γιορτάζονται λάμψεις, ανάβοντας φωτιές στο διαφορετικό της γραφής. Στάχτη και σκόνη σηκώνεται στου ορίζοντα την γραμμή. Στα περιθώρια, άγρια θηρία οι λέξεις καλπάζουν την ερωτεύσιμη πλευρά της αγάπης. Με αφηγηματικά παραμιλητά, σκορπίζεται εκείνο που έμεινε χαραγμένο στο παρελθόν και το παρών. Άφησαν για το μέλλον έναν καυτό άνεμο, να φυσά κομμάτια φεγγαριού, για να φωτίζει μυστικά διαδρομές στο ανεξήγητο της ερωτικής παράνοιας.

Ανάμεσα σε ποταμούς και δρόμους ντύνεται η σιωπή με λέξεις της αβύσσου. Πηγές λήθης ξεδιψούν της λησμονιάς το άγριο κτήνος. Δίνεται η χάρη της γεύσης, για την ανάμνηση του ψεύδους στους ακριτικούς κι απρόσιτους προορισμούς, που νικούν την απόσταση. Τα βράδια α-σέληνα καίγονται, αφού πρώτα δεθούν με αλεπύρσφαιρα γιλέκα, για να γλυτώσουν από το πυρ το ενδότερο, ενώνοντας χρόνια με κοινά βήματα σε συμφραζόμενα συναισθήματα.


Ελαιώνας

Από τον ίσκιο μέχρι τα λάθη μου
καμιά εκεχειρία δεν με βόλεψε
γιατί του καπέλου μου συσπάται
από πράξεις για δεκαδικούς – για άρτιους
δισύλλαβες περόνες – τις τραβάω.
Πέφτουν πέταλα απ’ την χειροβομβίδα…
Δεν είναι που βραχυκυκλώνω γιατί
αυτές τις νύχτες τις κυλάς στο φάρυγγα
σαν άνεμος στο όστρακο ή στον ελαιώνα…
Δεν είναι το ερύθημα προπατορικό, λάβρο
όπως το ανακαλώ αναλυτικά με την ομολογία
της αντιύλης…
Είναι που νομίζω πως κάθε πρωί ο ήλιος βγαίνει
για να φωτίζει μόνο ό,τι εμείς ζούμε μυστικά…


Φεύγουν μεθυσμένα τα γράμματα, παραπατούν πικραμένα, λυπημένα, υπογράφοντας ανεξίτηλους πόνους. Επιστρέφουν το ανεπίστροφο των αισθήσεων. Μέσα σε ρωγμές χαράχτηκαν με νύχια στίχοι, ταράζοντας ευαισθησίες κι ουσίες σκιρτημάτων στις κλίνες ανοιξιάτικου επιτάφιου. Πρόσχημα ήταν η ποίηση που υπαγόρευε την αγόρευση της ρητορικής ποιητικών διαδρομών ως τον παράδεισο.

Στα διπλωμένα μαξιλάρια ακουμπούν λάθη και σφάλματα στην ιδανικότητα της κατάκλισης των σωμάτων. Με την αφή στα δάχτυλα, στα χείλη, ανοίγουν το παράθυρο στο φως, για να φορεθεί ξανά ο ήλιος στην μέση ενός καιρού ασάλευτου με σαλεμένη την έξαρση. Σε τόπους που δοκιμάζουν και δοκιμάζονται από χρόνους δίσεκτους με πικρούς στοχασμούς, μια γυναίκα ευτυχισμένη, αναδιπλώνει αναμνήσεις.

Καρφώνουν τα μάτια δακρυσμένους σταυρούς κι ακούν μουσική από μελωδίες, στη σκηνή έντεχνης μαγικής απόλαυσης. Στο τυχερό αστέρι πλανητών ανεξερεύνητων, επιμένουν να χορεύουν ξεπεσμένοι δερβίσηδες με την δράση χορευτών που σαλεύουν τα - θέλω - τους. Θα υλοτομήσουν χαρές με σιωπηλές παλινδρομήσεις στα δευτερόλεπτα των ακαριαίων θανάτων του μίσους, αφού πρώτα φιλήσουν πληγές ανοιχτές, στο γδαρμένο τους δέρμα.


Επιτάφιος

Καμιά φορά στον ύπνο μου νιώθω το ευώδες
από λυπημένα άνθη επιταφίου
λες κι αυτές οι ώρες της ακινησίας εκπαιδεύονται
από μια ψευδαίσθηση που ζεσταίνεται
από πένθη και κλάματα
θητεύοντας χρόνια στο ίδιο μαξιλάρι.
Ξυπνάω τότε γιατί θεριεμένο το αίμα
ζητάει πάλι να θυσιαστεί σε ρευστά γράμματα
για τις υπογραφἐς του πόνου.
Τα θάβω. Όλα. Τόσο βαθιά που να μην
μπορούν ν’ ανασάνουν.
Ξεκινάει ένας γλυκός θυμός απ’ το στομάχι
φτάνει στον ουρανίσκο παλίνδρομος
από εκείνους που άλλοτε ισιώνουν το αίσθημα
κι άλλοτε το καμπυλώνουν μέχρι
που γἐρνει προς την περηφάνια
να επιμένει κανείς στη ζωή.
Πιστεύω στην αφή που συναρμολογεί
τη δύναμη που με κάνει να σταματάω
να περιμένω εξηγήσεις για το αδιόρατο
εγγυήσεις για το αυθόρμητο.
Ψηλαφίζω μεταμελημένη τα πικρά κουκούτσια
- αντικείμενα φροϋδικού ονειροκρίτη –
για να τονίζεται ψυχικά το έμφοβο κάλλος.
Κι όσες λέξεις δεν πρόλαβα
όσες δεν είπα και δεν έγραψα,
αλλά τις κατάπια,
ακόμη γρατζουνάνε το λαιμό μου.


Σώματα άυλα κοιμούνται και ξυπνούν με βλέμματα που φεγγοβολούν τις αντανακλάσεις σκοταδισμού σε περασμένη Χάλκινη εποχή. Μιλούν ανείπωτα φράσεις ξεχασμένες, που στριγκλίζουν την απουσία.
Α-φτέρωτοι άγγελοι τραγουδούν πτώσεις στα νερά του Γιβραλτάρ, όταν η έμπνευση υπερασπίζεται πτήσεις. Αρματώνουν αιμάτινα ποντοπόρα πλοία. Σε σκοτεινά νερά η Χαλιμά των αισθήσεων και των παραισθήσεων τινάζει «τη στάχτη της καύτρας» σε καταλύματα ιδιωματισμών, με αφορμές καιγόμενα κορμιά σε βάτους δίπλα στην Αχερουσία λίμνη των στεναγμών. Ανακυκλώνουν στα οστά της λύπης, την πλευροδυνίαση δαιμόνιου ψύχους, στους καταυλισμούς των παγωμένων αισθημάτων.
.
Πεινασμένοι δράκοι, χορτάτοι στη χλωρίδα της απαξίωσης, δεν επιζητούν άλλη τροφή παρά μόνον την πνευματική τροφική αλυσίδα των σπασμών που συλλέγεται από άστρα κρύα και φωτεινά φεγγάρια. Δροσίζουν με φιλιά, της ακινησίας τον μονότονο ήχο, με σταγόνες ξεφλουδισμένου πορτοκαλιού στα ακροδάχτυλα. Μέσα στον πυρετό αφήνεται το σωστό κράτημα των αισθήσεων. Γιατί αξίζουν τα λάθη να επαναληφθούν στα ακρωτήρια, στις κοίτες ποταμών, στις ακτογραμμές ποντοπόρων ταξιδιών στη γνώση, με την αμφισβήτηση κυκλώπειων τειχών που περικλείουν τη λήθη.


Μιας Ερινύας

Χρόνια τον περίμενε κρεμασμένη στην καγκελόπορτα.
Χρόνια έλεγε πως θα ’ρθεί προχωρημένη Άνοιξη,
ν’ ανοίξει δρόμο στο ιερό δάσος του καθρέφτη,
ανάμεσα στα ραγίσματα, για να δει τον ακοίμητο δράκο
που με καμένο χέρι από καιρό, σπέρνει
στη σφαγίτιδα φλέβα ψημένους κι άψητους σιταρόσπορους.
Όλα αυτά τα χρόνια είχε καταφέρει να κρατηθεί
όρθια και χωρίς δωροδοκίες στη ράχη χρυσού κενταύρου
σε μια πυρρίχια χορογραφία, κατόρθωσε να κρατηθεί ξύπνια.
Νοσήλευε το Φρίξο, με επιτυχία, σε κατάλυμα ιδιωματισμών.
Όταν ήρθε – τέλος φθινοπώρου – με τρικυμία στο κρανίο
άρχιζε να τινάζει τη στάχτη της καύτρας
στον κρατήρα ενός μπουζουκιού.
Τον παρατηρούσε από την πίστα του καθρέφτη
με ραγισμένα όλα τ’ αριστερά της πλευρά.
Το δάσος που περίμενε να δει ήταν απολιθωμένο.
Ο δράκος είχε πεθάνει, ενοικούσε πια στον καθρέφτη μόνη
της εκείνη.
Ένα τσιγάρο ακόμη – έτσι διώκεται η διαύγαση –
για να κρατήσει κόντρα την πλάτη του
στις Βάκχες.
Μόλις αντάλλαξε τα μαλλιά μιας Ερινύας
με λίγο νερό στο ρίζωμα,

Δεν της άφησε ξανά
πορτοκάλια στην πόρτα.
Κάρφωσε τα ρόδια στο μαχαίρι.
Φύτρωσε τη λάμα του
η δική της αράχνη.


Η ποιήτρια Βλέπει το πρόσωπο του έρωτα, ανάμεσα σε καπνούς, σε ραγισμένους καθρέφτες. Η πηγή της έμπνευσης αυτός ήταν. Τον σκοτώνει με λέξεις… που του ανήκουν. Πάντα θα του ανήκουν στις διαβαθμίσεις των συναισθημάτων. Κι όσο παράφορα και παρανοϊκά διαβάζονται όλα αυτά, το μόνο που μπορούμε να πούμε… έτσι είναι ο έρωτας !!!



Ομοίωση

Κι εγώ σ’ όλους
τους ραγισμένους καθρέφτες
βλέπω το πρόσωπό σου,
τα θρυμματισμένα μάτια,
την εικόνα
κυρίως την ομοίωση.
Κι έχω θυμό.
Έχω θυμό, έχω θυμό.
Όσοι μου καταλογίζουν
το παράφορο έχουν δίκιο.
Θα ’ρθω να σε σκοτώσω.
Θα μπω στη φυλακή.
Θα σε σκοτώσω γιατί
απ’ όσες λέξεις έγραφα,
θα γράφω,
δεν σου αξίζει καμία.
Όμως σου ανήκουν όλες.

1 σχόλιο:

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ είπε...

Θεωρώ ότι η Χαριτίνη έχει φτιάξει ένα ποιητικό σύμπαν τόσο εύρωστο που μοιάζει απρόσιτο αν δεν το πλησιάσεις με τον τρόπο που εκείνη αφήνει την φαντασία της να κάνει άλματα μες την δραματοποιία των ποιημάτων της.
Κινείται αέρινα ανάμεσα σε όλες τις εποχές γεφυρώνοντας τες για να μην έχει η ποίησή της χρονικούς περιορισμούς.
Στις σελίδες της τα πάντα είναι έκπληξη.
Και η ανάγνωσή της είναι ένα φλερτ με το φως και τον μύθο που επιλέγει να πλέξει.
Είναι μια ρωμαλέα φωνή που έρχεται να σφραγίσει το μέλλον της ποίησης στην Ελλάδα.
Ξεχωριστά και πολύτροπα.
Σοφία συγχαρητήρια!
Έσυρες μπρος στα μάτια μας το φως της!