ΘΑΝΟΣ ΚΟΣΥΒΑΣ – Σ’ ελλειπτική τροχιά

Τον Φεβρουάριο του 2011, κυκλοφόρησε από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΤΙ η πρώτη ποιητική συλλογή του Θάνου Κόσυβα, «Σ’ ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΗ ΤΡΟΧΙΑ».

Είναι οι μεταμορφώσεις του ποιητή που εναγωνίως επιθυμεί, να καταθέσει την δική του φωνή στον ποιητικό χάρτη. Ακροβατεί ανάμεσα στον ελεύθερο στίχο και στην έμμετρη ρίμα.

Πειραματίζεται να βρει το είδος και το ύφος που ανταποκρίνεται στην προσωπική του έκφραση. Πρωτόλεια ατοπήματα που όμως αναδεικνύουν μια ποιητική σύλληψη. Εγκλωβίζεται στην άναρχη έμπνευση, επιδιώκοντας να χειραγωγήσει και να τιθασεύσει, όσο του είναι μπορετό, εκείνο που θέλει να ειπωθεί.

Την άφατη σχέση του με την ποίηση, την κοινοποιεί, την δημοσιοποιεί. Θεάται εκείνο που για καιρό έκρυβε στους μετεωρισμούς της ψυχής. Ανασύρει λέξεις από την χίμαιρα που ντύνει ανυπεράσπιστα όνειρα και στίχους σε μπλοκάκια και σημειώματα από τα μοναχικά ταξίδια σε σελίδες που γέμισαν στίγματα και φράσεις καρδιάς. Αναγνωρίζει, πως για να πολιτογραφηθείς ποιητής χρειάζεται σοφία και σύνεση, σεβασμός και βαθιά μελέτη σε κείνα που ως τώρα έχουν γραφτεί. Τα πρώτα διαβάσματα γίνονται εμπνεύσεις στη ροή του χρόνου. Το ασήμαντο αστέρι που παίρνει σχήμα, μορφή και όνομα λάμποντας τη γνώση, σ’ ελλειπτική τροχιά.


Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Δεν είναι τρέλα ν’ απορείς
πόση σοφία χρειάζεται να γράψεις πέντε λέξεις.

Η πρώτη φορά είναι αρκετή να σε τρελάνει.

Είναι σαν μεταμόρφωση…
κάποιο ασήμαντο αστέρι μέσα στο πλήθος των γαλαξιών
να παίρνει όνομα, να λάμπει από σοφία.

Πάνω σ’ ελλειπτική τροχιά
περνούμε τις ώρες μας, τις στιγμές μας
μια στη Σελήνη και μια στην Αφροδίτη
μας σαγηνεύουν κι ερωτοτροπούμε.

Και κλαις γιατί θέλεις να ξεφύγεις.
Κι αντιδράς γιατί στον κόσμο σου δεν θέλεις δορυφόρους,
παρά μονάχα ανθρώπους με φορτισμένη φαντασία.

Η πρώτη φορά είναι αρκετή να σε τρελάνει.


Μια κρυφή δίψα, σπρώχνει τον δημιουργό ν’ ανακαλύψει περάσματα στη μυθολογία, να τα περπατήσει, πίνοντας τη σοφία των μαρμάρων, που οι πρόγονοι οικοδόμησαν. Άλλωστε η γνώση δρα περίεργα στη ψυχοσύνθεση ενός δημιουργού. Ανατινάζει ότι μέχρι χθες ήταν γνωστό, για να ανακαθίσει μετά, διεισδύοντας παράπλευρα σε εμπνεύσεις.

Η ύλη, είναι οι λέξεις, που θα μαρτυρούν την πρόοδο στους βωμούς της γραφής, με συμβατές αναγνώσεις. Μετασχηματισμένη ενεργειακή μεταβίβαση από τον πλούτο των αναγνωσμάτων, στην προσωπική κατάθεση του δημιουργού. Αντανακλάται η πορεία του σε κείμενα, με αφετηρία το νέκταρ της γνώσης.


ΒΩΜΟΣ

Πάνω απ’ το βράχο δεν πετάξανε πουλιά
κοιτούν από μακριά τα μάρμαρα τα λευκά
κι αν ζει το πνεύμα το άφθαρτο μες στον αιώνα
οικοδομεί με μαρμαρόσκονη τον κάλπικο Παρθενώνα.

Με νέκταρ μεθούν σοφοί θεοί,
οίνο Σταγίρων στο σοφό να πιει.
Το αίνιγμα της Σφίγγας είναι δύσκολο
και το ταξίδι με πλοίο χωρίς άνεμο δύσκολο,
δύσκολο επίσης και στον κώδικα του Αριστοτέλη να βρεις λύση.
Κάποιος βωμός θα γίνει μάρτυρας
για κάποια Ιφιγένεια στην τελική κρίση.


Η βουβή ευαισθησία που γεννά τη σιωπή, γίνεται κάλεσμα στο φως, για να ορειβατεί η φωνή στις πλαγιές του λόγου. Κουρασμένες νύχτες, θα γράψει με χρώματα ανατολής ενατενισμούς, που αρμενίζουν σε ψυχοτρόπια πέλαγα. Χρωματισμένοι άνεμοι θα ανοίξουν ασκιά για να διευκολύνουν πλεύσεις σε ταξίδια που συλλαβίζουν την αφθαρσία στο χρόνο.
Τι κι αν οι καιροί είναι δύσκολοι, εξακολουθούν «ακάθεκτες οι πέτρες ν’ ατενίζουν το δρόμο προς τη θάλασσα», καταργώντας αδιέξοδα.


Η ΚΡΕΜΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Κάποιος με ρώτησε γιατί σιωπώ
κι εγώ τον άφησα να διαβάσει την αλήθεια
μέσα απ’ τη σιωπή μου.
Να δει πως απ’ τα χείλη κρέμεται
μια πέτρινη καρδιά, η βουβή ευαισθησία.

Κι εγώ άφησα το θερινό τον κήπο
και κίνησα για το βουνό
με τη θηλιά πιασμένη στις χορδές μου.
Πνίγομαι σ’ αυτόν τον κήπο
γίνανε τ’ αγριόχορτα μεγάλα και με πνίγουν.

Κει κάνω παρέα με τα πουλιά
σπάσανε οι χορδές μου
και δραπέτευσε η πρώτη μου στριγκλιά
μα κι η στερνή μου.


Ο Θάνος Κόσυβας επιχειρεί πετάγματα στην αλήθεια, στις θαμμένες μνήμες, επιχειρώντας με τις λέξεις του δραπετεύσεις προς την γαλήνη και την ελπίδα. Ξέρει καλά πως η ποίηση, όπως κι ο έρωτας, μπορούν να του προσφέρουν την λάμψη, στα σκοτεινά πεδία της λύπης. Ψηλά θα σηκώσει τα μάτια για ν’ αντικρύσει ήλιους μεσημβρινούς με θέα σε φωτεινά όνειρα.


Η ΑΝΩΝΥΜΗ

Από τον ύπνο σου ξυπνάς τρομαγμένη
κοιτάζεις απέναντι στον τοίχο την φωτογραφία μου.
Ψάχνεις στις στάχτες πάπυρους, χαμένες μνήμες
τ’ όνομά σου στ’ αραχνιασμένα συρτάρια.
Στις φλέβες σου κυλάει άφθονο νερό της λήθης
όταν μαζί ξεδιψούσαμε στην όαση του χρόνου
και το κεφάλι σηκώναμε ψηλά στον ήλιο τον μεσημβρινό,
όρκους που δίναμε παντοτινούς όταν σ’ έπιανα απ’ τη μέση
κι εσύ με τύλιγες με κισσούς και φύκια.
Την πέτρα που μου χάρισες απ’ την αμμουδιά
κι εγώ εκείνη τη φωτογραφία
στον τοίχο απέναντι να την κοιτάς
όταν απ’ τον ύπνο θα ξυπνάς τρομαγμένη.


Είναι βέβαιο, πως ο Θάνος Κόσυβας με την πρώτη του ποιητική συλλογή «σ’ ελλειπτική τροχιά», δίνει μια υπόσχεση ποίησης κι αυτή θα τη δούμε σίγουρα στο μέλλον. Άλλωστε μακρύ το ταξίδι της ποίησης και χαρά σ’ αυτούς που το διασχίζουν κι ας πονούν οι βηματισμοί σε εξαντλητικές πορείες στα κατάβαθα της ψυχής.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ – Έμυ Τζωάννου (Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ… ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ - μυθιστόρημα)

Από τις Εκδόσεις ΑλΔε, κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2011, το πρώτο μυθιστόρημα της Έμυς Τζωάννου, «Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ… ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ»

Κάθε καινούργιο βιβλίο, είναι η αρχή του τέλους ενός μεγάλου ταξιδιού. Μια περιπέτεια που ξεκίνησε ως σκέψη, για να καταλήξει ένα ημερολόγιο συγγραφικής αγωνίας, ως να ολοκληρωθεί και να τυπωθεί σε σελίδες ανοιχτές που κοινωνήθηκαν πάθη.

Είχα την ευτυχία να συναντήσω πριν δυο χρόνια την Έμυ Τζωάννου ή για να ακριβολογώ, να με συναντήσει εκείνη διαδικτυακά και η ίδια να επιδιώξει να γνωριστούμε. Με τα βιβλία μου αγκαλιά πήγα να την ανταμώσω. Στα χέρια της κρατούσε τα δικά της ποιητικά έργα. Μέσα από τις λέξεις της γνώρισα την ποιήτρια Έμυ Τζωάννου που με ταξίδεψε σε ερωτικά πέλαγα κι αγάπης θάλασσες.

Από τότε μας συνδέει μια φιλία με πολλές - πολλές συναντήσεις ποιητικές και όχι μόνον. Γιατί η Έμυ έγινε η αγαπημένη φίλη, ο άνθρωπος που μαζί του μοιράζομαι προσωπικές στιγμές, σε ώρες εξομολογήσεων και δημιουργίας. Μαζί πορευόμαστε στον δύσκολο δρόμο της αναδημιουργίας των συναισθημάτων. Γιατί η Έμυ Τζωάννου είναι προπάντων βαθιά συναισθηματικό άτομο. Έτσι όλα όσα βιώνει, της επιτρέπουν να αναπλάθει το βιωμένο συναίσθημα, με λέξεις καρδιάς. Για την ίδια, δεν παίζουν πρωταρχικό ρόλο οι κανόνες της απόδοσης, αλλά το σημαντικό που πρέπει να αποδοθεί. Πάντα χαμογελαστή και αισιόδοξη, ακολουθεί τη ροή του χρόνου με θετική ενέργεια, απολαμβάνοντας την έκπληξη, που εκείνος της προσφέρει.

Είχα διαβάσει το μυθιστόρημα «Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ… ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ» από το περασμένο καλοκαίρι και γνώριζα πολύ καλά την ανάγκη της να το εκδώσει και πόσο προσπαθούσε γι’ αυτό. Ήταν ένα όνειρο, καθώς αυτά που είχε γράψει, αφορούσαν ένα ταξίδι στην ονειροθάλασσα της αγάπης. Για τούτο και σε πρώτο πρόσωπο η αφηγηματική της.


απόσπασμα, στο πιάνο ο Χρίστος Δημάκης

«Η θάλασσα, σαν μάγισσα πλανεύτρα με ξεσηκώνει με το κύμα της, με θεραπεύει με την ηρεμία και την απεραντοσύνη της και με λυτρώνει, παραδίνοντας το κορμί και την ψυχή μου στο δροσερό άγγιγμά της και στη γαλανή αύρα της.»


Θάλασσες που χωρούν μόλις σε μια ψυχή, είναι τα λόγια της. Συναισθήματα που αναδύονται από βυθούς και γίνονται κύματα για να φτάσουν γλυκά στις ακτογραμμές της ανάμνησης. Στιγμές που κλείστηκαν σε λαμπερά κοχύλια, καθώς η παλίρροια έφερε να συντροφεύσουν, να φιλήσουν την έρημη άμμο, σε ώρες μοναχικές. Αγγελούδια που υμνούν πόθους και ζωγραφίζουν τραγούδια, ζωντανεύουν τσακισμένες ελπίδες σε χρόνο διάμεσο στου απείρου την δίνη.

Πως η ίδια κατανοεί; Πως εισπράττει; Πώς αφήνεται; Πως γεύεται ηδονισμούς στα ερωτικά περάσματα, τότε που το φως ενώνεται με σκιές στις αντανακλάσεις της διάνυσης από το χθες ως το σήμερα; Είναι η γυναίκα που ερωτεύεται, αγαπά και προκαλεί την υπέρβαση της προσωπικής αντοχής της σε κείνο, που απρόσμενα ήρθε. Γιατί έτσι είναι ο έρωτας, απρόβλεπτος, ακάλεστος. Ζητά, απαιτεί να χορέψεις στα βήματα του δικού του χορού τον χορό των "γιατί", των "πρέπει" ζυγιάζοντας σιωπές, σε σχήματα που οι πιστοί επιστρέφουν σε παραδεισένιους τόπους, λύνοντας τα χέρια, για ν' αγκαλιάσουν τα όμορφα που απλόχερα δίνονται, για να επιπλεύσουν συναισθήματα από καιρό ξεχασμένα κι ηρωικά να δραπετεύσουν και να βρεθούν ενεργά, μάχιμα, στις πολεμίστρες κάστρων που εκπορθούνται, κουρσεύονται, λεηλατούνται από την αγάπη.


απόσπασμα, στο πιάνο ο Χρίστος Δημάκης

«Από αύριο θα χαϊδεύω τα σημάδια του, ανταλλάσσοντάς τα με χρώματα, αγκαλιάζοντας τη δύση. Θα αναβλύζω απ’ το βυθό της ανάμνησης…, στα απόκρημνα μονοπάτια της σκέψης μου.»


Οι εραστές που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ, πάντα θα κουβαλούν, το μεγάλο φορτίο στις ενοχικές κατακόμβες των ματιών, για όλα εκείνα που έδωσαν και δεν πήραν, τους λεηλατισμούς στους δρόμους της καρδιάς, τις αναπόδεικτες ανακρίβειες που στοίχειωσαν στιγμές και καθόρισαν προδοσίες, διαλύοντας χαμόγελα χαράς, φέρνοντας την ανατολή σε θλίψεις.
Η Έμυ Τζωάννου θα τα ζήσει όλα κι ύστερα θα τα καταγράψει. Με την αφή φτιάχνει τα ψηφιδωτά της γραφίδας "απαλλαγμένη από τον εφιάλτη της απουσίας πειθαρχημένη στις "αχαλίνωτες μνήμες", θα αρχίσουν την φυσιολογική ροή, το στάξιμο σταγόνα-σταγόνα που γίνονται λέξεις, οι σταλακτίτες της ποίησής της με στεγνά πια τα μάτια.

Όλα ίδια κι όλα διαφορετικά σε τούτη την κατάθεση ψυχής, ριγμένα σε χρώματα, με το φως να φωτίζει το γνώριμο ύφος της. Η ποιήτρια εξελίσσει την γραφή, καθώς η ίδια εξελίσσεται, μετουσιώνοντας αποστάγματα ζωής, που κατακτήθηκαν στους πυρπολισμούς του έρωτα και της αγάπης. Εκεί που χτίζει, εκεί ακριβώς γκρεμίζει, για να επανέλθει σοφότερη, χτίζοντας από την αρχή την μυθολογία της περιπλάνησης. Οι διαδρομές είναι τα υλικά που δομούν τα οικοδομήματα των συναισθημάτων και γίνονται λόγος.

Κύματα σε άγνωστα νερά, πάθη πλέοντα σε στιγμιαίους χρόνους στους αντικατοπτρισμούς όλων εκείνων που αγαπήθηκαν στα όρια της ψυχής και του νου. Είναι το μήκος του χρόνου που φυλάχθηκε σε ληγμένους χειμώνες και χάρτινα καλοκαίρια. Με την ελπίδα, πως δεν θα φθαρούν από των καιρών τους λειμώνες. Κι όταν οι μέρες πλησιάζουν χρυσαφένια δειλινά, εκείνη επιστρέφει, επαναπροσδιορίζοντας νύχτες ναυάγια, που πια δεν την τρομάζουν. Οι απουσίες περνούν δίπλα της. Αγγίζει τα σπασμένα τους φτερά, επουλώνοντας απαλά τις πληγές που έμειναν ανοιχτές, από την εποχή που οι επιθυμίες κάλπαζαν, σε ασύννεφους ορίζοντες.

Χαρακιές της μνήμης στο γυαλί, στα λαθραία λιμάνια της υπομονής, οι θύμησες διασχίζουν ωκεανούς νοσταλγικών θαυμάτων. Επέζησαν διαρρηγνύοντας ανάσες σε στιγμές τρυφερές στις τρικυμίες των σωμάτων. Τώρα αρμενίζουν σε σελίδες λευκές με γαλαζοπράσινους φθόγγους, βάζοντας αποσιωπητικά στο τέλος της αφήγησης.

Κεντά τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος με σύμμαχο «φλέβες κεραυνών», να φωτίζουν έντεχνα του ελιγμούς στα ταξίδια της μνήμης.

Δεν σκοτώνεται εύκολα η νοσταλγία. Αξιώνεται η αλήθεια της, καθώς γράφεται νύχτες μεθυσμένες από την αγάπη στα χρυσά φεγγάρια της αναμονής, στις φορτισμένες διαδρομές λάθους, που τυραννικά εγκαταστάθηκε στις φαρέτρες της θύμησης

Αήττητα τα πάθη περιμένουν να κατακτηθούν από οράματα που εμπνεύστηκαν και εμπνέουν νέες κατακτήσεις κι ας παγιδεύουν οι μοίρες αισθήσεις στην αοριστία του χρόνου. Η Έμυ Τζωάννου θ’ ακολουθήσει τους στροβιλισμούς απέθαντων αισθημάτων, χαράζοντας προοπτικές σε βεβαιωμένες αναγνώσεις, εκείνων που επιθυμούν να καταδυθούν στις θαλασσινές αύρες της γραφής της.


απόσπασμα, στο πιάνο ο Χρίστος Δημάκης

«Θα επιπλέω στα κύματα της σκέψης σου, στη δροσιά της νοσταλγίας σου, στη φθορά της εμπειρίας σου, στις ξάγρυπνες νύχτες σου, θα κεντάω τη μορφή μου στα μάτια σου, ανασταίνοντας τις αγκαλιές του έρωτά μας…
Πίσω από τους λησμονημένους ήχους των λόγων μας …, θα ξεθωριάζουν οι εικόνες μας …
Ουράνιες αστραπές απ’ τις εικόνες μας, θα καθρεφτίζονται στο βλέμμα σου, παιχνιδίζοντας στον ήλιο τη λάμψη τους…
Θα μείνει ο απόηχος από τα βλέμματά μας, τα σημεία του πάθους, τα χάδια που δεν τέλειωσαν……»


Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω, πως η Έμυ Τζωάννου είναι προ πάντων ποιήτρια και σαν ποιήτρια αντιμετωπίζει την συγγραφική της απόπειρα, γράφοντας λέξεις ποιητικές. Πέρα από την αφηγηματική και τους διαλόγους, κάποια σημεία επιλέγει συνειδητά ή ασύνειδα να τα εντάξει σε μια ποιητική φόρμα, με συγκεκριμένο σχήμα, ενώ κάποια άλλα, ρέουν απλά την ομορφιά του ασχημάτιστου λόγου, με άκρως ποιητική έκφραση.


απόσπασμα, στο πιάνο ο Χρίστος Δημάκης

Στα ακριβά μου αναφιλητά
Ηχεί η σιωπή της απουσίας σου
Στις χώρες της ψυχής μου
Οι αναμνήσεις

Ποια δύναμη μ’ ενώνει με τη Μαρτιάτικη παρουσία σου ;
Οι ανάσες των χθεσινών διάφανων ουρανών
Σημάδια στο κορμί μου και στις μνήμες μου
Που με περιφέρουνε απαλά
Στα πέπλα από τις μέρες και τις νύχτες μας

O Έρωτά μας νησί
Που το χτυπάνε οι άνεμοι
Και το πνίγουνε τα κύματα
Από την τρικυμία της ψυχής σου.

Είχα καταλήξει ότι τελικά, είχα ζήσει ένα όνειρο σε παραμυθένιο σκηνικό, χτισμένο στην άμμο. Στην άμμο, όπου ο Ρόμπυ έκτιζε την κάθε ενθουσιώδη σχέση του. Ο χρόνος κυλούσε σε κλεψύδρα, αλλά εγώ δεν το ήξερα, νομίζοντας ότι η διάρκεια ήταν εξασφαλισμένη από το έντονο πάθος μας και την απίστευτη έλξη.
Έτσι, όταν ο άνεμος έλυσε τα σχοινιά που νομίζαμε ότι μας κρατούσαν δεμένους γερά, παρασύροντας όλα τα παραμυθένια σκηνικά μέσα στα οποία είχαμε ζήσει, ήμουν απροετοίμαστη να το βιώσω.
Τώρα έπρεπε να κτίσω μια νέα πραγματικότητα, που να ρέει και να εξελίσσεται ισορροπημένα, ξαναβρίσκοντας τους αγαπημένους ρυθμούς μου δίπλα στην αληθινή αγάπη, φτιάχνοντας τη λίστα με τις επιθυμίες να ελπίζω και να ονειρεύομαι ότι θάρθουν κι άλλες δυνατές στιγμές στη ζωή μου.

Yπάρχει πάντα ένα καλοκαίρι υπερμεγενθυμένο και μεταφυσικό που μας στιγματίζει, που γράφεται ανεξίτηλα στη μνήμη μας για πάντα και αφήνει το αποτύπωμά του στο χρόνο για πολύ καιρό μετά.
Ένα αθάνατο καλοκαίρι Αγάπης !

Γνώριζα ότι είχα ζήσει στιγμές ευτυχίας κι αυτές ήταν εκεί για πάντα καρφωμένες στη μνήμη μου. Κανένας δεν θα μπορούσε να μου τις πάρει. Θα τις φυλούσα στις σελίδες της καρδιάς μου σαν πολύτιμο μυστικό.

Άλλες φορές πίστευα ότι :
Κάποια πράγματα είναι μοιραία και συμβαίνουν για να καθορίσουν ή να ξεδιαλύνουν κάποιες καταστάσεις. Η μοίρα είναι αυτή που καθορίζει, τις πιο πολλές φορές.

Ένας μεγάλος έρωτας που ήταν καθοριστικός για μας και μας έχει σημαδέψει το πέρασμά του και η παρουσία του στη ζωή μας, για όποιους λόγους κι αν έληξε, είναι ιερός.
Είναι ένα συναίσθημα, μια καταιγίδα ή ένα πυροτέχνημα, που μας έκανε να νιώσουμε την απόλυτη ευτυχία και κάποια στιγμή και τον απόλυτο πόνο. Κάτι που το ζήσαμε στο απόλυτο και θα μείνει πάντα γραμμένο – σφραγισμένο στα φύλλα της καρδιάς. Σαν ένα όνειρο, που έρχεται αναπάντεχα να μας κάνει να ξαναζήσουμε συναισθήματα μέσα από αυτό, λες και μας υποδηλώνει, ότι έχουν παραμείνει ανεξίτηλα, παρόλο που χρονικά θεωρούνται ξεπερασμένα κι όμως ζουν προς μεγάλη έκπληξή μας στο υποσυνείδητο μας.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - Μίνα Παπανικολάου – Τάσος Σταυρακέλης

Μίνα Παπανικολάου - Τάσος Σταυρακέλης ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ. Με διαφορά μηνών κυκλοφόρησαν και οι δύο ποιητικές συλλογές το 2011.Όραμα κοινό η ΠΟΙΗΣΗ.

Για την Μίνα Παπανικολάου «Σελήνης αντικατοπτρισμοί», για τον Τάσο Σταυρακέλη «Οι κραυγές της σιωπής». Που συναντώνται οι αντικατοπτρισμοί και που τέμνονται οι κραυγές στα παιχνίδια των λέξεων;

"Πάλι ξενύχτησες γράφοντας όνειρα ... σ΄ έναν κόσμο που σου κόλλησαν τη ρετσινιά του ονειροπόλου." θα πει ο Τάσος.

"Ακόμα ξαφνιάζομαι κάθε ξημέρωμα κι ακόμα αμφιβάλλω κάθε απόβραδο.." θα πει η Μίνα.

Κάπως έτσι ξεκινά η εσωτερική διαλεκτική, με τους δύο ποιητές ν’ αναζητούν εκείνες τις λέξεις, που θα απογειωθούν από τα ιδεοδρόμια της ψυχής τους και θα προσγειωθούν στις τυπωμένες σελίδες. Είναι οι αφηγηματικές των καταθέσεων στο ασύνορο του ονείρου. Αδιάβατοι δρόμοι και σκοτεινά αδιέξοδα που θέλουν να περπατηθούν και να φωτισθούν, οι λύπες της μεγάλης τρικυμίας. Έχουν την γεύση της αλήθειας οι στίχοι, στις υφάλμυρες λιμνοθάλασσες της λύπης. Μικροί ήρωες άυλων μαχών, ακολουθούν τυμπανισμούς στα πεδία της ποίησης με σταθερούς βηματισμούς. Αφουγκράζονται ήχους και μνήμες, στα ολοκαυτώματα της αγάπης.

Ένα ταξίδι στο όνειρο, στις τεκτονικές πλάκες της ανάμνησης, εκεί που πάντα επιθυμούν να ανακαλύψουν την ταυτότητα του νερού στα δυο δάκρυα, που από μάτια τρέχουν. Στην άδολη αγάπη που υψιπετεί στα κοιμητήρια της θλίψης, για να προσκυνήσουν πρόσωπα περασμένα και πόνους μυστικούς στης απραξίας το χάδι με άφωνους διαλόγους, που φωνάζουν το πολύ των συναισθημάτων. Νύχτα ρίχνουν τα δίχτυα αλιεύοντας συναισθήματα. Σκάλες κρεμούν στο φεγγάρι για να καταλαγιάσουν οι πόνοι. Με τις θύμησες να φράζουν τα αποστακτήρια ερωτικών αποσταγμάτων. Στάλα τη στάλα θα στάξει το άρωμα της γραφής στα μπουκαλάκια της καρδιάς, ώσπου να συλλεχτούν τ’ ακριβά αιθέρια έλαια της απόσταξης.

Στη Μίνα Παπανικολάου, αναγνωρίζουμε την απόφαση των λέξεων να αποκαλυφθούν και να χαράξουν σελίδες, στάζοντας το αίμα του ποιητή, βραδιές που η σελήνη αντιφεγγίζει στα πιο απόκρυφα μυστικά τις ενδότερες ενδοσκοπήσεις.
Επιχειρώντας την ανάγνωση στο "Σελήνης Αντικατοπτρισμοί" τη νέα ποιητική συλλογή της Μίνας Παπανικολάου, πάντα βρίσκομαι γύρω από τον δημιουργό και τι έχει να δώσει, τι τον οδήγησε σ' αυτή την καταγραφή; Κι όμως τα χέρια δεν ξεχνούν να γράφουν ότι το σώμα θυμάται, ότι ο νους αναπολεί σε βράδια παρηγοριάς. Η ίδια, αντί προλόγου ερμηνεύει τις δικές της προθέσεις, εν αναμονή μιας άνοιξης που έρχεται, φθάνει.."Ακόμα ξαφνιάζομαι κάθε ξημέρωμα κι ακόμα αμφιβάλλω κάθε απόβραδο" θα πει, δείχνοντας έτσι την μυστική αναχώρηση που καλείται να κάνει, κάθε φορά που ένα ποίημα γράφεται. Εδώ δεν αναζητείται το ύψος. Άλλωστε τα μεγάλα λόγια κι οι υπερβολές δεν είναι χαρακτηριστικό της ποιήτριας. Απλά δαιμονίζεται, ανεμίζεται, σκορπίζεται, γίνεται σκόνη στο ελάχιστο μόριο που κάποιος θα συναντήσει και θ' αναγνωρίσει τον κόπο, τον πόνο, την μετάγγιση των αισθήσεων στο χαρτί, για ν' αποκαλύψει στους άλλους και να αποκαλυφθεί το ματωμένο συναίσθημα που φεύγει και πάει για το άγνωστο, αφού μέχρι τώρα έτσι κι αλλιώς, τα άγνωστα μέσα της ανακαλύπτονται.
Η εσωτερική συνομιλία είναι η υπέρβαση του συνειδητού, που πλέον αποκόπτεται από τα τετριμμένα και καθημερινά , από τα πρέπει και δήθεν, ως να φτάσουν να γίνουν "είναι" που είναι η προσωπική αλήθεια κι η κατάθεσή της που γίνεται Τέχνη. Είναι η ανάμιξη μ' ένα παρελθόν, που πέρασε σε διαλεκτική με την μνήμη, μπροστά στον καθρέφτη της ομηρίας. Ανάρμοστη, απροσάρμοστη στα ραγίσματά του, αντανακλάται στα σπασμένα κομμάτια, στις φωνές που έρχονται και ξαναφεύγουν, στις συγκρούσεις που ματαιοπονούν κομματισμένες ψυχές.

ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (απαγγελία Φάνυ Πολέμη)

«Για να κατακτήσεις τους ουρανούς και τ’ άστρα τους,
ρίξε άγκυρα πρώτα στις στεριές
δέσε με όρκους ακριβούς
αγαπημένες φυλακές και λεύτερες ανάσες.»

Φθινοπώριασε

Μου αρέσει η αλλαγή των εποχών,
κοιτώ πως γίνεται το κόκκινο – χάλκινο στων δέντρων τα ακροδάχτυλα,
το πράσινο-κίτρινο στις γλάστρες με τον βασιλικό,
το γιασεμί παραμένει πεισματικά ανθισμένο,
το γαλάζιο του ουρανού γκρίζο,
η θάλασσα λίγο ν’ αγριεύει…
χωρίς να σε βαραίνει αυτή η αλλαγή, έτσι, επειδή είναι ώρα ν’ αλλάξουμε τα χρώματα…
Ανοίγω το βλέμμα στο καλημέρισμα της βροχής.
Θα βγω
με το ίδιο χαμόγελο που αντάμωνα τον ήλιο.
Βροχή μου, καλοδεχούμενη!

Η Μίνα Παπανικολάου δεν είναι η Μίνα που ξέρουμε, είναι η ποιήτρια που σχηματοποιεί τα μορφώματα και γίνονται ποίηση στις χαρτογραφήσεις των ορίων, στα ορόσημα υπερβατικής συμπεριφοράς, που πια δεν πληγώνει, αντίθετα λυτρώνει τον ποιητή. Κοιτάζει κατάματα το αναγνωστικό κοινό και στέκεται όχι απέναντι, αλλά δίπλα στις λέξεις της, υπερασπιζόμενη τα «θέλω» της, για να πει ακριβώς εκείνα που θέλει να πει.

Δεν θα βρούμε στην γραφή της σκηνικά άγνωστα, καθώς βρίσκουμε στα λόγια της χαραυγές που μαζί τους ξυπνήσαμε κι εμείς. Κι όσα το σφουγγάρι μάζεψε τώρα το στραγγίζει στην αρχή του νέου της ταξιδιού. Τινάζεται από πάνω της όλο εκείνο το δέρμα που γδάρθηκε στις αναπόφευκτες διαδρομές. Δεν λησμονά, πως άλλωστε να λησμονηθεί ο φόβος κι η θλίψη άρνησης του ονείρου, νύχτες που η σελήνη αντικατοπτρίζει σκέψεις επουλωμένες πια, γιατρεμένες από τα όμορφα που στήθηκαν στο οικοδόμημα της ποίησης.

Για τον Τάσο Σταυρακέλη, ποίηση ερωτική, που αναβλύζει την ασίγαστη επιθυμία για επιβίωση, στις μετωπικές των συναισθημάτων. Εσωτερικά τοπία που αφηγούνται, επαναπροσδιορίζοντας προαιώνιους φόβους και δισταγμούς, σε κρυφούς πόθους. Μικρά ουράνια τόξα, που καταδιώκουν και καταδιώκονται από σιωπηλές βροχές, με ταξίδια στο όνειρο. Αμετάφραστοι στίχοι κρυπτογραφούν χρώματα στα ιδεοδρόμια της λύπης.
Δεν είναι εύκολο για τον ποιητή, να αποκαλύψει τους ναυαγισμούς της ψυχής, στους ωκεανούς των αισθημάτων. Είναι εκείνος, που κοινωνεί στα σκοτάδια, την ελάχιστη ελπίδα για φως, που δίνουν χαμόγελα φωτεινά και χέρια ζεστά. Διαμελίζεται στη λάμψη, επιπλέοντας στο σκοτάδι της μοναξιάς, με αγορασμένα αποτυπώματα σε σεντόνια, κρατώντας το λίγο μιας επαφής.

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ(απαγγελία Φάνυ Πολέμη)

Έβγαλα από το μπαούλο της ψυχής μου
σεργιάνι στους αφιλόξενους δρόμους
της γκρίζας πόλης,
όλα τα θέλω μου,
κάτω απ’ τ’ αστέρια
σκότωσα όλα τα πρέπει και τα μη,
και με το αίμα τους έγραψα
στο τετράδιο της καρδιάς μου την λέξη «ελευθερία».
Έσπασα τα δεσμά μου.
Γιατί η ελευθερία δεν φορά χειροπέδες και φίμωτρα…

Πάντα ο ίδιος κόμπος στον λαιμό, όταν αδέσποτες νύχτες ματώνουν εκείνο που φεύγει νωρίς, χωρίς να προλάβει να το γνωρίσει. Αποκωδικοποιεί υποσχέσεις κομματισμένες με σιωπές που πληγώνουν. (Α)-συνήθη παραγγέλματα ακροβατούν ανάμεσα σε λόγια φτηνά κι αστεία γνωστά. Κι είναι η ψυχή που ζητάει να γαληνέψει στις παγωμένες περιπολίες. Ανταριάζεται με δανεικές χαρές, ρουφώντας αλύπητα τον δροσερό αέρα μιας ψεύτικης και δηλητηριασμένης αγκαλιάς. Αιωρήσεις που δεν αντέχουν σπίθες ματιών σαν φέγγουν σκοτάδια. Σαν Μαύρο πουλί που γλιστρά απαλά, για να πετάξει στην πιο βαθιά νύχτα. Κραυγές που θρέφουν την σάρκα στις αιχμαλωσίες του χρόνου, εγκλωβίζονται στους ιστούς μιας αράχνης αμνήμονης στο παρελθόν της αβύσσου. Προσκυνητές του εφήμερου, με αγοραίους έρωτες να εξαγνίζουν αμαρτωλά κορμιά αθωώνοντας πόθους στις μοναχικές εγκαταλείψεις.

ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - Συνομιλία με τον έσω εαυτό (απαγγελία Κατερίνα Καρύδη)

Συνομιλία με τον έσω εαυτό
Μεταξύ μας:
–Σκέψου, σκέψου και πες μου, τί περιμένεις σήμερα;
–Από το σήμερα, από το αύριο, από όλα όσα μας
πληγώνουν ή μας δίνουν χαρά;
Από εκείνα που λένε “είμαι” “έχω” “θέλω” “ελπίζω”
“προσφέρω” “υπάρχω”.
Και πώς τα βάζεις σε σειρά;
–Ποιο είναι πρώτο, ποιο περιμένει τη σειρά του,
καθώς νικά το επείγον;
Οι Σκέψεις γίνονται εικόνες, ήχοι, έργα.
Η δημιουργία ξεκινά από την απορία, την
περιέργεια, την ελπίδα.
Κι η Τέχνη με Τέχνη ας αναδυθεί.
Ψάχνω εκείνη, τη μια Λέξη,
που μόλις την αντικρίσουν οι άνθρωποι
θα την κοιτάξουν στα μάτια
και θα δουν όλο τον κόσμο μέσα της.
Αν τη βρω ,αν τη συναντήσω, θα τη χαρίσω"

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - Στη Θάλασσα της ψυχής σου (απαγγελία Γιώργος Βουζουλίδης)

Λαμνοκοπώ στη θάλασσα,
και στο γαλάζιο των ματιών σου
ψάχνω κρυμμένους κώδικες
στα σινιάλα των φάρων
της ψυχής σου.
Με ένα νεύμα σου,
στην καρδιά σου να τρυπώσω
και κάθε πίκρα σου
στον ωκεανό της λήθης να τη ρίξω…

Ο Δημήτρης Ερατεινός τραγουδά:
Τζίλντα
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Νίκος Αντύπας

Για τους ποιητές μας, Μίνα παπανικολάου και Τάσος Σταυρακέλης, η αγάπη είναι λυγμός στο σταυροδρόμι της αναζήτησης. Σε ποιο στόμα, σε ποια χείλη θ’ αρμενίσουν τραγούδια; Μεσίστια ανεμίζουν στα κατάρτια, στάζοντας αιμάτινες στάλες σπαταλημένων λέξεων στα πληκτρολόγια της υπομονής, μεταγγίζοντας αισθήσεις στο χαρτί. Θανατηφόρες προσκρούσεις με τα κύματα, που ταξιδεύουν ζωές στο αλησμόνητο χθες. Εικόνες μοναξιάς σε ώρες που η θλίψη θρυμματίζει και θρυμματίζεται σε κρύσταλλα, αντανακλώντας τα πολλά πρόσωπά της. Μετράει τον χρόνο μόνη, τον δυναστεύει, τον σκοτώνει, για χάρη μιας χίμαιρας ονείρου, στης ζωής το μονοπάτι. Εφησυχασμένη μετά, θα διηγηθεί αήττητες θραύσεις στα ορυχεία της ψευδαίσθησης. Θα την αγαπήσει σε καιρούς που η χειμερία νάρκη των αισθήσεων θα ξυπνήσει, καταγράφοντας όλο το φως της αναβιωμένης ανάμνησης.

Η ποιήτρια μας χαρίζει τον δικό της παράδεισο, τον χτισμένο, πότε με απαλά σύννεφα και πότε μ' αντάρες και καταιγίδες, στήνει το δικό της δίχτυ στην ανάμνηση από ένα παρελθόν που έφυγε, αλλά κι από ένα μέλλον που ακόμα δεν ήρθε. Κατοικεί στην στεριά, αλλά και στον ουρανό έχει χτίσει ένα άλλο σπίτι με αρχιτεκτονικούς γοτθικούς ρυθμούς, για ν’ αγγίζει αισθήσεις ξάγρυπνες. Κάνει το αδύνατο δυνατό, εφευρίσκοντας τρόπους, με τραβηγμένες κουρτίνες, για να μπαίνει το φως κι οι άγγελοι που το μεταφέρουν. Της μοίρας τα κύματα προκαλεί, να ηχήσουν το βουητό, να χτυπήσουν το βράχο, να τον σπάσουν για να βρουν τον κρυμμένο θησαυρό μιας καρδιάς, που υπομονετικά περιμένει να την ανακαλύψουν. Γιατί εδώ δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι, ήρωες και ηττημένοι. Η νίκη είναι απώλεια κι απώλεια απόγνωση στα σκοτεινά θέρετρα της θλίψης.

Για τον ποιητή, υπάρχουν αποτεφρωμένες μνήμες, ηδονικές, που αγαπούν ένα ψέμα, καίγοντας σκιές στα κρεβάτια της λήθης. Γιατί έξω από το δίκαιο κι από το άδικο ορίζονται τα συναισθήματα. Άλλωστε, οι σκιές δεν ορίζουν φεγγάρια ολόγιομα σε ασέληνες νύχτες. Σε απατηλά βράδια, σώματα λατρεύονται, για μια νύχτα μόνον στις περιπέτειες της αποπλάνησης.


ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (απαγγελία Κατερίνα Καρύδη)

«Αδιανόητο να χαμογελώ, την ώρα της θλίψης σου,
την ώρα της πιο μεγάλης σου τρικυμίας»

Χωρίς αντικατοπτρισμούς

Ποτέ δεν είδες
Ποτέ σου δεν άκουσες.
Μία ήταν πάντα η αλήθεια
πίσω απ’ τα ραγισμένα μάτια,
πως όχι άλλωστε;
Μία απλή αλήθεια, μα δεν την είδες.
Βουτηγμένος σε μεγαλόπνοα σχέδια,
σε μάχες αδηφάγες,
χάραξες πιο βαθιά τον καθρέφτη.
Μα εγώ πίσω από αυτόν
σε βλέπω καθαρά
χωρίς αντικατοπτρισμούς
χωρίς παραμορφώσεις
χωρίς ομορφο-ποιητικούς φακούς.
Όπως είσαι,
ακριβώς όπως είσαι.
Η ραγισμένη συνείδηση της αγάπης.

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - Alma libre (απαγγελία Γιώργος Βουζουλίδης)

Δέξου την αγάπη μου.
Μια αχτίδα φωτός είναι
που σε μια χαραμάδα ζωής
θέλει να φωλιάσει.
Δέξου το φιλί μου.
Δραπέτης της μοναξιάς είναι που ελευθερία ψυχής αναζητά
να ξαποστάσει. Δέξουμε,
Έτσι, όπως είμαι.
Ένα αμαρτωλό κρινάκι
που ο άνεμος συνέχεια παρασύρει σε Δαίμονες,
και που συνέχεια πολεμάει την σκιά του εαυτού του.
Δέξουμε.
Καθρέφτης είμαι,
κοίτα μέσα κι αγάπησε,
νιώσε με, και αν με σπάσεις,
έλα ένωσέ με…

Ο Πάνος Λαμπρίδης τραγουδά:
Κάποτε θα'ρθουν
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Αναζητούν υποσχέσεις στους θλιβερούς κύκλους που έκλεισαν. Λυτρωμένοι θ’ αναγνωρίσουν, πως κατακτήθηκαν από άυλα όνειρα, με δριμύ πόνο. Τώρα κυλά απαλά στα προσκυνητάρια, με τα χέρια να γράφουν την αρχή και το τέλος εκείνου που άδοξα έσβησε. Δεν μπορούν να μισήσουν. Ταγμένοι στην αγάπη κυνηγούν τα «θέλω», τα «όχι», τα «πρέπει», τα «μη», πίσω από κλειστά παράθυρα. Μεταξένιες αισθήσεις στα περιθώρια της λύπης, στα ηρωικά χαρακώματα της ποίησης, που φεγγοβολούν φτερουγίσματα. Αερικά που ζουν και δροσίζουν με την ανάσα τους τις έρημες στέπες της γραφής τους.
Φιλντισένια εδώλια στους βωμούς ανειρήνευτων αναζητήσεων. Εκτεθειμένα αφήνονται στο φως. Με τρεμάμενη φωνή καλούν τον άνεμο να ταξιδέψει πνοές σε απάτητα σύμπαντα. Τι κι αν υπήρξαν πτώσεις πολλές. Τι κι αν μάτωσαν ακροβατώντας στην σκηνή του παράλογου; Ξεχασμένες μα όχι λησμονημένες ιστορίες, από ένα παρελθόν που δίκαια τους ανήκει. Καταφύγιο μοναχικών καταδύσεων, στα αποκηρυγμένα βάραθρα της νοσταλγίας.

Στη Μίνα Παπανικολάου το ταξίδι στις άκρες του ουρανού δεν έχει τέλος. Με νέες φόρμες αντικαθιστά τους τίτλους με αποστάγματα, στα ικριώματα των στίχων. Εισάγει μια νέα ακολουθία στην ολοκλήρωση της θεματολογίας, καθοδηγούμενη από την δυνατότερη δυνατή ανάγκη να κρυσταλλώσει τον λόγο σε μια γραμμή μόνο, για την ποιητική παραπομπή, μετρώντας ένα - ένα τ' αστέρια που φωτίζουν τον δρόμο της. Στα τοπία της δεν υπάρχουν τελείες, αλλά αποσιωπητικά, που συνοψίζουν την συνέχεια των μεθυσμένων ιστοριών, που δεν έληξαν, αλλά κατ' εξακολούθηση διαπράττονται, απενοχοποιημένες από στεγανά και πρότυπα, που άλλοι εμφύσησαν κι έντυσαν κυτταρικούς ιστούς, τίκτοντας την εξελικτική αναζήτηση στον αέρα. Μόνον που εκεί όλα πληρώνουν ακριβά το τίμημα ανεξάρτητης και προσωπικής ενδελέχειας για ένα και μοναδικό άγγιγμα. Να χωρέσουν οι στίχοι σ' ανατολή και δύση, καταργώντας ερινύες ή μεταπλάσσοντας την παλιά σκουριά σε ανοξείδωτο κράμα, ώστε να παραμείνει αλώβητο στις οξειδώσεις του χρόνου.

Στον Τάσο Σταυρακέλη λεηλατημένοι σπαραγμοί από αλυσοδεμένα φαντάσματα, κρύβονται σε γιορτές, σε νικητήριους θανάτους πνιγμένους μόλις σε μια σταγόνα ευτυχίας. Κι ούτε λόγος για αγάπη, για φτερά που θέλησαν να υψώσουν το λάβαρο του έρωτα πάνω από τα θραύσματα του πάθους. Τρικυμισμένοι εραστές θα ναυαγήσουν άλλη μια νύχτα στους όρμους της θλίψης.

ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (απαγγελία Κατερίνα Καρύδη)
Διαπρέπω ως ήρωας, όσο διαπρέπεις ως ηττημένος

Άγγελοι
Χωρίς μορφή απομακρύνομαι.
Η υπόσχεση...
βήμα - βήμα,
ένα κι άλλο ένα...
Θα πάει μακριά ετούτη η πνοή,
σε σύμπαντα απάτητα.
Αλώβητοι θα βγουν οι λυτρωμένοι,
όπως ορίζει η μοίρα τους.
Κανείς δεν θα κατανοεί,
πως Άϋλοι πια,
δεν πονούν."

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - ΕΚΠΤΩΤΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ (απαγγελία Γιώργος Βουζουλίδης)

Άγγελοι με φτερά τσακισμένα,
σαν μαριονέτες που το νήμα τους
κόπηκε, και μετέωρες έπεσαν
σε μια αφιλόξενη στείρα γη.
Φτερούγες ματωμένες από βέλη φαρμακερά,
Φτερούγες που για λίγο υψώθηκαν και έπεσαν
άδοξα σε μια ουτοπική σκηνή
παίζοντας σε έργο που δεν ήξεραν
χωρίς θεατές, στο θέατρο του παραλόγου.
Κορμιά, έκπτωτοι άγγελοι,
που πλήρωσαν το τίμημα να ζήσουν ελεύθερα,
σαν αετοί,
μα στον πρώτο κεραυνό χτυπήθηκαν.
Κορμιά, Έκπτωτοι Άγγελοι.
Σαν κι αυτά της πλατείας,
που τα κοιτάς φοβισμένα και φεύγεις,
λες και θα μιάνουν την δική σου τη ζωή…

Τις νύχτες μεγαλώνουν οι εφιάλτες που κατασπαράσσουν την αθωότητα. Μια σπίθα απ’ τα μάτια τρυπάει το παρελθόν, προσδοκώντας να σπάσει το βλέμμα τ’ ουρανού στις εξόριστες ιεροτελεστίες της απόγνωσης. Αλύπητα εισχωρεί η μοναξιά στα κορμιά. Σώματα που διψούν να δαμάσουν, να ξεκλειδώσουν άλλα σώματα, υπερασπιζόμενα την ελπίδα σε αδειανούς δρόμους. Φυλακίζονται σε ερείπια σπασμών, σβήνοντας σκέψεις στα επικίνδυνα τοπία αγγιγμάτων.

Στην Μίνα Παπανικολάου, μπλέκουν κάποια στιγμή οι ανάσες και γίνονται "ανάσα", μία και μοναδική διαδρομή έκφρασης της ζωής. Χωρίς πολλαπλές εκπνοές, αναγεννούν την αγάπη, με αυτοθυσία τα δάκρυα που πέφτουν και μαραίνουν πληγές. Γητεύουν με επιθέματα συναισθημάτων την αξία της ζωής, που ακροβατεί στο ωραίο, στο υψηλό, στον ενατενισμό του ιδεατού, καθώς υπηρετείται και υποτάσσεται γλυκά, αυτοθυσιάζοντας τα εύκολα για τα δύσκολα. Εναρμόνιση και αποδοχή ληγμένης μελάνης, που θα γράψει αρμονικές πτήσεις ζωής, για τα πεπραγμένα που ξημερώνουν σε σταθμούς καημού και λύπης. Δραπέτες απόκληροι μιας άλλης εποχής, καρφώνουν τα δικά τους καρφιά σε ανοιγμένες καρδιές, λάμποντας σαν φωτοβολίδα που σκάει το αίμα καθώς εκτινάσσεται σε κανονικούς ανθρώπους, υψώνοντας ρομφαία στο απρόοπτο.

Στον Τάσο Σταυρακέλη, έκπτωτοι άγγελοι πιασμένοι στην απόχη των λυγμών. Με την μοναξιά να λιώνει, να ματώνει τα σπασμένα φτερά τους, στους καθεδρικούς ναούς της θλίψης. Κυλούν αιμάτινες στάλες στα τζάμια, στις εικόνες των κολασμένων άγιων της αγάπης. Στου πυρετού το ψέμα αναζητούν «φυσαλίδες επιβίωσης», βάζοντας ελπίδα στα πόδια, για να σώσουν και να σωθούν από τους λαβύρινθους της αβεβαιότητας, με την βεβαιότητα πως όλα όσα συμβαίνουν οδηγούν στην Εδέμ της ευτυχίας.

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - ΑΤΙΤΛΟ (απαγγελία Γιώργος Βουζουλίδης)

Δάμασε το άτακτο σώμα μου,
αυτό που τις νύχτες
σαν εξόριστος του έρωτα
με τη σκιά του πιάνει
σιγανή κουβέντα.
Σε αξημέρωτα σκοτάδια απόγνωσης.
Σκοτάδια, και η μοναξιά
να με κατασπαράσσει…


ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ (απαγγελία Κατερίνα Καρύδη)

Βήματα αχνά,
σε μια νύχτα σαν την αποψινή,
όλο πιο κοντά στην αλήθεια μας.
Νοιώθω να νυχτώνει πιο γρήγορα.
Μα γιατί τρέχει η νύχτα;
Μα γιατί τρέχεις εσύ;
Δεν υπάρχουν σκιές πια.
Όσο ο έρωτας κυβερνά αυτές τις ώρες
δεν υπάρχει νύχτα.
Λύκνο να ξαποστάσεις η καρδιά μου.
Έλα.
Γείρε,
κλείσε δυο μάτια μελένια
σαν ζαχαρωμένα σύννεφα.
Ποιος θα ταράξει τα όνειρά σου;
Φύλακάς σου θάμαι
γερμένη κλαίουσα.
Φύλακάς σου θάμαι
Αγιόκλημα στα δάχτυλα πλεγμένα τα μαλλιά σου.
Και φως ανέσπερο
για τα σκοτάδια
που καμιά φορά σκιάζουν τις σκέψεις σου.
Γείρε
κι άκου της νύχτας μας το μέρωμα.
Μα ποια νύχτα αντέχει να προβάλει
σαν είμαι εδώ, φύλακάς σου;

Πάνος Λαμπρίδης & Δημήτρης Ερατεινός (τραγούδι)

Η ποιήτρια ψάχνει στην κόλαση τον δικό της παράδεισο, με τον "Μονόλογο από το Α ως το Ω του ΑγαπΩ", όλα εκείνα που αναδύονται με αίσθημα ελευθερίας, με Φως, με Αγάπη, τιμώντας αξίες κι αρετές που αν κι εμφυτεύθηκαν στην συνείδησή της, εντούτοις η ίδια καλλιέργησε, αξιοποίησε και ανάδειξε με τον τρόπο που ζει, που ονειρεύεται, που υπάρχει. Με επιλογές που τίμησε και την τίμησαν προχωρά στα δύσκολα μιας ζωής μικρής, γευόμενη την χαρά της δημιουργίας, με μια ευχή στην καρδιά, στο μυαλό, στο χέρι που απλώνει για ν’ αγγίξει το μικρό κομμάτι ουρανό που της αναλογεί, με την βεβαιότητα, πως το όνειρο είναι ένας ποταμός, που κυλάει σε όμορφες όχθες.

Για τον ποιητή, η κλωστή που τον δένει γίνεται ποτάμι. Βυθίζεται στις όχθες φιλντισένιας νύχτας, χρωστώντας την αθωότητα της ψυχής, σε δυο ροδοπέταλα αφημένα γλυκά, στα πέταλα της καρδιάς. Η όαση της αγάπης, τραγουδισμένη με συναξάρια αντάμωσης τον καλεί σε περίπατο, που σεργιανούν χαρές ελευθερίας.
Η ποίηση του δίνει την δυνατότητα να ξορκίσει και να κυνηγήσει τους δαίμονές του, αναβιώνοντας μνήμες. Επιθυμεί να εξιλεωθεί από αμαρτήματα σκονισμένων ονείρων στα συρτάρια της απόγνωσης, ως να πνιγεί ξανά, σε αιμοστάλαχτα φεγγάρια ερώτων. Δεν χωρούν στην βροχή του «σταγόνες λησμονιάς» που πολύ τον πόνεσαν παρά μόνον στάλες που πλένουν γλυκά τα διαμαντάκια της ψυχής του.

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - ΜΙΑ ΑΣΕΛΗΝΗ ΝΥΧΤΑ (απαγγελία Γιώργος Βουζουλίδης)

Τίναξε τις φτερούγες σου,
τις ποτισμένες με δάκρυα
και αίμα της ψυχής σου
και πέτα στην δική σου
την Εδέμ - μου είπες.
Δραπέτευσε απ’ τα σκοτεινά
τούνελ της σκέψης,
σ’ αυτά, που χρόνια τώρα
ερωτοτροπούν έρωτες δυνάστες
με τη μοναξιά,
σ’ έναν έρωτα θανάτου.
Βγες στο φως, σμίξε μαζί του
είπες, κι ύστερα χάθηκες,
στο έρεβος μιας ασέληνης νύχτας.
Αφήνοντας το μόνο αποτύπωμά σου,
ένα δάκρυ στο σεντόνι να στεγνώνει, σαν λεκές
από τα πάθη της δικής σου της ζωής…

ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ (απαγγελία Κατερίνα Καρύδη)

Λέξεις,
λόγια,
σύμβολα
καινά
κενά.
Ήχοι,
φωνές,
εικόνες.
Στις σιωπές γεννήθηκες.
Πώς να σε λατρέψουν οι λέξεις;
Αδυνατούν
σβήνουν
εξαϋλώνονται.
Σκόρπιοι ψίθυροι
αύρες εσπερινές
κραυγές λατρείας.
Φεγγάρι,
τόσο μακρινό και αντίκρυ μου.
Λάμψε.
Η καινή σιωπή θα σε τιμά
θα ραίνει ευλογημένο μύρο αγάπης
στα ακροδάχτυλά σου.
Μα εσύ στο μεσουράνημά σου
μόνο λάμψε.

Ο Πάνος Λαμπρίδης τραγουδά:
Έβδομος φόβος
Στίχοι:Πάνος Λαμπρίδης
Μουσική:Πάνος Λαμπρίδης

Ο Δημήτρης Ερατεινός τραγουδά:
Κάτω απ' τη μαρκίζα
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου.
Μουσική: Γιάννης Σπανός.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ – Ζωή με λες

«Στα μάτια σου * γίνομαι ένας μικρός κόκκος σκόνης * Κι αν με φυσήξεις * θα χαθώ στο ατέρμονο άπειρο * να μη με ξαναβρείς μπροστά σου * Να μην υπάρξω ποτέ ξανά μου».


Λόγια του Γιάννη Φιλιππίδη, από την καινούργια του συγγραφική έκπληξη, «ζωή με λες», που κυκλοφόρησε από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, τον Δεκέμβριο του 2011.
Οι λέξεις του δένουν αρμονικά με το φωτογραφικό υλικό της Ρενέ Ρεβάχ, υποβάλλοντας τον αναγνώστη σε μια προσεχτική παρατήρηση τόσο της εικόνας όσο και των λέξεων του δημιουργού.

Είναι που αναζητά μια νέα φόρμα, για να εξορύξει την έμπνευση και να τοποθετήσει τον πνευματικό πόνο του, με την σεμνότητα και το ήθος που τον διακρίνει. Έτσι οι φθόγγοι, τα γράμματα οδηγούν τα νοήματα στο χαρτί και γίνονται ύλη που σχηματοποιείται σε εικόνα, σε δράση με το μελάνι να κυλλά ανάμεσα, ταυτοποιώντας το ύφος του καλλιτέχνη.

Ο «μικρός κόκκος σκόνης», γίνεται ήλιος, σύννεφο, τραγούδι, ουρανός, που επικάθεται στο γραφείο της νοσταλγίας, στα πλήκτρα, που πληκτρολογούν ψιθύρους και αναστεναγμούς, χαρές και φόβους. Κι όσο η σκόνη σκορπίζεται τόσο τα γέλια, οι αναμονές φτεροκοπούν την ενέργεια, στους ανθεκτικούς ορίζοντες της περιπλάνησης. Ηλιόλουστα πρωινά και ήσυχα μεσημέρια βουρκώνουν την αγωνία, για όσα αργούν να ’ρθουν, σε άγονες ευθείες που καλλιεργήσανε άλλοι.

Το βιβλίο «ζωή με λες», είναι μικρές ιστορίες Ζωής, που ξετυλίγουν την γλύκα των όμορφων σκέψεων στο σκοτάδι. Συναντιούνται κάτω από ήχους βροχής κι αλλάζουν ζωές. Πίνουν αχνιστό καφέ, ξοδεύοντας βήματα σε γόνιμους προορισμούς. Οι αποσκευές γεμίζουν σκόρπια λάθη, που όμως μπορούν ξανά να ενώσουν ζωές. Κι όσα τραγούδια απέμειναν, παίρνουν φωτιά, για να φέγγουν στόματα, που θα τραγουδήσουν στην άκρη ενός στοργικού ουρανού.


«Μακρινές γραμμές

Μες στους καθρέφτες, θα μετρήσουμε απ’ την αρχή τις θεωρίες που καταδικάσαμε σ’ αιώνια σκόνη κι όσα απογεύματα από Κυριακές ευχήθηκες, να ’χε ρουφήξει η ροή του χρόνου, πριν τις τρέξουν οι ωροδείκτες. Σε παραλίμνη πλημμυρισμένη από φύλλα κόκκινα θα περπατήσουμε, ώσπου να θυμηθείς ξανά, παλιά ρεφρέν από τραγούδια, που σου ’φερναν στιγμιαία αναφιλητά στα γυμνασιακά μας χρόνια.
Πίσω θα πάμε, μέχρι την πρώτη αγκαλιά που εμπιστεύθηκες την εποχή, που ανυπόμονοι μπορούσαμε και βλέπαμε τις μακρινές γραμμές απ’ τα παράθυρα του έξω κόσμου.»


Στυλιανή τ’ όνομά της. Κάπου-κάπου την βλέπουν οι ψαράδες να ξεπλένει την μορφή της η υγρασία και το πούσι. Είναι η νεράιδα του παραμυθιού, του μύθου, της ιστορίας που έγινε θρύλος. Κλαίνε τα μάτια κάθε που φυσά ο άνεμος στο πέλαγος της μοναξιάς. Πίκρες που μας θέλησαν και τις θελήσαμε, γίνανε αιχμάλωτη συντροφιά στο απέραντο. Απροσκύνητο άγαλμα με αχτένιστες μπούκλες στην κόχη των βράχων.

Ο Γιάννης Φιλιππίδης κατάφερε σε τούτο το βιβλίο, να συγκεντρώσει συλλεκτικά αναγνώσματα, από το απόσταγμα της ψυχής του. Σε αληθινούς καθρέφτες αντανακλούν οι φόβοι για την φιλία, τον έρωτα, τα συναισθήματα. Μας πηγαίνει στις μακρινές γραμμές, στα περιθώρια των αγγιγμάτων, πίσω από ψηλά κτίρια, σε δρόμους που φαρδαίνουν την απόγνωση. Παίρνει την θλίψη από τα μάτια η αισιοδοξία για το αύριο. Γιατί οι φυγές έχουν το χρώμα της πόλης. Παρατείνεται η προσμονή στη γλύκα του ανέφικτου. Κι όσο αυτό μοιάζει μαγικό έχει τη δυσκολία, αλλά πάντα κάπου καλά κρυμμένο στις φυλλωσιές των δέντρων, ο άνεμος ψιθυρίζει χάδια στο εφικτό. Από την αδράνεια της Κυριακής, στη δράση μιας βδομάδας κοπιαστικής, ανώνυμων και αθέατων υποσχέσεων, φιλτράρουν την επιθυμία του προσδόκιμου. Δεν είναι εύκολο να ενταχθεί σε κείνο που θρέφει και θρέφεται από την έλλειψη, μπορεί όμως εύκολα ν’ ανταλλάξει δροσερές καλημέρες στη λιακάδα μ’ ένα χαμόγελο.

Στο ποτάμι του χρόνου, το «ζωή με λες» του Γιάννη Φιλιππίδη κυλάει τους διαλόγους. Τα πρόσωπα είναι ο ποταμός που στα νερά του κρίνεται η επιείκεια, όταν η σάρκα φοβάται. Αλλάζουν οι άνθρωποι και μαζί μ’ αυτούς κι ανάγκη κι η συνήθεια. Κι όσο πιο πολύ αλλάζουν τόσο μαζεύουν τα μαλάματα της αλλαγής που φέρνει ο χρόνος. Ρευστά κρύσταλλα που ανταλλάσσονται σε μια αγκαλιά.


«Ζωή με λες και θα ’θελα, να μ’ αγκαλιάζεις πιο συχνά, να δραπετεύουμε από την ασκήμια, από ανησυχίες που φωνάζει η μέρα και τις μασκαρεύει το σκοτάδι, που απλώνεται ταυτόχρονα με το νυχτερινό βουητό, που φέρνουν πρόθυμα οι ανεξέλεγκτες στροφές στο πληγωμένο σου συναίσθημα.»


Μέσα στους παγωμένους καθρέφτες τα είδωλα χαμογελούν. Ο συγγραφέας αγκαλιάζει αγαπημένα πρόσωπα που οικοδομούν νοσταλγία. Με υλικά λέξεων προσδιορίζει απουσίες, παρουσίες μέρες και νύχτες, αυγές και μεσημέρια, απόβραδα και βράδια σκοτεινά. Στο φως, λαχτάρες κρυφές κι ανταμώματα. Στιγμές αλήθειας και ψέματα πυρπολημένα φωτίζονται. Μεταναστεύουν, σιωπούν, συγχωρούν, ταξιδεύουν, αμνηστεύοντας μνήμες.

ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΞΥΔΗ – Τακούνια καίγονται στο φούρνο

Το 20011 κυκλοφόρησε από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, η νέα ποιητική συλλογή της Χαριτίνης Ξύδη, «τακούνια καίγονται στο φούρνο».

Ποιητικά ταξίδια σε άνυδρες στέπες είναι η γραφή της, που δροσίζει την ερημιά των χωμάτων. Πλένει αστραπές, που ιχνογραφούν αθόρυβα τα περιγράμματα του πόθου, αποκεφαλισμένων εραστών. Κάπως έτσι ξεκινούν οι ιδανικοί φόνοι στον έρωτα. Ανασαίνει θάλασσα προσπαθώντας να «βαδίσει όρθια σε μια στάλα επιτάφιο ωκεανό». Φυλλορροείται το λευκό στο μπλε, για να διυλίζεται η θρησκεία του έρωτα. Σε τραγουδισμένους ύμνους αγάπης, γίνεται το δοξάρι του λυρισμού.

Η ποιήτρια κοινωνεί με μελάνι, για να γράψει εκείνο που και η νύχτα ζηλεύει στα τοπία άμοιρων προσανατολισμών, με χορούς δαχτύλων στης αφής το παραπέτασμα. Ασετιλίνη φωτίζει αγρύπνιες στο μισοσκόταδο της λύπης. Δεμένα τα μάτια υποχωρούν σε σώματα που υποτάσσουν και υποτάσσονται στη δίνη του έρωτα. Ξαναγεννιέται τότε η Φαίδρα περιμένοντας τον Ιππόλυτο στα Ιλίσια πεδία. Στα αυτοκτονικά τείχη της ποίησης καταθέτει την τρυφερή μελαγχολία της απώλειας. Όμηρος της αγάπης, εξοστρακίζεται από τον δούρειο ίππο των συγκινήσεων, που έκρυψε στα σπλάχνα του, την ηφαιστειακή έκρηξη της άλωσης του φωτός, τη σφοδρότητα του πάθους.

Αθεράπευτα ερωτευμένη, ξετυλίγει τον πιο βαθύ πόθο και πόνο, στα νερά του Νείλου. Υποκύπτει, βυθίζεται κι εξομολογείται τον έρωτά της. Ζει στη σκιά τραγουδώντας τον παράδεισο που κατοικεί όχι στο διάφανο, αλλά στο σκοτεινό μιας αβύσσου, βιώνοντας, απροετοίμαστη όπως πάντα, «φριχτές στιγμές ευτυχίας μέσα στην άβυσσο». Γιατί «ο ερωτισμός επαληθεύεται σ’ όλες τις πλάγιες πτώσεις». Κι όσες θάλασσες κι αν καταπιεί, θα επιπλέει με λαθραίες, ενοχικές πλεύσεις στους μοιραίους αναλφαβητισμούς του έρωτα.


ΣΑΛΩΜΗ

Ο εραστής μου είναι
Από αιώνες
Αποκεφαλισμένος
Δεν θα χρειαστεί
Να χορέψω


Αγαλματοποιία

Το προνόμιο που παραχωρούν τ’ αγάλματα
καλλιεργείται στην άμμο των αντιφάσεων
στο άνυδρο των ερήμων
είναι απότοκο του σκοταδιού
απόγονος του θηρίου

Το προνόμιο που παραχωρούν τα κυκλαδικά εδώλια
είναι αποδημητικό καλώδιο
φίδι που αναρριχάται στο λαιμό
και μαύρο γυαλιστερό λάστιχο που
τυλίγεται γύρω από το κορμί και το σφίγγει

Εγώ οργώνω τον Άδη
για την καινούργια σπορία των πλανητών
Εσύ είσαι ο σπορέας των Άστρων
το σπαθί στη ζώνη του Ωρίωνα
Κι εγώ τα στάχυα της νύχτας σου
τα στάχυα και ο κόλπος της


Στις κατολισθήσεις του ήλιου γιορτάζονται λάμψεις, ανάβοντας φωτιές στο διαφορετικό της γραφής. Στάχτη και σκόνη σηκώνεται στου ορίζοντα την γραμμή. Στα περιθώρια, άγρια θηρία οι λέξεις καλπάζουν την ερωτεύσιμη πλευρά της αγάπης. Με αφηγηματικά παραμιλητά, σκορπίζεται εκείνο που έμεινε χαραγμένο στο παρελθόν και το παρών. Άφησαν για το μέλλον έναν καυτό άνεμο, να φυσά κομμάτια φεγγαριού, για να φωτίζει μυστικά διαδρομές στο ανεξήγητο της ερωτικής παράνοιας.

Ανάμεσα σε ποταμούς και δρόμους ντύνεται η σιωπή με λέξεις της αβύσσου. Πηγές λήθης ξεδιψούν της λησμονιάς το άγριο κτήνος. Δίνεται η χάρη της γεύσης, για την ανάμνηση του ψεύδους στους ακριτικούς κι απρόσιτους προορισμούς, που νικούν την απόσταση. Τα βράδια α-σέληνα καίγονται, αφού πρώτα δεθούν με αλεπύρσφαιρα γιλέκα, για να γλυτώσουν από το πυρ το ενδότερο, ενώνοντας χρόνια με κοινά βήματα σε συμφραζόμενα συναισθήματα.


Ελαιώνας

Από τον ίσκιο μέχρι τα λάθη μου
καμιά εκεχειρία δεν με βόλεψε
γιατί του καπέλου μου συσπάται
από πράξεις για δεκαδικούς – για άρτιους
δισύλλαβες περόνες – τις τραβάω.
Πέφτουν πέταλα απ’ την χειροβομβίδα…
Δεν είναι που βραχυκυκλώνω γιατί
αυτές τις νύχτες τις κυλάς στο φάρυγγα
σαν άνεμος στο όστρακο ή στον ελαιώνα…
Δεν είναι το ερύθημα προπατορικό, λάβρο
όπως το ανακαλώ αναλυτικά με την ομολογία
της αντιύλης…
Είναι που νομίζω πως κάθε πρωί ο ήλιος βγαίνει
για να φωτίζει μόνο ό,τι εμείς ζούμε μυστικά…


Φεύγουν μεθυσμένα τα γράμματα, παραπατούν πικραμένα, λυπημένα, υπογράφοντας ανεξίτηλους πόνους. Επιστρέφουν το ανεπίστροφο των αισθήσεων. Μέσα σε ρωγμές χαράχτηκαν με νύχια στίχοι, ταράζοντας ευαισθησίες κι ουσίες σκιρτημάτων στις κλίνες ανοιξιάτικου επιτάφιου. Πρόσχημα ήταν η ποίηση που υπαγόρευε την αγόρευση της ρητορικής ποιητικών διαδρομών ως τον παράδεισο.

Στα διπλωμένα μαξιλάρια ακουμπούν λάθη και σφάλματα στην ιδανικότητα της κατάκλισης των σωμάτων. Με την αφή στα δάχτυλα, στα χείλη, ανοίγουν το παράθυρο στο φως, για να φορεθεί ξανά ο ήλιος στην μέση ενός καιρού ασάλευτου με σαλεμένη την έξαρση. Σε τόπους που δοκιμάζουν και δοκιμάζονται από χρόνους δίσεκτους με πικρούς στοχασμούς, μια γυναίκα ευτυχισμένη, αναδιπλώνει αναμνήσεις.

Καρφώνουν τα μάτια δακρυσμένους σταυρούς κι ακούν μουσική από μελωδίες, στη σκηνή έντεχνης μαγικής απόλαυσης. Στο τυχερό αστέρι πλανητών ανεξερεύνητων, επιμένουν να χορεύουν ξεπεσμένοι δερβίσηδες με την δράση χορευτών που σαλεύουν τα - θέλω - τους. Θα υλοτομήσουν χαρές με σιωπηλές παλινδρομήσεις στα δευτερόλεπτα των ακαριαίων θανάτων του μίσους, αφού πρώτα φιλήσουν πληγές ανοιχτές, στο γδαρμένο τους δέρμα.


Επιτάφιος

Καμιά φορά στον ύπνο μου νιώθω το ευώδες
από λυπημένα άνθη επιταφίου
λες κι αυτές οι ώρες της ακινησίας εκπαιδεύονται
από μια ψευδαίσθηση που ζεσταίνεται
από πένθη και κλάματα
θητεύοντας χρόνια στο ίδιο μαξιλάρι.
Ξυπνάω τότε γιατί θεριεμένο το αίμα
ζητάει πάλι να θυσιαστεί σε ρευστά γράμματα
για τις υπογραφἐς του πόνου.
Τα θάβω. Όλα. Τόσο βαθιά που να μην
μπορούν ν’ ανασάνουν.
Ξεκινάει ένας γλυκός θυμός απ’ το στομάχι
φτάνει στον ουρανίσκο παλίνδρομος
από εκείνους που άλλοτε ισιώνουν το αίσθημα
κι άλλοτε το καμπυλώνουν μέχρι
που γἐρνει προς την περηφάνια
να επιμένει κανείς στη ζωή.
Πιστεύω στην αφή που συναρμολογεί
τη δύναμη που με κάνει να σταματάω
να περιμένω εξηγήσεις για το αδιόρατο
εγγυήσεις για το αυθόρμητο.
Ψηλαφίζω μεταμελημένη τα πικρά κουκούτσια
- αντικείμενα φροϋδικού ονειροκρίτη –
για να τονίζεται ψυχικά το έμφοβο κάλλος.
Κι όσες λέξεις δεν πρόλαβα
όσες δεν είπα και δεν έγραψα,
αλλά τις κατάπια,
ακόμη γρατζουνάνε το λαιμό μου.


Σώματα άυλα κοιμούνται και ξυπνούν με βλέμματα που φεγγοβολούν τις αντανακλάσεις σκοταδισμού σε περασμένη Χάλκινη εποχή. Μιλούν ανείπωτα φράσεις ξεχασμένες, που στριγκλίζουν την απουσία.
Α-φτέρωτοι άγγελοι τραγουδούν πτώσεις στα νερά του Γιβραλτάρ, όταν η έμπνευση υπερασπίζεται πτήσεις. Αρματώνουν αιμάτινα ποντοπόρα πλοία. Σε σκοτεινά νερά η Χαλιμά των αισθήσεων και των παραισθήσεων τινάζει «τη στάχτη της καύτρας» σε καταλύματα ιδιωματισμών, με αφορμές καιγόμενα κορμιά σε βάτους δίπλα στην Αχερουσία λίμνη των στεναγμών. Ανακυκλώνουν στα οστά της λύπης, την πλευροδυνίαση δαιμόνιου ψύχους, στους καταυλισμούς των παγωμένων αισθημάτων.
.
Πεινασμένοι δράκοι, χορτάτοι στη χλωρίδα της απαξίωσης, δεν επιζητούν άλλη τροφή παρά μόνον την πνευματική τροφική αλυσίδα των σπασμών που συλλέγεται από άστρα κρύα και φωτεινά φεγγάρια. Δροσίζουν με φιλιά, της ακινησίας τον μονότονο ήχο, με σταγόνες ξεφλουδισμένου πορτοκαλιού στα ακροδάχτυλα. Μέσα στον πυρετό αφήνεται το σωστό κράτημα των αισθήσεων. Γιατί αξίζουν τα λάθη να επαναληφθούν στα ακρωτήρια, στις κοίτες ποταμών, στις ακτογραμμές ποντοπόρων ταξιδιών στη γνώση, με την αμφισβήτηση κυκλώπειων τειχών που περικλείουν τη λήθη.


Μιας Ερινύας

Χρόνια τον περίμενε κρεμασμένη στην καγκελόπορτα.
Χρόνια έλεγε πως θα ’ρθεί προχωρημένη Άνοιξη,
ν’ ανοίξει δρόμο στο ιερό δάσος του καθρέφτη,
ανάμεσα στα ραγίσματα, για να δει τον ακοίμητο δράκο
που με καμένο χέρι από καιρό, σπέρνει
στη σφαγίτιδα φλέβα ψημένους κι άψητους σιταρόσπορους.
Όλα αυτά τα χρόνια είχε καταφέρει να κρατηθεί
όρθια και χωρίς δωροδοκίες στη ράχη χρυσού κενταύρου
σε μια πυρρίχια χορογραφία, κατόρθωσε να κρατηθεί ξύπνια.
Νοσήλευε το Φρίξο, με επιτυχία, σε κατάλυμα ιδιωματισμών.
Όταν ήρθε – τέλος φθινοπώρου – με τρικυμία στο κρανίο
άρχιζε να τινάζει τη στάχτη της καύτρας
στον κρατήρα ενός μπουζουκιού.
Τον παρατηρούσε από την πίστα του καθρέφτη
με ραγισμένα όλα τ’ αριστερά της πλευρά.
Το δάσος που περίμενε να δει ήταν απολιθωμένο.
Ο δράκος είχε πεθάνει, ενοικούσε πια στον καθρέφτη μόνη
της εκείνη.
Ένα τσιγάρο ακόμη – έτσι διώκεται η διαύγαση –
για να κρατήσει κόντρα την πλάτη του
στις Βάκχες.
Μόλις αντάλλαξε τα μαλλιά μιας Ερινύας
με λίγο νερό στο ρίζωμα,

Δεν της άφησε ξανά
πορτοκάλια στην πόρτα.
Κάρφωσε τα ρόδια στο μαχαίρι.
Φύτρωσε τη λάμα του
η δική της αράχνη.


Η ποιήτρια Βλέπει το πρόσωπο του έρωτα, ανάμεσα σε καπνούς, σε ραγισμένους καθρέφτες. Η πηγή της έμπνευσης αυτός ήταν. Τον σκοτώνει με λέξεις… που του ανήκουν. Πάντα θα του ανήκουν στις διαβαθμίσεις των συναισθημάτων. Κι όσο παράφορα και παρανοϊκά διαβάζονται όλα αυτά, το μόνο που μπορούμε να πούμε… έτσι είναι ο έρωτας !!!



Ομοίωση

Κι εγώ σ’ όλους
τους ραγισμένους καθρέφτες
βλέπω το πρόσωπό σου,
τα θρυμματισμένα μάτια,
την εικόνα
κυρίως την ομοίωση.
Κι έχω θυμό.
Έχω θυμό, έχω θυμό.
Όσοι μου καταλογίζουν
το παράφορο έχουν δίκιο.
Θα ’ρθω να σε σκοτώσω.
Θα μπω στη φυλακή.
Θα σε σκοτώσω γιατί
απ’ όσες λέξεις έγραφα,
θα γράφω,
δεν σου αξίζει καμία.
Όμως σου ανήκουν όλες.

ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ – Εγκάρσια πτήση

«Εγκάρσια πτήση», ονόμασε ο Κώστας Ευαγγελάτος, τη νέα ποιητική συλλογή, που κυκλοφόρησε από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ, το 2011.

Ποιος μιλάει, ποιος ακούει, ποιος βλέπει εκείνον που κοιμάται με τ’ αγάλματα, ζωγραφίζοντας πίνακες και νανουρίζοντας στίχους; Στα σκοτεινά αμύνεται ο ποιητής, ο ζωγράφος, τρώγοντας τις σάρκες του, σε τρομαγμένους ξύπνιους. Κι είναι τα οράματα ορατά, στο εικαστικό και ποιητικό σύμπαν του Κώστα Ευαγγελάτου.

Άφατες πτώσεις, σε «εγκάρσιες πτήσεις». Ισόβια τυλίγουν σώματα άγνωστα που τύλιξαν την αιωνιότητα. Αμετανόητοι εραστές, φίλησαν χώματα, με πόδια γυμνά. Κόμποι της αγρύπνιας κράτησαν δεμένο το χέρι της δημιουργίας, σε αξημέρωτα βράδια, φτερουγίζοντας την ακινησία, για να δοθεί η χάρη της κίνησης σε χρώματα και λέξεις. Άλλα είναι τα βράδια, που ενδίδει στους ανένδοτους έρωτες της νύχτας, σαγηνεύοντας αισθήσεις, στις εγκεφαλικές κατακόμβες της μνήμης, στη στοργική απομόνωση της σαγήνης.

Στις γυμνές μετώπες των σωμάτων, καταπίνεται το μελάνι στο χαρτί και στον καμβά της υπομονής. Σκόρπια φύλλα που ευλαβικά ταξινομούνται στις γραμματοσειρές της ελπίδας. Για ν’ ανατείλουν τα όνειρα στου ουρανού το απέραντο, με ξάστερα συναισθήματα. Τόσες και τόσες αϋπνίες χρόνων ξεκούρδιστων, συνέλλεξαν ψιθυρισμούς άστρων, με χαρακιές πικρές, για να μπαινοβγαίνουν οι λάμψεις στους πίνακες και τα ποιήματα, στα περιγράμματα της νύχτας.

Ο Κώστας Ευαγγελάτος ζωγραφίζει με λέξεις και γράφει, ζωγραφίζοντας τις αισθητικές εμπειρίες, με ψυχικό καθαρμό, τις εγκεφαλικές ιδεογραφίες του. Με συγκεκριμένη εξπρεσιονιστική διάθεση εξαγνίζεται η συγκινησιακή ζωή του, τόσο στα ποιητικά όσο και στα ζωγραφικά έργα του. Πίσω από τα νοήματα κρύβεται ο δραματικός λόγος του ποιητή. Διδάσκεται, κατά τον Αριστοτέλη, από πάθη και ηδονές, που είναι χρήσιμες, για την πραγματοποίηση της αρετής και της ευδαιμονίας, πειθαρχώντας, για να επέλθει η ψυχική ισορροπία με την αρμονία της αλήθειας. Ο ποιητής δημιουργεί στην ποίηση, εκείνο που δημιουργεί και με την ζωγραφική, αντιμετωπίζοντας τα ποιήματα ως ακέφαλα σώματα, που όμως αποτελούν μία ξεχωριστή οντότητα στο ποιητικό γίγνεσθαι.
Η εποπτική αναγκαιότητα της μορφής, τον οδηγεί σε αφαιρετικές αποφάσεις στον τρόπο παρουσίασης των λέξεων, που όμως εμπεριέχουν την τεκτονική κατασκευή ενός ολοκληρωμένου έργου. Τι κι αν είναι σπαράγματα μικρού μήκους, στο μήκος του χρόνου, αποτελούν μηνυματικά επιγράμματα στις ορατές τοιχογραφίες με μορφή, σχήμα, εικόνα. Με αυτονομία και προσωπική νομοτέλεια, συμβολίζει το ψυχικό περιεχόμενο, για να συγκινήσει αισθήσεις .

Με την αιχμή του δόρατος φυτεύει όνειρα για να αναδυθεί στο μέλλον, σε κατοικημένα φλεγόμενα νερά ως να λάμψουν οι λειμώνες της αγάπης. Γιατί ακόμα κι η αγάπη στο λόγο του ερμηνεύεται με εικαστικούς όρους.


*
Νύχτα φυτεύεις όνειρα.
Πρωί βλασταίνουν δόρατα.
Κόκκινος αναδύεσαι στο μέλλον.

*
Παλιοί νεκροί σου γνέφουν
και σ’ αγκαλιάζουν στοργικά.
Δεν θέλεις να ξυπνήσεις.

*
Όραση αχτίνα της αλήθειας
υφαίνει βάτα σε φλεγόμενα νερά
ανάβει πίδακες σε υψίπεδα χιονιού
σκάβει στις τέφρες της ψυχής σου
φωτίζει τους λειμώνες της αγάπης.

*
Όλα πενθούν
στον κήπο της Αγάπης.
Φέτος δεν ήρθαν τα πουλιά.


Ο ποιητής ακολουθεί το υποσυνείδητο με παύσεις στα τεκταινόμενα, συλλαβίζοντας αφές και γεύσεις. Δεν επιδιώκει εύπεπτες γραφές και αναγνώσεις. Το σύμπαν που τόσο λάτρεψε μετασχηματίζεται σε προσωπικό σύμπαν ανάλγητου πόνου, που κρύβει στις ρωγμές του χρόνου. Πάνω από τάφους νεκρών εκπλήξεων, δακρύζει το δάκρυ των ψυχικών καιάδων, απενοχοποιώντας στιγμές που κατακτήθηκαν στα αιμάτινα πεδία των αγγιγμάτων.


*
Νοιώθεις τα πάντα
από τους ήχους της φωνής
απ’ τους απόηχους της συνείδησης
απ’ τους υπέρηχους της θέλησης
από τις παύσεις της αλήθειας.

*
Αφού θρηνώ εγώ
γιατί να κλαις κι Εσύ
που ’χεις πεθάνει;

*
Διψώ ιδρώτα
Μετρώ αστέρια φονικά
Εκλιπαρώ το σκότος
Διαβάζω τους κορμούς
Εξαγνίζω τη λάσπη
Φύομαι ανένδοτος.


ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ Ι

Γράφω στο σώμα σου σινιάλα
γρίφους καρφιά του έρωτά μας
σύμβολα του Εγώ μου που μισείς.


Στο ποίημα «εγκάρσια πτήση», ανιχνεύουμε εκείνα που έντεχνα ο ποιητής αποκρύπτει. Είναι η υπαρξιακή αγωνία του όντος, στα γαλαξιακά οροπέδια της αυτογνωσίας. Με το αίμα του γράφει ιριδισμούς συναισθημάτων, που πλήγωσαν το φθαρτό των άφθαρτων αποτυπωμάτων της μνήμης. Δεν θ’ ανάψει κερί εθελούσιας εξόδου στη λήθη.
Αναπλάθει εκείνο που πέρασε με σφοδρότητα σε φονικές ώρες, παραπαίοντας με βηματισμούς άγονους, στις ωδίνες του πάθους. Κρύπτες μυστικές και απολιθώματα πόθων περιπολούν, για να βυθισθούν μετά στη γη του ιδεατού κόσμου του, ως να ανασύρει μετασχηματισμένες πια δονήσεις, στην ιχνογραφία των νοημάτων.
Εξομολογεί την αυτόματη ροή πόθων και συναισθημάτων που αλιεύτηκαν στο δριμύ του άφατου θανάτου. Ο ποιητής μεταγγίζει ανομολόγητους πόθους. Τους αρματώνει για άγνωστους πόντους στα νερά της προσδοκίας , με ρακένδυτους έρωτες να επιχειρούν ζωγραφικές με λέξεις. Καταλύουν τον χρόνο σημαδεύοντας την ώρα των εγκάρσιων πτήσεων, εξαντλώντας όνειρα σε αποβάθρες που πάτησαν πέλματα γυμνά. Ευάλωτα αποτυπώματα ανθρώπων προσκυνούν πάθη ερώτων, στης αυγής τα χαρακώματα, στις εξερευνήσεις του ενστίκτου, περισφίγγοντας ακέφαλα γλυπτά στης συνουσίας το σμίξιμο.


ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΠΤΗΣΗ

Β

Γράφει με φως.
Φωτογραφίζει ταξίδια ψυχής.
Ο Ζωγράφος
ανάβει
με το αίμα του το σύμπαν.
Ζωγραφίζει
την αυτόματη ροή
των αισθημάτων.
Σκιαγραφεί
τις νοητές ευθείες των σωμάτων.
Χαράζει
την αέναη ανάπλαση της ύλης.
Τρέχει
στο χάσμα
που η γλώσσα τιθασεύει
μ’ αρχέγονη
σφοδρότητα και πάθος
το άφατο
και σκοτεινό της γνώσης.

ΙΙΙ

Τρέχεις κι Εσύ
τραγουδώντας…

Των απολίδων είμαι θυρεός
κι ο τραγικός της νύχτας σκύλος.
Της μέρας είμ’ ο ίσκιος ο χλωμός
και της αρχαίας γυμνότητας ο φίλος.

Μόνος στο ύψος του βουνού
πόνου ωδές με συνειρμούς συνθέτω
κι αν το κορμί μου άναρχα αποθέτω.
Υπάρχει πάντα η ελπίδα του Θεού.

Εγώ που ψάχνω για δροσιά
στις μυστικές κοιλότητες των βράχων
και στα αποτυπώματα ευάλωτων πελμάτων
ανθρώπων που εγκάρσια βυθίζονται στη γη.

VI

Εγκάρσια πτήση
στο απύθμενο του «είναι»
φορτίζει κύτταρα
του σύμπαντος της γνώσης
με καλπασμό αγάπης κυβικής.
Βλέπεις κι Εσύ
κατανοώντας…
Ο κόσμος που ταξίδεψες Υπάρχει.
Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζει.


Η ποίηση του Κώστα Ευαγγελάτου εμπεριέχει τεκμήρια αθωότητας του λόγου. Ματώνουν οι ευαίσθητοι ονειροπόλοι, βρέχοντας ψιθυριστά λέξεις πάνω σε ακέφαλους κορμούς και ποιητικά σώματα. Μια υποψία ζωγραφισμένης ανταύγειας, εγκληματεί με την αιωνιότητα στα υψίπεδα της ποιητικής και εικαστικής τέχνης.
Ακολουθούμε τις ανάσες σε μυστικούς διαδρόμους της υπαρκτής ανάπλασης των αισθήσεων, στις ταριχευμένες θύμησες των υποσχέσεων, μιας ποίησης ουσιαστικής και εγκεφαλικής απόλαυσης.

ΤΑΚΗΣ ΦΑΒΙΟΣ – Σίφνος στην παραλήγουσα της ευδαιμονίας

Το 2010 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Τάκη Φάβιου, «Σίφνος στην παραλήγουσα της ευδαιμονίας».

Ο ποιητής ταξιδεύει, με το δοξάρι του λόγου, σε λέξεις αισθητικού ιδεαλισμού, στης ανταύγειας το χάδι. Κι είναι τα ποιήματα εξορύγματα των συναισθημάτων, στην ιχνογραφία της ουτοπίας, που αντηχεί λυρισμούς στα θροίσματα της απουσίας. Ο Λόγος του αποκρυσταλλωμένος στις ρευστές αντανακλάσεις του ωραίου,μεταπλάθει την ροή της ιδέας σε πνευματική δραστηριότητα. Κι όσο δύσκολο κι αν είναι, τούτη η ροή μορφοποιείται με ποιητικά μορφώματα, εξωραΐζοντας τις παλινδρομήσεις της φαντασίας.

Είναι οι διαλεκτικές πορείες σε πρωτότυπους δρόμους. Έτσι, διακρίνεται η εσωτερική ευστάθεια, που ακροβατεί με δογματική ακρότητα, για να συνθέτει δομημένα οικοδομήματα, στην τέχνη του λόγου. Για τούτο και τα ποιήματα αναπαύονται ειρηνικά σε ανειρήνευτους μαιάνδρους. Ο ποιητής ζωγραφίζει με το νου, τις εγκεφαλικές κατακτήσεις της ενόρασης. Γλυπτά σώματα στη θέαση του ονείρου μιας ονειρικής γραφής σε υδάτινες επιφάνειες.

Αισθητοποιείται ο πόθος, με την επιβλητική μεγαλοπρέπεια μιας θύελλας, που σμιλεύεται από την ανάσα της τέχνης, ρίχνοντας άγκυρα στα αραξοβόλια της ποίησης. Απολιθωμένα αισθήματα, αναδεικνύονται στις θαυμάσιες απεικονίσεις εύθραυστων τοπίων,
με πρωτότυπες λέξεις, ταυτοποιήσιμες. Γίνονται καταληπτές μετά από μελέτη. Γιατί τα ποιήματα του Τάκη Φάβιου επιζητούν την πλήρη και μεθοδική ανάγνωση, ως να μελετηθούν επαρκώς, οι ακρώρειες των νοημάτων τους.

Αναζητώντας τα ίχνη των διαδρομών, διακρίνουμε μια ιεράρχηση αξιών, στη μελαγχολία διάσπαρτων ερεθισμάτων, που έγιναν ποίηση κι αποτυπώθηκαν στο χαρτί. Υπερβαίνουν την πραγματικότητα οι στοχαστικοί αντίλαλοι, στα κάτοπτρα της σκέψης, για να συγκινήσουν με τα νοήματα, ως να κατανοηθούν από τους αναγνώστες, τα οράματα του δημιουργού. Τα ποιήματα είναι μικρο-οάσεις που ξεδιψούν ανυπότακτα, συλλογισμούς ανυπότακτους. Με τον έρωτα κρυφό, σχεδόν απών, μα τόσο μεγαλοπρεπή πίσω από λέξεις, στα ερωτικά ψηφιδωτά κατακτημένων κάστρων.

Ο Τάκης Φάβιος, ονειροβατεί στις μη εύπεπτες αναζητήσεις που πολιορκούν και πολιορκούνται, από μια τρυφερή κι απέραντα ευγενική λύπη. Χείλη τρέχουν πίσω από δύσες φιλιών, για να φέρουν χρώματα σε εσπερινούς πάνω σε κύματα αυγουστιάτικης παλίρροιας. Αιμόφυρτα θα σκάσουν στους κάβους της θλίψης,με τους στεναγμούς να στροβιλίζονται σε σπασμένους ενετικούς καθρέφτες, που ευγενικά, ιπποτικά, υποκλίνονται στις λέξεις. Με άγρια σφιχταγκαλιάσματα, επιδρομούν ανυπεράσπιστες στα ποιήματα, κουρσεύοντας με τίτλους ευγενείας τα περιθώρια και τις παραλήγουσες της ευδαιμονίας. Οι αποστάσεις άλλωστε, δεν έχουν σημασία στο ταξίδι του χρόνου, όταν εκείνο που αναζητείται είναι η ομορφιά που κρύβεται στους άγονους προορισμούς. Όταν όλοι και όλα θα έχουν εγκαταλείψει και εγκαταλειφθεί, θα υπάρχει πάντα εκεί, μια ευλαβική υπόσχεση, να πυρπολεί την αγάπη.


ΦΥΚΙΑΔΑ

Είπα ν’ αφήσω τις λέξεις ανυπεράσπιστες
στη βραδινή σου επιδρομή
στο αιώνιο θρόισμα της μυστικής σου απουσίας
στο άγριο σφιχταγκάλιασμα
του ασπάλαθου, του σκίνου.
Έτσι να μπαινοβγαίνεις στο ποίημα
σαν τίτλος ευγενείας.
Εκεί θα σ’ αγαπώ
ακουμπισμένη
στην παραλήγουσα της ευδαιμονίας
της άμμου άνυδρη πνοή
σε σώμα αρμυρίκι.


Αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο και την μακρινή καταγωγή του. Υγρό και μέσα στο υγρό πανάρχαιου πλακούντα γεννιέται το δίδυμο του έρωτα, στους υδρόβιους υφάλους του ιλίγγου. Εκεί θα στεγνώσουν τα λέπια τους. Με φιλιά, με ανάσες αγάπης, θα γεννηθούν άλλοι. Θα βγουν από το σπασμένο νερό της θάλασσας, για να στολίσουν της γης το στερέωμα, σκόρπια βότσαλα .


ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ
ΒΑΜΜΕΝΑ ΜΕ ΚΡΑΓΙΟΝ

Οι άνθρωποι
έχουν λέπια
που τα στεγνώνουν με φιλιά.
Μέσα τους
σπάζουν θάλασσες
και κρασοπότηρα ιλλίγου.
Υδρόβια είν’ οι άνθρωποι
ενός πανάρχαιου πλακούντα
που εγκυμονεί στροβίλους
μικρούς ταχύπλοους έρωτες
και κρουαζιέρες γυπαετών.


Τρικυμία η ανυπομονησία των σωμάτων στα μελτέμια της εφηβείας. Μετέωρα θα συναντηθούν κάτω από πανσέληνες αυγουστιάτικης νύχτας. Με δίψα, με φωτιά θα εκτιναχθούν στη χλωρίδα των θαυμάτων. Θα κυλήσουν δάκρυα στα μάγουλα της Ανάστασης. Θα μιλήσουν οι χαρακιές τ’ ουρανού. Καρφώθηκαν από σπαθιά, σπάζοντας τη φλέβα τ’ ουρανού, για να ξεχυθούν τ’ άστρα, στο τεντωμένο σχοινί του ήλιου. Θα μιλήσουν τη γλώσσα της σιωπής, όταν στους «ώμους του ιλίγγου φτερουγίζει ο φόβος».


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Γείρε δειλά
πάνω στη λάμψη της θάλασσας
σαν να ’ταν ερωμένη σου
κι άρχισε να ρέεις
μες στη χλωρίδα των θαυμάτων.
Ήρθε η ώρα να ταξιδέψεις
με το βλέμμα της ανυπομονησίας
των γλάρων
στο τρισδιάστατο είδωλο
Αυγουστιάτικων φεγγαριών
μέσα στο δύσβατο ρυάκι των ανέμων
λευκό μειδία μα της τρικυμίας
στον ορίζοντα
δέντρο γυμνό της ταπεινής ξερολιθιάς
με τα μελτέμια της εφηβείας στα μαλλιά
εκεί στης άγονης γραμμής σου
το μετέωρο συναπάντημα.


Στο αέρινο πάτημα της ονειρο-αδιάσπαστης αγάπης ταξιδεύει η λύπη, ψάχνοντας στα μούσκλια του έρωτα τα βήματα του αποχαιρετισμού. Πως δαγκώνουν οι μνήμες τις αποστάσεις, στα αντίο του αποχωρισμού; Άραγε υπάρχει ελπίδα να φανεί ξανά μια άνοιξη στους κύκλους του χρόνου; Πάλι να Ερωτοτροπεί με τα καλοκαίρια, για να μπαινοβγαίνει στα ποιήματα, με την γλυκύτητα του πόνου, ενός ακόμα ακαριαίου θανάτου.
Στην ολοκλήρωση της γραφής με αποδεκατισμένους στίχους κι ενοχές μεταφράζονται σιωπές. Αμνηστεύονται δεκαπεντασύλλαβοι, στα οροπέδια πρώιμων φεγγαριών, ως να κοπούν δεσμοί γόρδιοι. Αδυνατούν μόνοι τους να λυθούν, ουρανοί δεμένοι στα χέρια δικολάβων.


ΤΟΣΟ ΠΟΥ Σ’ ΕΧΩ ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΙ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙΣ

Κάτω απ’ τα ίχνη του ελαφιού
κι όπου πατάει τ’ όνειρο σε ψάχνω
στη σιωπή των κοραλλιών, που ταξιδεύει η λύπη
μέσα στης νύχτας τη σπηλιά
εκεί, που λούζεις στ’ άγιο φως
τα σκοτωμένα σου φιλιά.
Στις αιθαλομίχλες του Υμηττού
που στάζουνε χειμώνες
και στάχτη απ’ το φεγγάρι
κάτω απ’ τα φύλλα της βροχής
που ’ναι νωπό το σ’ αγαπώ, σε ψάχνω.


Η ποίηση του Τάκη Φάβιου είναι το φως του φεγγαριού που αποχαιρετάμε στα μάτια. Είναι η θλίψη που γίνεται υψωμένο κύμα στις σπηλιές και στους τοίχους κρύβεται το κόκκινο της απόγνωσης, μιας φυγής εξοστρακισμένης στου λυρισμού τη λάμψη. Μεταναστεύουν οι λέξεις, σε χρώματα, σε εικόνες σιωπής, σε αρώματα, για να ζωντανεύουν θρύλοι και αερικά, που σαν την αστραπή τρέχουν. Επιθυμούν να βρουν την πηγή της ποίησης, για να ξεδιψάσουν από νάματα υπέροχου θανάτου στις ακροθαλασσιές των δακρύων.


ΝΥΧΤΩΔΙΑ

Το φως σου
αποχαιρέτησε τα μάτια μου
αφήνοντας
ένα μικρό αστέρι
στο χαρτί μου.
Έχω να σβήσω το φεγγάρι
τώρα που έφυγες
έχω να κρύψω και το κόκκινο
από τους τοίχους του λυρισμού μου.


Σώμα υποταγής το μελάνι του ποιητή στα νύχια της νύχτας. Γράφει και υποτάσσεται σε χορούς πυρρίχιους αντανακλώντας τη λήθη, για να ορθωθεί ανδριάντας η μνήμη, στον κήπο της ποίησης.


Είμαι παράσιτο σιωπής
που ενδημεί στις λέξεις.

ΕΛΕΝΗ ΣΥΚΑ-ΚΟΝΤΟΖΟΓΛΟΥ – Το σημάδι στο φως

«Το σημάδι στο φως», είναι η ποιητική συλλογή της Ελένης Συκά-Κοντόζογλου, που κυκλοφόρησε το 2008 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΙΣ.

Οι λέξεις της ποιήτριας, στρώνουν το χαλί με το φως, το συμπαντικό φως, το φως της ευλάβειας, π’ ανταμώνει εκεί, που το σκοτάδι πυρπολείται με δέσμες φωτός στο χρόνο. Εκεί, που άγνωστα και κρυμμένα φωτίζονται, για να αποκαλυφθούν και να φανερωθούν μεσίστια, τα περιστύλια της γνώσης. Σαν αίμα το φως, ζωοδοτεί τις φλέβες, ρέοντας ως την αναίμακτη ψυχή της άχραντης ουσίας, νοσταλγώντας ένα μέλλον πλημμυρισμένο από φως. Ζωγραφίζει με λέξεις, τις απαλές αποχρώσεις στα ερωτικά υπόβαθρα.

Ποίηση συμβολική, που δίνει τα πρωτεία στην αρχέγονη δύναμη του φωτός. Μετασχηματοποιείται σε διάφανο κρύσταλλο, λάμποντας στο συμπαντικό άπειρο. Το λεκτικό σύμβολο (φως), γίνεται για τους μυημένους, ο έρωτας του υποσυνείδητου στην ιδεατή του μορφή. Για τούτο και λαβώνεται, ματώνει, στάζει, στοχάζεται, αγαπά. Οι λάμψεις είναι που ανθίζουν «τ’ άνθη του κακού», κατά την συμβολική ποίηση του Μπωντλαίρ.
Διαχρονική ελπίδα σε παρακμιακούς καιρούς η ενέργεια που εκπέμπει. Ο θρίαμβος του καλού ενάντια στο κακό, του ωραίου ενάντια στο άσχημο, του ηθικού ενάντια στο ανήθικο. Γίνεται το υψωμένο λάβαρο, στην κατάκτηση την πρώτης και θεμελιωμένης αλήθειας του κόσμου. Για τούτο και φυλάσσεται πολύτιμα στη κιβωτό της καρδιάς.

Στην ποίηση της Ελένης Συκά-Κοντόζογλου διαβάζουμε την πυκνή και ταυτόχρονα ελλειπτική γραφή πίσω από τις λέξεις.
Είναι ο καθρέφτης που αντανακλά αισθήσεις και σπάζει σε πολλά κομμάτια, τους λαμπυρισμούς των συναισθημάτων στα μικρά κάτοπτρα, για να διασκορπίζονται σ’ ένα τέρμα ατέρμονου τέλους.
Έτσι η αισθητική συγκίνηση γίνεται πνευματική που μεταλλάσσεται σε εικαστική διανοητική συγκίνηση. Βλέπουμε δηλαδή, την ενσάρκωση του έρωτα να διανύει αποστάσεις, αποσχισμένες από πρόσωπα, να εκφράζουν όμως, την βαθύτερη ανάγκη αυτών που έχουν πολύ αγαπήσει. Μιλάνε τα αισθήματα μιαν άλλη γλώσσα, την γλώσσα του άλογου μα ταυτόχρονα υπαρκτού και βιωμένου αισθήματος στις εκτάσεις του χρόνου.


Σαΐτεψες την ψυχή
σημάδι άφαντο μα υπαρκτό.
Το βέλος χάθηκε στο φως
τ’ ουρανού το απέραντο.


Η ποιήτρια, με την ήρεμη δύναμη ενός στοχαστή, ανυψώνει την αγάπη, διαψεύδοντας τους εφιάλτες. Η μυστική εξαϋλωμένη ευγένεια, διυλίζεται στην καταχνιά, αναζητώντας το χαμένο στίγμα, τα ορόσημα που περικλείουν τους αναλφάβητους βηματισμούς, στην ορθογραφία της αγάπης. Ο κρίκος, είναι ο μύθος στους ομόκεντρους κύκλους. Ανάσα αγωνίας στους αιώνες, στις άγραφες σελίδες, που γράφονται με αίμα από ρευστά σώματα στις ρευστές μεταβλητές και αμετάβλητες συνθήκες του χρόνου. Ρέουν την σιωπή στις σεισμικές δονήσεις, αρνούμενες να ενταχθούν σε άχρονους χρόνους.


Το σημάδι στο φως
σαν κρίκος μετέωρος
στο σύμπαν θέριεψε.
Τα μάτια δεν λογάριασαν.
Μόνο είδαν. Είδαν
το μαύρο κύκλο
γύρω απ’ το φως.
Φοβήθηκαν…
Πεπερασμένα όρια
στα άνευ ορίων;
Ταράχτηκαν τα νέφη.
Σείστηκαν τα όρη.
Τις πεδιάδες σκέπασαν
μαύρες σκιές φθονερές.
Το μίσος δεν άνθισε.

Ανυψώθη η αγάπη η άχραντη.


Η ιερότητα αθώων αγγιγμάτων, που ενώνονται με την ευλογία του νερού σε δροσερές πηγές. «Μιλημένα τα σώματα» κατά πως λέει ο ποιητής (Ελύτης), ιερουργούν, απομακρύνοντας τον πόνο. Τον καταργούν με τις κραυγές της Αντιγόνης στο αλάθητο του χρέους.
Έτσι οι πονεμένες ψυχές μπορούν να θριαμβολογούν σ’ ένα ανύποπτο αύριο, αγνοώντας ένα παρελθόν ανείπωτο, με νικητή πάντα το φως.


Το σημάδι στο φως
φυλάχτηκε, δώρο θεϊκό.
Η πονεμένη ψυχή μάζεψε
την ανάσα της, άπλωσε
το σώμα της, χάρη αγγελική,
στις δροσερές πηγές
κι ενώθηκε με την ευλογία
του νερού. Γιατρεύτηκε
απ’ τον πόνο. έσβησε ο πόνος.
Το σημάδι έγινε παρελθόν.
Το φως έλαμψε θριαμβικά.


Ο έρωτας διαχέεται από εκθαμβωτικό και απαστράπτον φως χωρίς όρια, τραγουδώντας κάτω από πανσέληνες νύχτες. Ακριβοθώρητος ο λόγος, ερμηνεύει τα ιερογλυφικά των χρωμάτων στα γεφύρια τ’ ουρανού. Κι είναι τα ίδια γεφύρια που περπάτησαν οι ανάσες γυμνές, δίνοντας απλόχερα χαμόγελα στον ήλιο, για ν’ αστράψουν ευτυχισμένα, τα λεηλατημένα μυστήρια της αγάπης, που μιλούν στους αιώνες.


Τώρα που το φως λάμπει
στην πρώτη του μορφή
εκθαμβωτικό, απαστράπτον,
τώρα που το σημάδι
αφανίσθη και στο φως
διάχυση κι απορρόφηση
είναι πλέρια,
έλα να τραγουδήσουμε
κει που οι κόρες στήνουν χορό
στα γεφύρια των ουρανών,
χάρες γεμάτες, ντυμένες
τα χρώματα της εσπέρας.
Τα χέρια τους λάμνουν ηδονικά.
Οι καμπύλες τους γιορτάζουν τον έρωτα.
Ολοστρόγγυλα φεγγάρια
καθρεφτίζονται στα γυμνά τους πόδια.

Η ομορφιά στ’ απόγειό της.
Ο ήλιος γελάει ευχαριστημένος.


Η Ελένη Συκά-Κοντόζογλου με την ποιητική της συλλογή «Το σημάδι στο φως» μεταγγίζει από την ψυχή της φως στης αγάπης το σώμα, επιθυμώντας να παραμείνει αμόλυντο από τις οδύνες του σκότους. Στα περιγράμματα των λέξεών της κυριαρχεί η λάμψη που χαιρετίζει το σύμπαν και την δύναμή του. Μετέωρες αντανακλάσεις, δίνουν σχήματα σε σιωπές και θεϊκή υπόσταση σε ψιθύρους. Η ποιήτρια αφουγκράζεται τους έσχατους ήχους στα αλφαβητάρια των άστρων και τους μεταφέρει σε άδειες σελίδες, για να λάμψει το φως αιώνια.


Μεταγγίζω σε
της ψυχής μου το σώμα
αμόλυντος να μείνεις.
Τη θεϊκή μου παρουσία
να κρύβεις
κάτω απ’ τα πέπλα
της οδύνης σου.
Να λάμπει
ατάραχη
κυρίαρχη στο σύμπαν
η δύναμή σου…

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ – Οι κραυγές της σιωπής

«Οι κραυγές της σιωπής», είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Τάσου Σταυρακέλη, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2011 από τις εκδόσεις ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ.

Ποίηση ερωτική, που αναβλύζει την ασίγαστη επιθυμία για επιβίωση, στις μετωπικές των συναισθημάτων, είναι η γραφή του. Εσωτερικά τοπία που αφηγούνται, επαναπροσδιορίζοντας προαιώνιους φόβους και δισταγμούς, σε κρυφούς πόθους. Μικρά ουράνια τόξα, που καταδιώκουν και καταδιώκονται από σιωπηλές βροχές, με ταξίδια στο όνειρο. Αμετάφραστοι στίχοι κρυπτογραφούν χρώματα στα ιδεοδρόμια της λύπης.

Δεν είναι εύκολο για τον ποιητή, να αποκαλύψει τους ναυαγισμούς της ψυχής, στους ωκεανούς των αισθημάτων. Είναι εκείνος, που κοινωνεί στα σκοτάδια, την ελάχιστη ελπίδα για φως, που δίνουν χαμόγελα φωτεινά και χέρια ζεστά. Διαμελίζεται στη λάμψη, επιπλέοντας στο σκοτάδι της μοναξιάς, με αγορασμένα αποτυπώματα σε σεντόνια, κρατώντας το λίγο μιας επαφής.
Πάντα ο ίδιος κόμπος στον λαιμό, όταν αδέσποτες νύχτες ματώνουν εκείνο που φεύγει νωρίς, χωρίς να προλάβει να το γνωρίσει. Αποκωδικοποιεί υποσχέσεις κομματιασμένες με σιωπές που πληγώνουν. (Α)-συνήθη παραγγέλματα ακροβατούν ανάμεσα σε λόγια φτηνά κι αστεία γνωστά. Κι είναι η ψυχή που ζητάει να γαληνέψει στις παγωμένες περιπολίες. Ανταριάζεται με δανεικές χαρές, ρουφώντας αλύπητα τον δροσερό αέρα μιας ψεύτικης και δηλητηριασμένης αγκαλιάς.

Αιωρήσεις που δεν αντέχουν σπίθες ματιών σαν φέγγουν σκοτάδια. Σαν Μαύρο πουλί που γλιστρά απαλά, για να πετάξει στην πιο βαθιά νύχτα. Κραυγές που θρέφουν την σάρκα στις αιχμαλωσίες του χρόνου, εγκλωβίζονται στους ιστούς μιας αράχνης αμνήμονης στο παρελθόν της αβύσσου. Προσκυνητές του εφήμερου, με αγοραίους έρωτες να εξαγνίζουν αμαρτωλά κορμιά αθωώνοντας πόθους στις μοναχικές εγκαταλείψεις.

ΓΕΡΙΚΑ ΣΚΑΡΙΑ

Γέρικα σκαριά.
Ναυαγισμένες ζωές
που χτύπησαν ξέρες.
Πρόσωπα αυλακωμένα
από του χρόνου το λεπίδι,
που κρέμονται ακόμα
από τα ξέφτια μιας ελάχιστης ελπίδας,
σαν μαριονέτες σ’ ένα θέατρο παραλόγου.
Που δεν αποζητούν χειροκρότημα
μα μονάχα ένα δικό σου χαμόγελο ζεστό…


Αποτεφρωμένες μνήμες, ηδονικές, που αγαπούν ένα ψέμα καίγοντας σκιές στα κρεβάτια της λήθης. Γιατί έξω από το δίκαιο κι από το άδικο ορίζονται τα συναισθήματα. Άλλωστε οι σκιές δεν ορίζουν φεγγάρια ολόγιομα σε ασέληνες νύχτες. Σε απατηλά βράδια, σώματα λατρεύονται, για μια νύχτα μόνον στις περιπέτειες της αποπλάνησης.


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Έβγαλα από το μπαούλο της ψυχής μου
σεργιάνι στους αφιλόξενους δρόμους
της γκρίζας πόλης,
όλα τα θέλω μου
κάτω απ’ τ’ αστέρια
σκότωσα όλα τα πρέπει και τα μη,
και με το αίμα τους έγραψα
στο τετράδιο της καρδιάς μου
την λέξη «ελευθερία».
Έσπασα τα δεσμά μου.
Γιατί η ελευθερία δεν φορά χειροπέδες
και φίμωτρα…

Λεηλατημένοι σπαραγμοί από αλυσοδεμένα φαντάσματα, κρύβονται σε γιορτές, σε νικητήριους θανάτους πνιγμένους μόλις σε μια σταγόνα ευτυχίας. Κι ούτε λόγος για αγάπη, για φτερά που θέλησαν να υψώσουν το λάβαρο του έρωτα πάνω από τα θραύσματα του πάθους. Τρικυμισμένοι εραστές θα ναυαγήσουν άλλη μια νύχτα στους όρμους της θλίψης.

ΑΤΙΤΛΟ

Πόθοι κρυφοί.
Κρύφτηκαν και πάλι
σε σώματα πυρωμένα,
σε μάτια υγρά
κουρνιασμένα σε λευκά σεντόνια.
Για ένα ταξίδι στης ηδονής
στα μαγεμένα μέρη
σαν πεταλούδα που στο πρώτο φως
της μέρας, θα καούν,
αφήνοντας μόνο τον ήχο
απ’ το τελευταίο τους
φτερούγισμα…


Έκπτωτοι άγγελοι πιασμένοι στην απόχη των λυγμών. Με την μοναξιά να λιώνει, να ματώνει τα σπασμένα φτερά τους, στους καθεδρικούς ναούς της θλίψης. Κυλούν αιμάτινες στάλες στα τζάμια, στις εικόνες των κολασμένων άγιων της αγάπης. Στου πυρετού το ψέμα αναζητούν «φυσαλίδες επιβίωσης», βάζοντας ελπίδα στα πόδια, για να σώσουν και να σωθούν από τους λαβύρινθους της αβεβαιότητας, με την βεβαιότητα πως όλα όσα συμβαίνουν οδηγούν στην Εδέμ της ευτυχίας.


Η ΦΥΓΗ

Μόνος, με τις σταγόνες της βροχής
στο τζάμι να κυλούν,
σαν δάκρυα ενός νεφελώματος
που εσύ έστειλες για να μου
θυμίζει το ταξίδι της φυγής σου.
Χωρίς ίχνη,
σαν σύννεφο που εχάθη
στον γκρίζο ουρανό μιας νύχτας
σκοτεινής χωρίς αστέρια…


Για τον ποιητή η κλωστή που τον δένει γίνεται ποτάμι. Βυθίζεται στις όχθες φιλντισένιας νύχτας χρωστώντας την αθωότητα της ψυχής σε δυο ροδοπέταλα αφημένα γλυκά στα πέταλα της καρδιάς. Η όαση της αγάπης τραγουδισμένη με συναξάρια αντάμωσης τον καλεί σε περίπατο που σεργιανούν χαρές ελευθερίας.

ΙΚΕΤΗΣ

Ικέτης στα πόδια σου
τα ροδοπέταλα της ψυχής μου
θα αποθέσω.
Σε νύχτες
με ματωμένα φεγγάρια,
να πατάς,
στα τρίσβαθα της καρδιάς μου
εσύ να μπαίνεις,
χωρίς κλειδιά κι αποσκευές
τον δρόμο στην καρδιά μου
εσύ τα ορίζεις…


Ο Τάσος Σταυρακέλης καταφέρνει με την ποίηση να ξορκίσει και να κυνηγήσει τους δαίμονές του, αναβιώνοντας μνήμες. Επιθυμεί να εξιλεωθεί από αμαρτήματα σκονισμένων ονείρων στα συρτάρια της απόγνωσης, ως να πνιγεί ξανά σε αιμοστάλαχτα φεγγάρια ερώτων. Δεν χωρούν στην βροχή του «σταγόνες λησμονιάς» που πολύ τον πόνεσαν παρά μόνον στάλες που πλένουν γλυκά τα διαμαντάκια της ψυχής του.

Σοφία Στρέζου - κριτική θεάτρου


"Θάλασσα π' αρμενίζουνε έρωτες στα νερά σου"
Cabaret Voltaire, Μαραθώνος 30, Μεταξουργείο

Έχω διαπιστώσει πως σε μικρές σκηνές γίνονται μικρά θεατρικά θαύματα. Δεν είναι η αγωνία του κοινού, είναι η αγωνία των δημιουργών, για το τι και πως θα παρουσιάσουν, σε στενούς αλλά ευέλικτους χώρους, την προσωπική ερμηνευτική τους κατάθεση, με σεβασμό στα κείμενα που επιλέγουν.

Στο Cabaret Voltaire, Μαραθώνος 30 στο Μεταξουργείο ,είχα ξαναβρεθεί σε βραδιές ποιητικές αφιερωμένες σε σπουδαίους ποιητές, όπως ο Γκάτσος και ο Καβάφης. Τώρα μου δινόταν η δυνατότητα, να μυηθώ μ’ έναν άλλο τρόπο, στα κείμενα των Καζαντζάκη, Καββαδία, Ουράνη και Δροσίνη, προσεκτικά επιλεγμένα , συρραμμένα και σκηνοθετημένα από την Μαίη Σεβαστοπούλου.

Πρόκειται για ένα πάζλ με θέμα την θάλασσα, που προσάρμοσε ευλαβικά και με πολύ αγάπη, η σκηνοθέτης και ηθοποιός, τόσο που να θεωρεί ο θεατής, πως πρόκειται για μια συνέχεια με τα απόσπασμα του ενός έργου, να κουμπώνουν με τα αποσπάσματα του άλλου. Έτσι συγκινημένοι όλοι, δεν παρακολουθήσαμε απλά την μιμητική δεξιότητα και ικανότητα των ηθοποιών, αλλά μυσταγωγηθήκαμε σε μια πνευματική λειτουργία, με την λαχτάρα να κοινωνήσουμε τον πρωτότυπο πνευματικό άθλο των συντελεστών.

Οι ηθοποιοί, Σωτηρία Κολόζου, η οποία έγραψε την μουσική και τα τραγούδια της παράστασης, ο Κώστας Παίδαρος, ο Δημήτρης Σαμαρτζής, η Μαίη Σεβαστοπούλου και η Αλεξάνδρα Χασάνι ,έπαιξαν και τραγούδησαν την θαλασσινή λογοτεχνία και την ποίηση με αγάπη, σεβασμό και με την ευαισθησία που απαιτεί η προσέγγιση των κειμένων. Παρέλασαν μπρος τα μάτια μας τα ανθρώπινα πάθη, δοσμένα στον βαθμό που έπρεπε να ερμηνευθούν από τα εκφραστικά μέσα των καλλιτεχνών. Καμιά υπερβολή δεν πρυτάνευσε, αντίθετα πειθαρχημένα υπηρέτησαν την ενότητα και την αλληλουχία του λόγου, με την προσωπική εσωτερική του νομοτέλεια ο καθένας, χαρίζοντας στους θεατές την αισθητική απόλαυση ενός σαρκωμένου ποιητικού θεατρικού λόγου. Γιατί «Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν», μας λέει ο Σιμωνίδης ο Κείος, 556-468 π.Χ., (Ποιητής & συγγραφέας) δηλαδή, « η ζωγραφική είναι ποίηση που σωπαίνει και η ποίηση είναι ζωγραφική που μιλάει».

Εικαστικά λοιπόν, οι ηθοποιοί λειτούργησαν έξω από το κάδρο, αναδύοντας την ρευστότητα των εκφραστικών τους μέσων, για να χαρίσουν σε μας, την κατανυκτική ατμόσφαιρα των δρώμενων επί σκηνής, εξιδανικεύοντας το πραγματικό περιεχόμενο, ισορροπώντας την σύνθεση, ώστε να επέλθει το ιδανικό της ερμηνευτικής ικανότητας των ηθοποιών. Υποδύθηκαν τις ταλαντεύσεις των χαρακτήρων με άριστο τρόπο, για να γίνουν ορατές οι αποχρώσεις των ρόλων μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια προς τέρψι της ψυχής των θεατών που ταυτόχρονα οδηγεί στο όνειρο.

Μπράβο σε όλους. Σας ευχαριστούμε !!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ – Άγιοι και Δαίμονες εις ταν Πόλιν

Το 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ το νέο μυθιστορήμα του Γιάννη Καλπούζου ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑΝ ΠΟΛΙΝ.

Μετά το ΙΜΑΡΕΤ, την μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το προηγούμενο βιβλίο του, ο συγγραφέας επανέρχεται με άλλη μια μυθοπλασία, βασιζόμενη σε ιστορικά αρχεία στα χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821 εις την Πόλιν. Στο πολιτισμικό σκηνικό της Κωνσταντινούπολης και όχι μόνον πλέκει τον ιστό της αφηγηματικής με πρωταγωνιστή τον Τζανή τον ήρωα του έργου του.

Ένας απόηχος, μια αχνάδα στη φωνή, λέξεις και λόγια που ξέφευγαν από ένα παρόν κι έτρεχαν να συνομιλήσουν μ’ ένα παρελθόν, σε μια ανάμνηση που κάποια μακρινή μνήμη την εγκλώβισε σε μονοπάτια ξαναπερπατημένα.
Σαν απ’ του χρόνου άφθαρτη, σαν ξεχασμένη, μα όχι και λησμονημένη, τούτη η λαλιά ξεχύθηκε από κάποιο μπαούλο κι άρχισε να συνδιαλέγεται με το τώρα. Να αφηγείται, να αναπολεί, να ιστορεί ένα παρελθόν «εις ταν πόλιν», όπως λέει ο δημιουργός.
Κι είναι το ταλέντο συνδυασμένο με την γνώση του συγγραφέα μετά από πολύπονη έρευνα, για να αποδοθεί σωστά η εποχή.
Φωνές που οι αντηχήσεις τους περπατούν πάνω στο χαρτί, με μόνη ένια να διασωθούν όλα εκείνα που συγκλόνισαν τη ζωή των μαρτύρων μιας μαρτυρικής εποχής.

Τίποτε και ποτέ δεν ήταν εύκολο για τους Έλληνες. Συσχετισμοί που φθάνουν ως τις μέρες μας με διαφορετικούς τρόπους, αλλά πάντα να εκφράζεται ο αγώνας και η οδύνη ενός λαού για επιβίωση και συνέχεια του έθνους. Άλλωστε το έθνος δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Είναι το σύνολο των ανθρώπων που ενώνονται μεταξύ τους με δεσμούς αιώνιους, έχοντας κοινή αφετηρία το παρελθόν και την επίγνωσή του.
Καμένες, αιμοσταγμένες ζωές ενάντια στην όποια εξουσία. Πόσο λίγο διαφέρουν από τις ζωές άλλων στο διάβα της ιστορίας από καταβολής κόσμου. Τα πρόσωπα και τα ονόματα μόνον αλλάζουν.
Η αμάθεια των αδυνάτων ενάντια στην γνώση των ισχυρών, που διαιρούν με «έξυπνο τρόπο», το άθροισμα των εξουσιαζόμενων.
Δεν έχουν σημασία οι γειτονιές που πλέκουν φιλίες, αγάπες, έρωτες, δένοντας τους ανθρώπους ειρηνικά. Όχι, αυτά δεν αφορούν τους εξουσιαστές που επιδιώκουν διαχωρισμούς σε στρατόπεδα μίσους.

Ο Γιάννης Καλπούζος καταγράφει όλα εκείνα που ο Τζανής, θα βιώσει στην καθημερινότητά του. Κι είναι τ’ αποστάγματα της ζωής του όμοια με τ’ αποστάγματα των αρωμάτων, που παρασκευάζει στο αρωματοποιείο του. Όλοι γνωρίζουμε με πόση σύνεση κι ακρίβεια δημιουργείται ένα άρωμα. Άρωμα ζωής, με συγκομιδές γεγονότων και περιστατικών, αναμειγνύουν την πραγματικότητα με την ηθογραφία μιας συγκεκριμένης εποχής.
Περίτεχνο ψηφιδωτό με τις ψηφίδες ν’ ακουμπούν ζωές ελλήνων-τούρκων, χριστιανών- μουσουλμάνων, κρυπτοχριστιανών-γενίτσαρων, δερβίσηδων και ευνούχων. Ιδιαίτερο ψηφιδωτό οι ζωές των γυναικών της Πόλης στην «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού», όπως επισημαίνει στο οπισθόφυλλο ο δημιουργός. Ελληνίδες, μουσουλμάνες, χανούμισσες, διεκδικούν το δικαίωμα στο όνειρο.
Προδοσίες και μίση, συνομωσίες και οραματισμοί. έρωτες και φιλίες, πλούτη και φτώχια όλα βιώνονται, στις αμετάθετες ζωές των ηρώων.

Ο συγγραφέας αναβιώνει την καθημερινή ζωή, στο επικό μυθιστόρημα «Άγιοι και δαίμονες Εις ταν Πόλιν». Αναπαριστά αισθητικά την εποχή, με πολλές πληροφορίες, έχοντας κατακτήσει την μαγική μέθοδο της αναπαράστασης. Αγκαλιάζει ευλαβικά το θέμα του, με την ικανότητα του στοχαστή, που διαρκώς δοκιμάζει και δοκιμάζεται με το προσωπικό ύφος του. Επιθυμεί να δαμάσει και να δαμασθεί από την ντοπιολαλιά εκείνου του καιρού, η προσέγγιση των γεγονότων. Γιατί πέρα από την εξιστόρηση, ο δημιουργός αγωνιά κάθε φορά, για το αποτέλεσμα της δημιουργίας του και κατά πόσο αυτή αφορά το αναγνωστικό κοινό.
Η ενατένιση και η ενασχόλησή του με γραφές λιγότερο εύπεπτες τον ωθούν σε μεγαλύτερους συγγραφικούς άθλους. Είναι η ηθική μνήμη για εκείνα που οι ιστορικοί παρέλειψαν να εξιστορήσουν. Η συγγραφική πορεία του αποδεικνύει πώς είναι θερμός μελετητής και μέγας νοσταλγός της περιόδου λίγο πριν του 1800 και μετά. Ένας ναυαγός της ιστορίας του τόπου του, με απρόβλεπτους αντικατοπτρισμούς των γεγονότων που περιγράφει. Έτσι γίνεται συναρπαστική η γραφή και ο τρόπος παρουσίασης, μένοντας πιστός στο είδος που κάθε φορά υπηρετεί.

Χαϊδεύουν οι λέξεις αισθήσεις και το φως φιλά δάκρυα που κυλούν σαν παρελαύνουν οι «Άγιοι και δαίμονες» στους λαβύρινθους της ζωής. Παρασύρονται, εγκλωβίζονται, ελευθερώνονται βασανιστικά, πλέκοντας τον προσωπικό τους μύθο στις τυπωμένες σελίδες. Οι όποιες νίκες ή ήττες δικαιώνουν τους αγωνιστές, με το δίκαιο του αγώνα τους. Η μεγαλοπρέπεια του αμετάκλητου στις μετακλητές κυριαρχίες του άδικου, για να μπορούν να γλυκαίνουν και να μερεύουν κάποια στιγμή οι ψυχές των ηρώων του «Άγιοι και δαίμονες Εις ταν Πόλιν».

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ – Γωνία Διοπτεύσεως

«Πού ξέρεις;
Ακόμα και μια λέξη σε ταξιδεύει
αφάνταστα μακριά...»

Κάπως έτσι άρχισαν να ταξιδεύουν οι λέξεις του Βασίλη Παπαμιχαλόπουλου της ποιητικής του συλλογή «Γωνία Διοπτεύσεως» που κυκλοφόρησε το 2005 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ.
Γραφή που λες πως αναδύεται από μια άλλη εποχή με την δυναμική όμως που οι σύγχρονες τάσεις επιβάλλουν να ακολουθηθεί. Γιατί η ποίησή του είναι τόσο παλιά αλλά και τόσο νέα, καθώς τα συναισθήματα του ανθρώπου δεν ορίζουν μια εποχή, αλλά καθορίζουν τον άνθρωπο από την γέννησή του.

Για τον ποιητή η αναζήτηση των λέξεων που θέλει να αποδώσει το περιρρέον συναίσθημα, είναι η διαρκής πάλη του με την γλώσσα. Είναι το αδιάκοπο ταξίδι στο πέλαγο των εκφραστικών του μέσων. Γίνεται ο «τιμονιέρος» σε «βραδινή βάρδια» ως να μπορέσει να κρατηθεί στην άκρη του στίχου.

Καρδιοχτυπά, αγωνιά, εφευρίσκει, μαθαίνει, για να μπορεί να χαίρεται την αποτελεσματικότητα της γραφής του. Με αίσθημα και συγκίνηση ακολουθεί το παιχνίδι των φθόγγων με μικρούς βηματισμούς ως την ακτή της ευαισθησίας, ανιχνεύοντας ίχνη στο φως. Απλά, δειλά, οδοιπορεί σε ασυνήθιστες φόρμες πάνω σε πυρόλιθους σιωπής.


ΒΡΑΔΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ

Μέτρησα εφτά φορές τα βήματά μου.
Εγώ στη γλώσσα μου
και ο τιμονιέρος στη δική του.
Βάλθηκα να μαθαίνω γλώσσες της Ανατολής.
Πού ξέρεις;
Ακόμα και μια λέξη σε ταξιδεύει
αφάνταστα μακριά....

Το σώμα μου μες στο σκοτάδι
πυρόλιθος της σιωπής
κι οι φάροι μια καμτσικιά στο πέλαγος.
Μια βροχή από διάττοντες
με χάραξαν από την κορφή ως τα νύχια.
Όμως έτσι κι αλλιώς
τα πιο ελαφριά στοιχεία μου
βρήκαν διέξοδο στο κρανίο.

Και συ μείνε κοντά μου
για ‘πόψε.
Όχι για τίποτα άλλο
αλλά για να μπορέσουμε
να κρατηθούμε στην άκρη του στίχου
όταν τίποτα δεν θα ‘πομείνει αβύθιστο
και η μόνη μας σωτηρία
θα είναι το ποίημα.


Ο έρωτας είναι το μόνιμο συναίσθημα που παρασύρει τον ποιητή στην αναζήτηση της πανάρχαιας Ελένης, με τον ίδιο ναυαγό του ονείρου, στο παιχνίδι των δακρύων. Υφασμάτινο προπύργιο, σημαία ολάνοιχτη στους φωτεινούς σηματοδότες της μνήμης με ακαριαίους θανάτους. Πόσες θύελλες έθρεψαν κι άλλες τόσες απετράπησαν στο λιμάνι της λήθης με αγύριστα συναισθήματα στην πρώτη αφορμή. Περασμένα βράδια στην ακροβασία έντεχνης μοίρας στις ενορχηστρώσεις ταλαιπωρημένων εραστών.


ΕΛΕΝΗ

Μέσα κλειστά τα παραθύρια.
- Φτερά των αγγέλων αγκιστρωμένα. -
Άσπρα πανιά οι κουρτίνες
ταξιδεύουν τον έρωτα.
Ωχρή κοιτούσες στην οροφή
την παράξενη ακροβασία της ανίας.

Πανάρχαιο κορίτσι της Ελένης
σχεδίες οι κόγχες των ματιών σου.
Πόσοι κρατήθηκαν ναυαγοί;
Άραγε εμείς, είμαστε
οι ταλαίπωροι Έλληνες
ή οι ταλαίπωροι Τρώες;

Πόσο αλλόκοτους μας βρίσκει το σκοτάδι!
Χωρίς τα μάτια σου
παρασύρομαι στη δίνη των μαλλιών σου,
κι ύστερα βουλιάζω αδύναμος
ανάμεσα στα δυο σου πόδια.


Εγκλωβίζεται σε πόθους σκοτεινούς, γαντζώνεται σε κόσμους νοητούς που ξαφνικά μεγαλώνουν της φαντασίας τα όρια μεταγγίζοντας σπασμούς σε ποιήματα. Τεμαχισμένα ανασαίνουν ανεξάρτητα, αιμορραγώντας στα αποτυπώματα που άφησαν άλλοι πριν απ’ αυτόν. Άλλωστε το κλειδί, πάντα θα πρέπει να βρεθεί από άλλον ποιητή, για ν’ ανοίξει την σφραγισμένη πόρτα της ποίησης, αφήνοντας το δικό του αιμάτινο απόσταγμα στους λαβύρινθους των στίχων.

Τα νωπά στίγματα στους τοίχους θα μαρτυρούν το πέρασμά του με τις εξοντωτικές διασχίσεις. Βήματα μυστικά περιπολούν στη μνήμη που πληγώνει κι όμως λυτρώνει, ξοδεύοντας λέξεις.


ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΙΩΠΗΣ

Α

Πόσο καιρό αυτοί
εκεί κλεισμένοι βηματίζουν
τεμαχίζοντας στα δυο
το νοητό τους κόσμο.
Άμοιροι, που πέταξαν το κλειδί
κι ύστερα βάλθηκαν
να φωνάζουν βοήθεια!

Β

Κάθε μεσάνυχτα
κι ένας ποιητής αποκοιμιέται στο παράθυρο μου.
Ίσα που προλαβαίνω το νεύμα της μεγάλης κούρασης.
Ύστερα ένας βαρύς ίσκιος αγκαλιάζει τους τοίχους.
Άγνωστα πρόσωπα
απερίγραπτα αποτυπώματα.

Ότι απομένει το άλλο πρωί
το μαζεύουν τα άστεγα περιστέρια του δρόμου


Ο Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος αφήνεται ανοχύρωτος να τον παρασύρει ο λόγος, εξαγνίζοντας λόγια αποκεφαλισμένης ιδεολογίας. Ακολουθεί την ροή γεγονότων που ενθρονίστηκαν δοξαστικά σε θρόνους αλήθειας.

Απρόσιτη αλλά πάντα ενυπόγραφη δυναμώνει στον χρόνο, ασκούμενη σε αντοχή και διάρκεια. Λαχταρά συλλαβίζοντας … στίχους. Εγκλωβίζει το μεγαλείο της αποτυπωμένο σε σελίδες. Έτσι η αλήθεια του ποιητή γίνεται αναγνώσιμη κερνώντας συγκίνηση.


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Απόμειναν τα λόγια σου
να τα μετρώ στους δρόμους
σαν πατημένα φέιγ βολάν
και συ, κρατώντας μες στα χέρια σου
την αποκεφαλισμένη ιδεολογία σου
πετώντας την ανυπόγραφα στα ύψη.

Απόμειναν τα λόγια σου
σαν νυχτερίδες που δεν φαίνονται
μα ξενυχτάνε κάτω απ’ το φεγγάρι.
Και οι παλιές αυλές
σαν παλιοφάναρο μες την αντάρα
τώρα που δεν φτάνουν οι φωνές αλλά τα σήματα.
Σιγά περπατάμε γιατί όσο ακουγόμαστε
όλα γερνάνε περισσότερο,

Πού ήσουν;
- Ένας στρατιώτης κουρασμένος
σε χιλιάδες εφήμερες μάχες
σε μια πατρίδα που τα βράδια
παίζει χαρτιά με τον εχθρό
κι όλο χάνει και χάνεται.
- Ένας στρατιώτης,
ένας στρατός,
ένας κόσμος.


Ο ποιητής πεθαίνει κάθε που ένα ποίημα τελειώνει για να αναστηθεί στο επόμενο. Θρέφεται με λέξεις στις αυλακώσεις της θύμησης κυνηγώντας το όνειρο. Επιδιώκει να φτάσει τον άνεμο που σκορπάει συναισθήματα, για να τα μοιρασθεί μ’ όλους εκείνους που θα διαβούν τις σελίδες του.

Ανυπεράσπιστος στα ορύγματα των φωνηέντων θα συλλέγει πάντα σύμφωνα, εκφράζοντας εναλλακτικούς συνδυασμούς. Θα ανασύρει με δισταγμό, με φόβο το βαθύ του συναίσθημα για να ολοκληρώνει το ποίημα.


ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Μέσα μου
δεν έχω πια στίχους να θρέψω.
Πίσω απ΄ τις λέξεις
Οι εποχές αυλακώνουν τον κόσμο,
ένα χωράφι που οργώνεται απ’ την αρχή.
Κατατρομαγμένα τα συναισθήματα ξεπετάγονται
σε νύχτες σειρήνων και προσαγωγών.
Τούτη τη φορά δεν θα σπείρει ο λόγος.
Ιδρώτας θα πέσει και αίμα.

Και συ
ανάστηνέ με χωρίς οίκτο.
Στο τέλος δε θ’ απομείνει τίποτα.
Βασιλεμένοι ποιητές θα βγαίνουν στους δρόμους
μαζεύοντας τα πεταμένα στιχάκια.
Σωροί τ’ αγάλματα θ’ αλλάζουν μέλη.
Και συ
ανάστηνέ με χωρίς σταματημό.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΤΡΑΚΗ – Παράθυρο


Μ’ ένα εξαιρετικό χαρακτικό της Βάσως Κατράκη κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ η πρώτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Κατράκη «Παράθυρο».

Λόγια κλειδωμένα πίσω από ανοιχτά παράθυρα που λούζονται στο φως. Εδώ δεν ξεδιπλώνονται θαύματα γιατί όλα αποκαλύπτονται με μια γλώσσα ρεαλιστική. Κάτοπτρο στον θόρυβο, με τις ανάσες να αντανακλούν σε καθρέφτες, σε τζάμια, να θαμπώνουν την απάθεια. Η ποιήτρια γράφει την εποχή της. Ρίχνει τον δικό της κύβο στα χαρτιά της ανάγνωσης με την ελπίδα να βρουν οι αναγνώστες τις γωνίες που κρύβουν τις μοιραίες της συναντήσεις με την ποίηση.

Γράφει για ότι μπορεί να εμπνεύσει ένα κορίτσι που τρέχει με ηλεκτρισμένους ρυθμούς, επιδιώκοντας την αρμονία αριθμών και συναισθημάτων. Προγραμματισμένες ζωές που κινούνται στο όριο, η γενιά της. Η ίδια αποφασίζει πότε θ’ ανοίξει την έξοδο της δικής της φυγής για το άγνωστο που την συγκινεί.
Επιδιώκει να εκτεθεί στα μονοπάτια της ποίησης αφυπνίζοντας αισθήσεις. Επώδυνες αναμνήσεις υπνωτίζουν την μνήμη στα χαρακώματα της νοσταλγίας.


ΜΕΣΟΤΗΣ

Είπες να περιμένω.
Κι είπα θ’ αφήσω την πόρτα μου μισάνοιχτη
λίγο κλειστή, λίγο ανοιχτή
δε θέλω τ’ άκρα –είναι κακίες, καθώς λένε.

Σε περιμένω.
Δε σε λατρεύω, δε σε μισώ.
Μες στην απάθεια παλεύω να σε κλείσω
δε θέλω τ’ άκρα – με ζαλίζουν.

Κι όσο αναμένω,
μέσα απ’ την πόρτα μου κυλούν νόθες σχέσεις,
στιγμές και λόγια του συρμού,
άτομα κρύα με κλειδιά που δεν κλειδώνουν.
- αλήθεια εσύ έχεις το κλειδί;

Κι απλώς περνούν.
Κι η πόρτα μένει ανοιχτή. Και προσπερνούν.
Κι εγώ κρυώνω.
Δε μετανιώνω.
Μόνο παγώνω στη σιωπή και στην απάθεια.
Μα δε μ’ αρέσουν οι κακίες ούτε τ’ άκρα.
Ίσως εν τέλει να σε βλέπω με συμπάθεια.


Φαινόμενα ακατάλυτα πίσω από λέξεις, αντιστοιχούν στη ροή γεγονότων με αίσθημα αέρινο, άτρωτο. Μεγαλώνουν φτερά έτοιμα για πτήσεις στην τεθλασμένη ελεγχόμενου φόβου με αυθεντικά πετάγματα στο γνωστό, το οικείο, το φανερό. Προσάρτηση στο ακοίταχτο που μπορεί να κοιταχθεί.

Όλα ξεπουλιούνται γύρω της. Των θυμάτων τα κόμιστρα για την κόλαση. Αντιστέκεται επιθυμώντας να φέρει μια άνοιξη με την γραφή κρατώντας μια τελευταία ανάσα μόνο για κείνη. Πλαστά χαμόγελα την συντρίβουν και τα φιλιά μαχαίρια την απωθούν. Ενδύεται την αλήθεια της, ενσαρκώνοντάς την με λέξεις. Δεν φτάνει το «ίσως» για τα πετάγματα στα ύψη της ηρωικής πτήσης στη ρουτίνα ψεύτικων σχέσεων. Αδιαφορεί για τα «πρέπει», ακολουθώντας τα «θέλω» της στη λαμπρή σύρραξη με το φως.


Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Είμαι χαρούμενη.
Σήμερα νιώθω αλλιώτικα.
Δεν περπατώ στη γη.
Μόνο πετάω.

Είχα προσέξει από νωρίς την αλλαγή.
Αντί για χέρια έβγαλα φτερά
πολύ μεγάλα κι ωραία.

Κι είν’ αλήθεια
δεν είμαι πλέον άνθρωπος
και δε μιλώ ανθρωπινά,
για την ακρίβεια δε μιλώ πολύ,
ίσως να μη μιλώ καθόλου.

Είμαι χαρούμενη.
Σήμερα νιώθω αλλιώτικα.
Μόνο πετάω, τόσο ψηλά
που ίσως δεν αντέχω.

Ρώτησες αν φοβάμαι.
Δε νιώθω φόβο.
Αυτοί που έχουν τα σκοινιά και με κρατούν
καλά γνωρίζουν
και δε μ’ αφήνουν να πετάξω για πολύ.
Καταλαβαίνεις…


Κάθε νύχτα γυρεύει τον ήλιο για να τον κρύψει μέσα της. Οι εξελίξεις την τρέχουν και τα όνειρα ανεκπλήρωτα βίαια προσκρούουν πάνω της. Να προλάβει να μαζέψει στάχτες συλλαβών, για να ψελλίσει λέξεις. Ασήκωτες περιμένουν, τυλιγμένες με μαύρα σάβανα στα οστεοφυλάκια της απογοήτευσης. Οι άνθρωποι εξανθρωπίζονται, όταν βρέχει θάνατο στις αποβάθρες του σκότους. Ακροβατούν οι ελπίδες λίγο πριν πνιγούν στις θάλασσες της λύπης.


ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ

Ξάφνου ανάσανα.
Λίγο πράσινο και λίγο θαλασσί
κρυμμένα μακριά απ’ τον άνθρωπο.

Χόρτασα την πείνα μου για φως
έκανα φίλο το σκοτάδι
κι έβαλα μέσα μου τον ήλιο.

Κι είπα θα ζήσω σαν νεκρός
με την ελπίδα όταν πεθάνω
επιτέλους ν’ αναπνεύσω.


Διάφανο φιλί ψάχνει να νανουρίσει αισθήσεις. Χορεύουν στο πρόσωπο που αγάπησε, με την αγωνία, πως θα είναι εκεί, δίπλα, στης ζωής της την κλίνη. Μην αποχωρίσουν για στενούς ουρανούς και κλειστές θάλασσες. Γιατί ο έρωτας είναι η ενέργεια που δίνει ώθηση για υψηλές πτήσεις και ιστίο ανοίγει για ν’ αρμενίζει με συντροφιά τον δικό της άνεμο. Τον βαφτίζει ήλιο σε στίχους, για να ξεχειμωνιάζει στα ηλιοστάσια της αγάπης.


ΕΡΩΤΙΚΟ

Αν φύγεις ουρανέ μου
ύστερα που θα ίπταμαι.
Αν πάψεις να ’σαι θάλασσα
μετά που θ’ αρμενίζω.
Αν δεν είσαι ο ήλιος μου
πως θα ξεχειμωνιάζω.
Αν πάψεις να ’σαι πόλεμος
πως θα βρω την ειρήνη.
Αν λείψεις απ’ το σύμπαν μου
γιατί να ζω το χρόνο.
Αν τώρα γίνεις είδωλο
πως θα ’χω το Θεό μου.
Πως θ’ αρνηθώ το εγώ μου…