ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ – Άγιοι και Δαίμονες εις ταν Πόλιν

Το 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ το νέο μυθιστορήμα του Γιάννη Καλπούζου ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ.

Μετά το ΙΜΑΡΕΤ, την μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το προηγούμενο βιβλίο του, ο συγγραφέας επανέρχεται με άλλη μια μυθοπλασία, βασιζόμενη σε ιστορικά αρχεία στα χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821 εις την Πόλιν. Στο πολιτισμικό σκηνικό της Κωνσταντινούπολης και όχι μόνον πλέκει τον ιστό της αφηγηματικής με πρωταγωνιστή τον Τζανή τον ήρωα του έργου του.

Ένας απόηχος, μια αχνάδα στη φωνή, λέξεις και λόγια που ξέφευγαν από ένα παρόν κι έτρεχαν να συνομιλήσουν μ’ ένα παρελθόν, σε μια ανάμνηση που κάποια μακρινή μνήμη την εγκλώβισε σε μονοπάτια ξαναπερπατημένα.
Σαν απ’ του χρόνου άφθαρτη, σαν ξεχασμένη, μα όχι και λησμονημένη, τούτη η λαλιά ξεχύθηκε από κάποιο μπαούλο κι άρχισε να συνδιαλέγεται με το τώρα. Να αφηγείται, να αναπολεί, να ιστορεί ένα παρελθόν «εις ταν πόλιν», όπως λέει ο δημιουργός.
Κι είναι το ταλέντο συνδυασμένο με την γνώση του συγγραφέα μετά από πολύπονη έρευνα, για να αποδοθεί σωστά η εποχή.
Φωνές που οι αντηχήσεις τους περπατούν πάνω στο χαρτί, με μόνη ένια να διασωθούν όλα εκείνα που συγκλόνισαν τη ζωή των μαρτύρων μιας μαρτυρικής εποχής.

Τίποτε και ποτέ δεν ήταν εύκολο για τους Έλληνες. Συσχετισμοί που φθάνουν ως τις μέρες μας με διαφορετικούς τρόπους, αλλά πάντα να εκφράζεται ο αγώνας και η οδύνη ενός λαού για επιβίωση και συνέχεια του έθνους. Άλλωστε το έθνος δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Είναι το σύνολο των ανθρώπων που ενώνονται μεταξύ τους με δεσμούς αιώνιους, έχοντας κοινή αφετηρία το παρελθόν και την επίγνωσή του.
Καμένες, αιμοσταγμένες ζωές ενάντια στην όποια εξουσία. Πόσο λίγο διαφέρουν από τις ζωές άλλων στο διάβα της ιστορίας από καταβολής κόσμου. Τα πρόσωπα και τα ονόματα μόνον αλλάζουν.
Η αμάθεια των αδυνάτων ενάντια στην γνώση των ισχυρών, που διαιρούν με «έξυπνο τρόπο», το άθροισμα των εξουσιαζόμενων.
Δεν έχουν σημασία οι γειτονιές που πλέκουν φιλίες, αγάπες, έρωτες, δένοντας τους ανθρώπους ειρηνικά. Όχι, αυτά δεν αφορούν τους εξουσιαστές που επιδιώκουν διαχωρισμούς σε στρατόπεδα μίσους.

Ο Γιάννης Καλπούζος καταγράφει όλα εκείνα που ο Τζανής, θα βιώσει στην καθημερινότητά του. Κι είναι τ’ αποστάγματα της ζωής του όμοια με τ’ αποστάγματα των αρωμάτων, που παρασκευάζει στο αρωματοποιείο του. Όλοι γνωρίζουμε με πόση σύνεση κι ακρίβεια δημιουργείται ένα άρωμα. Άρωμα ζωής, με συγκομιδές γεγονότων και περιστατικών, αναμειγνύουν την πραγματικότητα με την ηθογραφία μιας συγκεκριμένης εποχής.
Περίτεχνο ψηφιδωτό με τις ψηφίδες ν’ ακουμπούν ζωές ελλήνων-τούρκων, χριστιανών- μουσουλμάνων, κρυπτοχριστιανών-γενίτσαρων, δερβίσηδων και ευνούχων. Ιδιαίτερο ψηφιδωτό οι ζωές των γυναικών της Πόλης στην «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού», όπως επισημαίνει στο οπισθόφυλλο ο δημιουργός. Ελληνίδες, μουσουλμάνες, χανούμισσες, διεκδικούν το δικαίωμα στο όνειρο.
Προδοσίες και μίση, συνομωσίες και οραματισμοί. έρωτες και φιλίες, πλούτη και φτώχια όλα βιώνονται, στις αμετάθετες ζωές των ηρώων.

Ο συγγραφέας αναβιώνει την καθημερινή ζωή, στο επικό μυθιστόρημα «Άγιοι και δαίμονες Εις ταν Πόλιν». Αναπαριστά αισθητικά την εποχή, με πολλές πληροφορίες, έχοντας κατακτήσει την μαγική μέθοδο της αναπαράστασης. Αγκαλιάζει ευλαβικά το θέμα του, με την ικανότητα του στοχαστή, που διαρκώς δοκιμάζει και δοκιμάζεται με το προσωπικό ύφος του. Επιθυμεί να δαμάσει και να δαμασθεί από την ντοπιολαλιά εκείνου του καιρού, η προσέγγιση των γεγονότων. Γιατί πέρα από την εξιστόρηση, ο δημιουργός αγωνιά κάθε φορά, για το αποτέλεσμα της δημιουργίας του και κατά πόσο αυτή αφορά το αναγνωστικό κοινό.
Η ενατένιση και η ενασχόλησή του με γραφές λιγότερο εύπεπτες τον ωθούν σε μεγαλύτερους συγγραφικούς άθλους. Είναι η ηθική μνήμη για εκείνα που οι ιστορικοί παρέλειψαν να εξιστορήσουν. Η συγγραφική πορεία του αποδεικνύει πώς είναι θερμός μελετητής και μέγας νοσταλγός της περιόδου λίγο πριν του 1800 και μετά. Ένας ναυαγός της ιστορίας του τόπου του, με απρόβλεπτους αντικατοπτρισμούς των γεγονότων που περιγράφει. Έτσι γίνεται συναρπαστική η γραφή και ο τρόπος παρουσίασης, μένοντας πιστός στο είδος που κάθε φορά υπηρετεί.

Χαϊδεύουν οι λέξεις αισθήσεις και το φως φιλά δάκρυα που κυλούν σαν παρελαύνουν οι «Άγιοι και δαίμονες» στους λαβύρινθους της ζωής. Παρασύρονται, εγκλωβίζονται, ελευθερώνονται βασανιστικά, πλέκοντας τον προσωπικό τους μύθο στις τυπωμένες σελίδες. Οι όποιες νίκες ή ήττες δικαιώνουν τους αγωνιστές, με το δίκαιο του αγώνα τους. Η μεγαλοπρέπεια του αμετάκλητου στις μετακλητές κυριαρχίες του άδικου, για να μπορούν να γλυκαίνουν και να μερεύουν κάποια στιγμή οι ψυχές των ηρώων του «Άγιοι και δαίμονες Εις ταν Πόλιν».

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ – Γωνία Διοπτεύσεως

«Πού ξέρεις;
Ακόμα και μια λέξη σε ταξιδεύει
αφάνταστα μακριά...»

Κάπως έτσι άρχισαν να ταξιδεύουν οι λέξεις του Βασίλη Παπαμιχαλόπουλου της ποιητικής του συλλογή «Γωνία Διοπτεύσεως» που κυκλοφόρησε το 2005 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ.
Γραφή που λες πως αναδύεται από μια άλλη εποχή με την δυναμική όμως που οι σύγχρονες τάσεις επιβάλλουν να ακολουθηθεί. Γιατί η ποίησή του είναι τόσο παλιά αλλά και τόσο νέα, καθώς τα συναισθήματα του ανθρώπου δεν ορίζουν μια εποχή, αλλά καθορίζουν τον άνθρωπο από την γέννησή του.

Για τον ποιητή η αναζήτηση των λέξεων που θέλει να αποδώσει το περιρρέον συναίσθημα, είναι η διαρκής πάλη του με την γλώσσα. Είναι το αδιάκοπο ταξίδι στο πέλαγο των εκφραστικών του μέσων. Γίνεται ο «τιμονιέρος» σε «βραδινή βάρδια» ως να μπορέσει να κρατηθεί στην άκρη του στίχου.

Καρδιοχτυπά, αγωνιά, εφευρίσκει, μαθαίνει, για να μπορεί να χαίρεται την αποτελεσματικότητα της γραφής του. Με αίσθημα και συγκίνηση ακολουθεί το παιχνίδι των φθόγγων με μικρούς βηματισμούς ως την ακτή της ευαισθησίας, ανιχνεύοντας ίχνη στο φως. Απλά, δειλά, οδοιπορεί σε ασυνήθιστες φόρμες πάνω σε πυρόλιθους σιωπής.


ΒΡΑΔΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ

Μέτρησα εφτά φορές τα βήματά μου.
Εγώ στη γλώσσα μου
και ο τιμονιέρος στη δική του.
Βάλθηκα να μαθαίνω γλώσσες της Ανατολής.
Πού ξέρεις;
Ακόμα και μια λέξη σε ταξιδεύει
αφάνταστα μακριά....

Το σώμα μου μες στο σκοτάδι
πυρόλιθος της σιωπής
κι οι φάροι μια καμτσικιά στο πέλαγος.
Μια βροχή από διάττοντες
με χάραξαν από την κορφή ως τα νύχια.
Όμως έτσι κι αλλιώς
τα πιο ελαφριά στοιχεία μου
βρήκαν διέξοδο στο κρανίο.

Και συ μείνε κοντά μου
για ‘πόψε.
Όχι για τίποτα άλλο
αλλά για να μπορέσουμε
να κρατηθούμε στην άκρη του στίχου
όταν τίποτα δεν θα ‘πομείνει αβύθιστο
και η μόνη μας σωτηρία
θα είναι το ποίημα.


Ο έρωτας είναι το μόνιμο συναίσθημα που παρασύρει τον ποιητή στην αναζήτηση της πανάρχαιας Ελένης, με τον ίδιο ναυαγό του ονείρου, στο παιχνίδι των δακρύων. Υφασμάτινο προπύργιο, σημαία ολάνοιχτη στους φωτεινούς σηματοδότες της μνήμης με ακαριαίους θανάτους. Πόσες θύελλες έθρεψαν κι άλλες τόσες απετράπησαν στο λιμάνι της λήθης με αγύριστα συναισθήματα στην πρώτη αφορμή. Περασμένα βράδια στην ακροβασία έντεχνης μοίρας στις ενορχηστρώσεις ταλαιπωρημένων εραστών.


ΕΛΕΝΗ

Μέσα κλειστά τα παραθύρια.
- Φτερά των αγγέλων αγκιστρωμένα. -
Άσπρα πανιά οι κουρτίνες
ταξιδεύουν τον έρωτα.
Ωχρή κοιτούσες στην οροφή
την παράξενη ακροβασία της ανίας.

Πανάρχαιο κορίτσι της Ελένης
σχεδίες οι κόγχες των ματιών σου.
Πόσοι κρατήθηκαν ναυαγοί;
Άραγε εμείς, είμαστε
οι ταλαίπωροι Έλληνες
ή οι ταλαίπωροι Τρώες;

Πόσο αλλόκοτους μας βρίσκει το σκοτάδι!
Χωρίς τα μάτια σου
παρασύρομαι στη δίνη των μαλλιών σου,
κι ύστερα βουλιάζω αδύναμος
ανάμεσα στα δυο σου πόδια.


Εγκλωβίζεται σε πόθους σκοτεινούς, γαντζώνεται σε κόσμους νοητούς που ξαφνικά μεγαλώνουν της φαντασίας τα όρια μεταγγίζοντας σπασμούς σε ποιήματα. Τεμαχισμένα ανασαίνουν ανεξάρτητα, αιμορραγώντας στα αποτυπώματα που άφησαν άλλοι πριν απ’ αυτόν. Άλλωστε το κλειδί, πάντα θα πρέπει να βρεθεί από άλλον ποιητή, για ν’ ανοίξει την σφραγισμένη πόρτα της ποίησης, αφήνοντας το δικό του αιμάτινο απόσταγμα στους λαβύρινθους των στίχων.

Τα νωπά στίγματα στους τοίχους θα μαρτυρούν το πέρασμά του με τις εξοντωτικές διασχίσεις. Βήματα μυστικά περιπολούν στη μνήμη που πληγώνει κι όμως λυτρώνει, ξοδεύοντας λέξεις.


ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΙΩΠΗΣ

Α

Πόσο καιρό αυτοί
εκεί κλεισμένοι βηματίζουν
τεμαχίζοντας στα δυο
το νοητό τους κόσμο.
Άμοιροι, που πέταξαν το κλειδί
κι ύστερα βάλθηκαν
να φωνάζουν βοήθεια!

Β

Κάθε μεσάνυχτα
κι ένας ποιητής αποκοιμιέται στο παράθυρο μου.
Ίσα που προλαβαίνω το νεύμα της μεγάλης κούρασης.
Ύστερα ένας βαρύς ίσκιος αγκαλιάζει τους τοίχους.
Άγνωστα πρόσωπα
απερίγραπτα αποτυπώματα.

Ότι απομένει το άλλο πρωί
το μαζεύουν τα άστεγα περιστέρια του δρόμου


Ο Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος αφήνεται ανοχύρωτος να τον παρασύρει ο λόγος, εξαγνίζοντας λόγια αποκεφαλισμένης ιδεολογίας. Ακολουθεί την ροή γεγονότων που ενθρονίστηκαν δοξαστικά σε θρόνους αλήθειας.

Απρόσιτη αλλά πάντα ενυπόγραφη δυναμώνει στον χρόνο, ασκούμενη σε αντοχή και διάρκεια. Λαχταρά συλλαβίζοντας … στίχους. Εγκλωβίζει το μεγαλείο της αποτυπωμένο σε σελίδες. Έτσι η αλήθεια του ποιητή γίνεται αναγνώσιμη κερνώντας συγκίνηση.


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Απόμειναν τα λόγια σου
να τα μετρώ στους δρόμους
σαν πατημένα φέιγ βολάν
και συ, κρατώντας μες στα χέρια σου
την αποκεφαλισμένη ιδεολογία σου
πετώντας την ανυπόγραφα στα ύψη.

Απόμειναν τα λόγια σου
σαν νυχτερίδες που δεν φαίνονται
μα ξενυχτάνε κάτω απ’ το φεγγάρι.
Και οι παλιές αυλές
σαν παλιοφάναρο μες την αντάρα
τώρα που δεν φτάνουν οι φωνές αλλά τα σήματα.
Σιγά περπατάμε γιατί όσο ακουγόμαστε
όλα γερνάνε περισσότερο,

Πού ήσουν;
- Ένας στρατιώτης κουρασμένος
σε χιλιάδες εφήμερες μάχες
σε μια πατρίδα που τα βράδια
παίζει χαρτιά με τον εχθρό
κι όλο χάνει και χάνεται.
- Ένας στρατιώτης,
ένας στρατός,
ένας κόσμος.


Ο ποιητής πεθαίνει κάθε που ένα ποίημα τελειώνει για να αναστηθεί στο επόμενο. Θρέφεται με λέξεις στις αυλακώσεις της θύμησης κυνηγώντας το όνειρο. Επιδιώκει να φτάσει τον άνεμο που σκορπάει συναισθήματα, για να τα μοιρασθεί μ’ όλους εκείνους που θα διαβούν τις σελίδες του.

Ανυπεράσπιστος στα ορύγματα των φωνηέντων θα συλλέγει πάντα σύμφωνα, εκφράζοντας εναλλακτικούς συνδυασμούς. Θα ανασύρει με δισταγμό, με φόβο το βαθύ του συναίσθημα για να ολοκληρώνει το ποίημα.


ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Μέσα μου
δεν έχω πια στίχους να θρέψω.
Πίσω απ΄ τις λέξεις
Οι εποχές αυλακώνουν τον κόσμο,
ένα χωράφι που οργώνεται απ’ την αρχή.
Κατατρομαγμένα τα συναισθήματα ξεπετάγονται
σε νύχτες σειρήνων και προσαγωγών.
Τούτη τη φορά δεν θα σπείρει ο λόγος.
Ιδρώτας θα πέσει και αίμα.

Και συ
ανάστηνέ με χωρίς οίκτο.
Στο τέλος δε θ’ απομείνει τίποτα.
Βασιλεμένοι ποιητές θα βγαίνουν στους δρόμους
μαζεύοντας τα πεταμένα στιχάκια.
Σωροί τ’ αγάλματα θ’ αλλάζουν μέλη.
Και συ
ανάστηνέ με χωρίς σταματημό.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΤΡΑΚΗ – Παράθυρο


Μ’ ένα εξαιρετικό χαρακτικό της Βάσως Κατράκη κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ η πρώτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Κατράκη «Παράθυρο».

Λόγια κλειδωμένα πίσω από ανοιχτά παράθυρα που λούζονται στο φως. Εδώ δεν ξεδιπλώνονται θαύματα γιατί όλα αποκαλύπτονται με μια γλώσσα ρεαλιστική. Κάτοπτρο στον θόρυβο, με τις ανάσες να αντανακλούν σε καθρέφτες, σε τζάμια, να θαμπώνουν την απάθεια. Η ποιήτρια γράφει την εποχή της. Ρίχνει τον δικό της κύβο στα χαρτιά της ανάγνωσης με την ελπίδα να βρουν οι αναγνώστες τις γωνίες που κρύβουν τις μοιραίες της συναντήσεις με την ποίηση.

Γράφει για ότι μπορεί να εμπνεύσει ένα κορίτσι που τρέχει με ηλεκτρισμένους ρυθμούς, επιδιώκοντας την αρμονία αριθμών και συναισθημάτων. Προγραμματισμένες ζωές που κινούνται στο όριο, η γενιά της. Η ίδια αποφασίζει πότε θ’ ανοίξει την έξοδο της δικής της φυγής για το άγνωστο που την συγκινεί.
Επιδιώκει να εκτεθεί στα μονοπάτια της ποίησης αφυπνίζοντας αισθήσεις. Επώδυνες αναμνήσεις υπνωτίζουν την μνήμη στα χαρακώματα της νοσταλγίας.


ΜΕΣΟΤΗΣ

Είπες να περιμένω.
Κι είπα θ’ αφήσω την πόρτα μου μισάνοιχτη
λίγο κλειστή, λίγο ανοιχτή
δε θέλω τ’ άκρα –είναι κακίες, καθώς λένε.

Σε περιμένω.
Δε σε λατρεύω, δε σε μισώ.
Μες στην απάθεια παλεύω να σε κλείσω
δε θέλω τ’ άκρα – με ζαλίζουν.

Κι όσο αναμένω,
μέσα απ’ την πόρτα μου κυλούν νόθες σχέσεις,
στιγμές και λόγια του συρμού,
άτομα κρύα με κλειδιά που δεν κλειδώνουν.
- αλήθεια εσύ έχεις το κλειδί;

Κι απλώς περνούν.
Κι η πόρτα μένει ανοιχτή. Και προσπερνούν.
Κι εγώ κρυώνω.
Δε μετανιώνω.
Μόνο παγώνω στη σιωπή και στην απάθεια.
Μα δε μ’ αρέσουν οι κακίες ούτε τ’ άκρα.
Ίσως εν τέλει να σε βλέπω με συμπάθεια.


Φαινόμενα ακατάλυτα πίσω από λέξεις, αντιστοιχούν στη ροή γεγονότων με αίσθημα αέρινο, άτρωτο. Μεγαλώνουν φτερά έτοιμα για πτήσεις στην τεθλασμένη ελεγχόμενου φόβου με αυθεντικά πετάγματα στο γνωστό, το οικείο, το φανερό. Προσάρτηση στο ακοίταχτο που μπορεί να κοιταχθεί.

Όλα ξεπουλιούνται γύρω της. Των θυμάτων τα κόμιστρα για την κόλαση. Αντιστέκεται επιθυμώντας να φέρει μια άνοιξη με την γραφή κρατώντας μια τελευταία ανάσα μόνο για κείνη. Πλαστά χαμόγελα την συντρίβουν και τα φιλιά μαχαίρια την απωθούν. Ενδύεται την αλήθεια της, ενσαρκώνοντάς την με λέξεις. Δεν φτάνει το «ίσως» για τα πετάγματα στα ύψη της ηρωικής πτήσης στη ρουτίνα ψεύτικων σχέσεων. Αδιαφορεί για τα «πρέπει», ακολουθώντας τα «θέλω» της στη λαμπρή σύρραξη με το φως.


Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Είμαι χαρούμενη.
Σήμερα νιώθω αλλιώτικα.
Δεν περπατώ στη γη.
Μόνο πετάω.

Είχα προσέξει από νωρίς την αλλαγή.
Αντί για χέρια έβγαλα φτερά
πολύ μεγάλα κι ωραία.

Κι είν’ αλήθεια
δεν είμαι πλέον άνθρωπος
και δε μιλώ ανθρωπινά,
για την ακρίβεια δε μιλώ πολύ,
ίσως να μη μιλώ καθόλου.

Είμαι χαρούμενη.
Σήμερα νιώθω αλλιώτικα.
Μόνο πετάω, τόσο ψηλά
που ίσως δεν αντέχω.

Ρώτησες αν φοβάμαι.
Δε νιώθω φόβο.
Αυτοί που έχουν τα σκοινιά και με κρατούν
καλά γνωρίζουν
και δε μ’ αφήνουν να πετάξω για πολύ.
Καταλαβαίνεις…


Κάθε νύχτα γυρεύει τον ήλιο για να τον κρύψει μέσα της. Οι εξελίξεις την τρέχουν και τα όνειρα ανεκπλήρωτα βίαια προσκρούουν πάνω της. Να προλάβει να μαζέψει στάχτες συλλαβών, για να ψελλίσει λέξεις. Ασήκωτες περιμένουν, τυλιγμένες με μαύρα σάβανα στα οστεοφυλάκια της απογοήτευσης. Οι άνθρωποι εξανθρωπίζονται, όταν βρέχει θάνατο στις αποβάθρες του σκότους. Ακροβατούν οι ελπίδες λίγο πριν πνιγούν στις θάλασσες της λύπης.


ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ

Ξάφνου ανάσανα.
Λίγο πράσινο και λίγο θαλασσί
κρυμμένα μακριά απ’ τον άνθρωπο.

Χόρτασα την πείνα μου για φως
έκανα φίλο το σκοτάδι
κι έβαλα μέσα μου τον ήλιο.

Κι είπα θα ζήσω σαν νεκρός
με την ελπίδα όταν πεθάνω
επιτέλους ν’ αναπνεύσω.


Διάφανο φιλί ψάχνει να νανουρίσει αισθήσεις. Χορεύουν στο πρόσωπο που αγάπησε, με την αγωνία, πως θα είναι εκεί, δίπλα, στης ζωής της την κλίνη. Μην αποχωρίσουν για στενούς ουρανούς και κλειστές θάλασσες. Γιατί ο έρωτας είναι η ενέργεια που δίνει ώθηση για υψηλές πτήσεις και ιστίο ανοίγει για ν’ αρμενίζει με συντροφιά τον δικό της άνεμο. Τον βαφτίζει ήλιο σε στίχους, για να ξεχειμωνιάζει στα ηλιοστάσια της αγάπης.


ΕΡΩΤΙΚΟ

Αν φύγεις ουρανέ μου
ύστερα που θα ίπταμαι.
Αν πάψεις να ’σαι θάλασσα
μετά που θ’ αρμενίζω.
Αν δεν είσαι ο ήλιος μου
πως θα ξεχειμωνιάζω.
Αν πάψεις να ’σαι πόλεμος
πως θα βρω την ειρήνη.
Αν λείψεις απ’ το σύμπαν μου
γιατί να ζω το χρόνο.
Αν τώρα γίνεις είδωλο
πως θα ’χω το Θεό μου.
Πως θ’ αρνηθώ το εγώ μου…