ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ - Μην κοιτάξεις πίσω


Αν και η χρονιά 2010 είναι από τις πιο δύσκολες, οι ποιητές εξακολουθούν να ονειρεύονται και να εκδίδουν τα βιβλία τους, για να συνομιλήσουν με τους αναγνώστες, σε μυστικές αγρυπνίες.
Η Δέσποινα Γιαννάκου, ταξιδεύει το προσωπικό της όνειρο, μέσα στις σελίδες της νέα ποιητικής συλλογής της, με ιδιωτική έκδοση για φίλους που επιθυμούν να συνταξιδέψουν με αποσκευές, τις λέξεις.
Αφετηρία της τραγούδια λυγμών, που καταγράφουν την συνέχεια των δικών της λυγμών, στον αστεροχώρο της ποίησης. Τα μεγάλα αγαπώ, που θυμούνται τους φόβους μιας μνήμης στην υποτέλεια της ανάμνησης.
Παίρνει ήλιο κι ουρανό, για να βρει τους χειμώνες και τα καλοκαίρια, που φεγγάρια άστραφταν στο ταξίδι για το κέντρο του κόσμου, του κόσμους της, ως να φανερωθούν μυστικά αφανέρωτα και γρίφοι για καιρό άλυτοι, να λυθούν για ν' απλωθούν τα όνειρα στο κορμί εκείνου που αγάπησε.
Παραδομένη απελπιστικά, στις ενοχές που τα δάχτυλα ψηλαφούν προσεχτικά μη ματώσουν από την αφή των αισθήσεων. Είδωλα σε καθρέφτες, που αγρυπνούν σε ιεροτελεστίες αναβολής. Θυμούνται τότε που ξάπλωναν οι σκέψεις κι αγάπη τα λόγια θύμιζαν.

"ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Μας χωρίζουν πολλά
μια ετοιμόρροπη σιωπή.
Να μπορούσα να δραπετεύσω
ν' ανοίξεις τα χέρια
ν' ανοίξω τα χέρια
να σε φτάσω.
Πάντα κοιτούσα τα κοπάδια των πουλιών να πετούν
πάντα λαχταρούσα τούτη τη λευτεριά τους
μα πάντα τους κυνηγούς φοβόμουν
και σιωπούσα.
Νήπια βήματα στη διαδρομή
εκεί που συναντάς τα όνειρα
πάντα τα ανέβαλα κι έλεγα έχω χρόνο
πάντα βιαζόμουν να φύγω
και τώρα που πέρασε ο καιρός τα πόδια πείσμωσαν
καρφωμένα
κι όλα τα θέλω εδώ και τώρα.
Πόσες μέρες αυθόρμητης αοριστίας μου απομένουν;
μέρες της ζωής μετρημένες
και γυρίζω τον καθρέφτη να κοιτά απ' την μεριά μου
να τρέχω κατά πάνω του να δω αν γνωρίσει
τους πόθους μου σήμερα.
Με εκνευρίζει που γελάει όταν γελώ
και θαμπώνει όταν κλαίω
-σαν δεν μπορεί τη μοίρα μου να ορίζει-
τυπώνει λεπτομέρειες και ασφυκτιούν οι στιγμές
η χιονάτη είναι πιο όμορφη μου το 'πε..
Μας χωρίζουν πολλά
κάτι σαν τούτο το κοίταγμα
πίσω από σκόνη και ραγισματιές.
Η ζωή μας χαμογελάει παράξενα
κι εγώ χαράζω πάνω του όσα δεν πρόλαβα
οι σκέψεις μου ταξιδεύουν πάντα δίπλα σου
κι οι σκέψεις μου είναι όλες αισθήσεις
δεν έχω άλλο κόσμο να σου δώσω..."


Υπάρχουν μικρά μονοπάτια, που ο καθένας αφήνει τα δικά του κομμάτια, για να ορίζουν τον δρόμο στις μοναχικές περιπλανήσεις, τότε που το σώμα απαλλάσσεται κι αρνείται να χρεωθεί απουσίες που δεν προκάλεσε. Κι εκείνα που τελειώνουν το ξημέρωμα, είναι ακόμα πιο δύσκολα, σπασμένα βλέμματα φευγάτα σημάδια από χάδια ξενυχτούν ακόμα ξεθωριασμένα στην άκρη τη μέρας που έρχεται κι η αγάπη δεν φτάνει.
Τα σκοτάδια πάντα θα μετράνε απουσίες, στο μέτρημα όλων εκείνων που πίσω τους άφησαν πληγές φόβου να ματώνουν για κείνα που δεν ζουν πουθενά.

"ΟΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Απόψε επέλεξα να απαλλαγώ
από το σώμα μου
σιγά σιγά να λυγίσω τους ώμους
να βγω απ' το γαλάζιο πουκάμισο
να διασχίσω εκείνη τη φωτεινή τρύπα
διαπερνώντας τα πλευρά
να απαρνηθώ τον άνθρωπο
να απαλλαγώ απ' όσα με χρέωσαν
να δείξω τα χαρτιά μου στο φύλακα
για να μ' αφήσει
να περάσω.
Δεν με αγγίζει πια η ανάσα σου δεν με φτάνει
ήσουν απών
έμεινες να χαμογελάς στις εποχές των χρόνων
απαρηγόρητη η σκιά σου
στον καθρέφτη του ουρανού
καθώς ανεβαίνω
έψαξα στις τσέπες σου να βρω τα κλειδιά
να κρυφτώ από το μακελειό
των ανέμων
μισή θωριά και στη χούφτα λουκέτο
σκουριασμένη καγκελόπορτα
δεν ανοίγει ο παράδεισος.
Θα αλλάξω το όνομα.
Θα ονομάσω τον φόβο απώλεια.

Κρυώνω
η διαφορά του υψόμετρου
του κενού
απόψε που εγκατέλειψα το σώμα μου
αποδόθηκα
σε έξοδο λυτρωτική
συλλέγοντας ναυλωμένα οράματα
και κάτω από το πικρό του άγγελου βλέμμα
σε έζησα.

Λειτουργώ με την αγάπη να βρω αδιέξοδο
τραγουδώντας της σιωπής τον ήχο
αντίδωρο των ποιητών συνειδητοποίησα
πως δεν έχω λόγο
να φοβάμαι το θάνατο
πιο πολύ έχω λόγο
να φοβάμαι εμένα.

Καθώς σε περίμενα να φανείς
επέλεξα ολική επαναφορά..."


Ικέτρια του καιρού του έρωτα και της αγάπης,ομολογεί την ανάγκη για ξέπλυμα πλάνης στις προσμονές, για να κρατήσει όλα τα ψέματα που γνώρισε, έμαθε, άγγιξε, για να προφτάσει ν' απλώσει στεναγμούς με λέξεις πεθυμιάς σε σκοτάδια φωτιάς.
Ο πήχης της θλίψης ήρθε ο καιρός να κατέβει, για να δραπετεύσουν σημάδια υπολογίζοντας την απόσταση από τα δάκρυα που έπεσαν στους μονολόγους ερωτικών ασυμβίβαστων διαδρομών.

"ΔΡΑΠΕΤΗΣ

Έβαλα σημάδι σ' εκείνο τον τοίχο
απέναντι από το σπίτι σου
ένα σημάδι κόκκινο
σαν τη φωτιά
τα παθιασμένα σ' αγαπώ που ήθελες να μου πεις
κάθε φορά κρυφοκοίταζα να δω
αν είναι πάντα εκεί.
Πως να υπολογίσεις την απόσταση μέσα στο σκοτάδι
σχηματίζονταν εικόνες πάνω του
που ακόμα δεν είχαμε πλάσει
έπρεπε να ζωγραφίσουμε αισθήματα
ή ροζ καρδιές με το βέλος να τις κόβει
σαν αυτές που κάναμε
τα χρόνια που 'μασταν παιδιά..
Μύριζε τριγύρω γιασεμί
έβαλα και λίγο πράσινο
υπάρχει ακόμα ελπίδα
και λίγο κίτρινο
να θυμάσαι την απόσταση
μα δεν χωράει πάνω του
το λίγο του κόσμου.
Άγγιξα με το δάχτυλο την μπογιά
κι έγραψα
"δραπέτης"
πρέπει να περιμένεις να ξημερώσει
να ζεστάνει ο ήλιος να το στεγνώσει...

Θεέ μου μάθε μας να υπάρχουμε
ξεχάσαμε από τον πόνο πως είναι το μαζί
και δεν θα βρούμε το όνειρο
στις όχθες των ανθρώπων..."


Η ποιήτρια φτιάχνει τον ποιητικό κόσμο της και ζητά να ακολουθήσουμε το δικό της "έλα" στις γνώριμες και οικείες διαδρομές δείχνοντας ευανάγνωστα σημάδια ως "τις όχθες των ανθρώπων", για να δροσιστούμε με λέξεις...
Καλοτάξιδες...

ΕΜΥ ΤΖΩΑΝΝΟΥ-Της ψυχής μου οι θάλασσες


"Της ψυχής μου οι θάλασσες" είναι η ποιητική συλλογή της Έμυς Τζωάννου που κυκλοφόρησε το 2007 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. Λέξεις που δένουν αρμονικά με σκίτσα του ποιητή Δημήτρη Μπουκόνη ενώ τα εξώφυλλα κοσμούν έργα του Χάρη Πανίδη.
Θάλασσες που χωρούν μόλις σε μια ψυχή, είναι τα λόγια της. Συναισθήματα που αναδύονται από βυθούς και γίνονται κύματα και φτάνουν γλυκά στις ακτογραμμές της ανάμνησης. Στιγμές που κλείστηκαν σε λαμπερά κοχύλια καθώς η παλίρροια έφερε να συντροφεύσουν, να φιλήσουν την έρημη άμμο, σε ώρες μοναχικές. Αγγελούδια που υμνούν πόθους και ζωγραφίζουν τραγούδια, ζωντανεύουν τσακισμένες ελπίδες σε χρόνο διάμεσο στου απείρου την δίνη.
Πως η ίδια κατανοεί; Πως εισπράττει; Πώς αφήνεται; Πως γεύεται ηδονισμούς στα ερωτικά περάσματα, τότε που το φως ενώνεται με σκιές στις αντανακλάσεις της διάνυσης από το χθες ως το σήμερα; Είναι η γυναίκα που ερωτεύεται, αγαπά και προκαλεί την υπέρβαση της προσωπικής αντοχής της σε κείνο, που απρόσμενα ήρθε. Γιατί έτσι είναι ο έρωτας, απρόβλεπτος,ακάλεστος. Ζητά, απαιτεί να χορέψεις στα βήματα του δικού του χορού τον χορό των "γιατί", των "πρέπει" ζυγιάζοντας σιωπές, σε σχήματα που οι πιστοί επιστρέφουν σε παραδεισένιους τόπους, λύνοντας τα χέρια, για ν' αγκαλιάσουν τα όμορφα που απλόχερα δίνονται, για να επιπλεύσουν συναισθήματα από καιρό ξεχασμένα κι ηρωικά να δραπετεύσουν και να βρεθούν ενεργά, μάχιμα, στις πολεμίστρες κάστρων που εκπορθούνται, κουρσεύονται, λεηλατούνται από την αγάπη.

"Θα επιπλέω

Θα επιπλέω στα κύματα της σκέψης σου
στη δροσιά της νοσταλγίας σου
στη φθορά της εμπειρίας σου
στη βραδυνή σου αναπόληση
στις ξάγρυπνες νύχτες σου
στα τσαλακωμένα όνειρά σου.

Θα κεντάω τη μορφή μου στα μάτια σου
Ανασταίνοντας τις αγκαλιές του έρωτά μας.

Σαν λεηλάτης του κορμιού μου,
Κουρσάρος και κατακτητής
Με φλόγες με κυρίευσες.

Σαν ηγέτης του φιλιού μου,
Μαγευτικός μελωδικός
Με τέχνη με παγίδεψες."


Λυρική η γραφή, με λέξεις να κεντούν μεθυσμένα, να συναρμολογούν περίτεχνα τις αναλαμπές, όλων εκείνων που βιώθηκαν κι έγιναν μνήμη κι ανάμνηση, τότε που γίνονταν αερικό και ταξίδευε στων ξωτικών τη χώρα. Έτρεχε να φυλακιστεί στο όνειρο, στις μυρωδιές μιας εποχής, που τα ίχνη είναι ακόμα ορατά, ανεξίτηλα στη φθορά του χρόνου, με τις αισθήσεις να κυριαρχούν σε νοτισμένα πρωινά, με ανοιχτά πανιά θέλοντας να κατακτήσουν το αύριο, με μάτια κλειστά στην ακολουθία της επερχόμενης συντριβής.

"Αερικό

Αερικό στα χέρια σου θα γίνω,¨
Άπιαστο όνειρο φεγγοβόλο κι ονειρικό,
Θα μπω στην ακριανή γωνιά της σκέψης σου
Να καρφωθώ, να σφηνωθώ.
Να μείνω."


Οι ελπίδες τυφλές παραφυλάνε ξενυχνώντας το μαζί, το εμείς, που ο χρόνος σιγά-σιγά μεταλλάσσει και γίνεται εγώ, εσύ, για ν' αρμενίσουν οι στεναγμοί στη φωτιά του τέλους, στη συντριβή σπινθήρων που άστραψαν, έλαμψαν, θέρεψιαν κι ύστερα άρχισαν ν' αργοσβήνουν, μη έχοντας να κάψουν τίποτα πια, στο βωμό του πάθους.
Τα πολύτιμα λάφυρα της κατάκτησης, φυλλάχτηκαν με λέξεις, στρώθηκαν σε ποιήματα σε μορφώματα ποιητικών διαδρομών, στη γεωλογία των πετρωμάτων. Λαξεμένες αισθήσεις στους βράχους μιας φυγής, εγκαταλείποντας ότι λεηλατήθηκε στην εποχή της αγάπης.
Άραγε δικαιώνεται ποτέ ο έρωτας που ερωτεύσιμος παρελαύνει ως απόλυτος νικητής σε κατακτημένες ψυχές και σώματα, μη μπορώντας να δώσει οριστικές απαντήσεις στις ερωτήσεις που δικαιώνουν τους κατακτηνόμενους;

"Συντριβή και Δικαίωση

Ο ρυθμός της καρδιά μου
Σαν φορτισμένος ποιητής
Που συντάσσει και εκφράζει
Όσα επιθυμεί για μια ολόκληρη στιγμή
Στη συντριβή και στη δικαίωση
Παραμιλά και ξαγρυπνά
Σ' ένα αύριο χωρίς εικόνες και οράματα
Σ' ένα χειμώνα δίχως αλκυονίδες μέρες
Σε μια άνοιξη χωρίς ήλιο και έξαρση
Σ' ένα φθινόπωρο δίχως κιτρινισμένα φύλλα.

Θάρθω την Άνοιξη
Ν' ανθίσω στην ψυχή σου.
Θάρθω σαν ήλιος
Να με φορέσεις στο κορμί σου."


Οι εραστές που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ, πάντα θα κουβαλούν, το μεγάλο φορτίο στις ενοχικές κατακόμβες των ματιών, για όλα εκείνα που έδωσαν και δεν πήραν, τους λεηλατισμούς στους δρόμους της καρδιάς, τις αναπόδεικτες ανακρίβειες που στοίχειωσαν στιγμές και καθόρισαν προδοσίες, διαλύοντας χαμόγελα χαράς, φέρνοντας την ανατολή σε θλίψεις.
Η Έμυ Τζωάννου θα τα ζήσει όλα κι ύστερα θα τα καταγράψει. Με την αφή φτιάχνει τα ψηφιδωτά της γραφίδας "απαλλαγμένη από τον εφιάλτη της απουσίας", πειθαρχημένη στις "αχαλίνωτες μνήμες", θα αρχίσουν την φυσιολογική ροή, το στάξιμο σταγόνα-σταγόνα που γίνονται λέξεις, οι σταλακτίτες της ποίησής της με στεγνά πια τα μάτια.
Όμορφες να 'ναι πάντα οι πλεύσεις, στις "Θάλασσες της ψυχής σου".

ΤΙΤΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ - Το λυκαυγές του Ραδάμανθυ


Οι "ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ" μας έχουν συνηθίσει σε καλαίσθητες κυκλοφορίες εδώ και χρόνια. Μόλις τον περασμένο Μάρτιο, έβγαλε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, την ποιητική συλλογή του Τίτου Μαρκόπουλου "ΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ ΤΟΥ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥ", με το εξώφυλλο να κοσμεί έργο του ζωγράφου Κωνσταντίνου Ζαννέτου.
Ο τίτλος παραπέμπει στην Κρήτη κι όχι τυχαία, καθώς είναι ο τόπος καταγωγής του ποιητή, αλλά και το όνομα Ραδάμανθυ γιου του Δία και της Ευρώπης, που επίσης δεν επιλέχτηκε τυχαία Γνωστός κατά την μυθολογία για την σοφία και την δίκαιη κρίση του, παραπέμπει στην ιδιότητα, που κατέκτησε με σπουδές στην νομική κι ίσως να υπήρχε από πάντα μέσα του, η αμετάθετη διάθεση, ώστε να επιλέξει το συγκεκριμένο επάγγελμα του δικηγόρου. Ο Πλούτωνας είχε αναθέσει στον Ραδάμανθυ μετά τον θάνατό του, να δικάζει τους νεκρούς στον Άδη. Επομένως το "λυκαυγές" η ώρα που διαλύεται το σκοτάδι μέχρι την ανατολή του ήλιου, ώρα που συνήθως οι θνητοί αποχαιρετούν την ζωή, μετατίθεται στην εναρκτήρια ζωή μιας άλλης διάστασης.
Έτσι ακριβώς κι οι λέξεις του, έχουν κάτι από την μαγεία του παρελθόντος. Παρελαύνουν επιβλητικές στις οδυνηρές και ταυτόχρονα λυτρωτικές εξομολογήσεις κι όπως ο ίδιος λέει, "ανομολόγητα πυροδοτούν πόθο".
Η ποίησή του έχει να κάνει με χρώματα άνοιξης κι ύμνους εαρινούς, "με δυο μάτια πυγολαμπίδες" να αναδύουν όλο το φως και να αντανακλούν προορισμούς από τη "Γέννηση Σκέψης" ως τα "Παιχνίδια με τον Απόλλωνα" τίτλοι ποιημάτων του πονήματος.

"Γέννηση Σκέψης

Σιγαλιά και γάργαρο ψιθύρισμα ροών
μες τη φωλιά χουχουλιαστού φρεσκοψημένου φιλιού,
δροσοσταλιά κρυστάλλινης διείσδυσης
ταχταρίζουν την ασυντόνιστη τρυφερή κυοφορία.
Αυτή θηλάζει στον κόρφο καλοσύνη.
Αν έχει μέλι, οπωσδήποτε και λίγο κανέλα."


Τρυφερότητα που ακουμπά σε ψιθύρους έξω από τον χρόνο, σε τοπία ακίνητα στις εκβολές μιας διείσδυσης κρυστάλλινης από μνήμες, φωτισμένες κάτω από φωτεινό ουρανό.
Τα σημάδια μιλούν με συμβολισμούς, εκεί που φυσάει εκείνο, που δεν είναι πια εδώ, αλλά έχει καταγραφεί στην ταινία της μνήμης, ανθολογημένα στης μυθολογίας την μακαριότητα, που γίνονται ζωή από πνοές ποιητών σε αγρυπνίες φωτός, παιχνιδίζοντας με σκιάσεις, μη ξεχαστεί η ιστορία και μείνει το όνειρο στο χέρι.

"Παιχνίδια με τον Απόλλωνα

Μες το κρανίο φωλιάζει ένα νεφέλωμα
που άλλοτε πηχτό σαν τη μαύρη νύχτα
βουβαίνει κάθε ηλιαχτίδα,
που αγκομαχεί να διαπεράσει
κι άλλοτε διαλύεται σα σύννεφο μετά την καταιγίδα
και κάνει τ' ουρανού τη βλοσυρότητα να ξεθυμαίνει.

Τότε παρελαύνει στους ορίζοντες του νου
το φως του νικηφόρου ήλιου, του στρατηλάτη
που κατόρθωσε να κατοτροπώσει
τη θολούρα και την αοριστία.

Αλήθεια τόσα εμπόδια ορθώνονται
ώσπου να βγει κανείς στο ξέφωτο,
ώστε η επίμονη θέληση μόνο
τρικλοποδιές βάζει.

Ίσως πάλι κάθε απόχρωση των αισθήσεων
μουνταίνει ή λαμπραίνει το φόντο
και το φως πνίγεται μες το θάμπος της πολυχρωμίας.

Ας ακολουθούμε τότε το φως που αχνοφέγγει
και μέσα απ' την παλέτα των ματιών μας
υπομονετικά ας αναμένουμε το νέο πίνακα.

Η θέληση ας είναι ιχνηλάτης
και οι αξίες σηματοδότησης των δύσπατων μονοπατιών.
Κι ο χρόνος ας λαξεύει στο άμορφο κουβάρι
των εμπειριών τις πτυχώσεις της πείρας."


Συμπλέκεται με τον καιρό, θέλοντας να κόψει τις φλέβες εκείνου του χρόνου, για να ζωγραφίσει τα δικά του δάκρυα στα μάτια Εκείνης που τον μαγεύει, σε δρόμους γυρισμού, που αντέχουν φουρτούνες.
Επιζητά ν' αναζωπυρώσει την μνήμη, να συνδεθεί με το παρελθόν, να ανασυνθέσει τις εντυπώσεις μιας ζωής, που οι σκιές την ακολουθούν, με την νωχελικότητα της μετάβασης, σε μια ζωή μελλούμενη.
Θα μαζέψει όλες τις αποχρώσεις, για να κεντίσει ουράνιο τόξο, να κυλήσει στον ποταμό, να φθάσει στην θάλασσα, μη αφήνοντας τίποτα μισό, παγιδεύοντας τον εφιάλτη που μεγαλώνοντας μεγαλώνει, ξελογιάζεται και παραδίνεται στα χαράματα, στην νύχτα που αργεί να ξεπλύνει θαύματα, θωπεύοντας σκοτάδια ανέγγιχτα, που με λάμψεις χορταίνουν τα ταπεινά θαύματα μιας επιστροφής, ταξιδεύοντας ως "Το τέλος να 'ρθει δροσερό" όπως λέει στο ποίημά του.

"Το τέλος να 'ρθει δροσερό

Θέλω να σβήσω
σαν τον άνεμο
που στα μαλλιά του
σέρνει όνειρα
και στο διάβα του σκορπίζει απλότητα,
χαϊδεύοντας τρυφερά
τη γυμνόστηθη καρδιά.

Μέσα της παλεύουν
ο Φοίβος με τις Μαινάδες
τις εκτασιασμένες
που ρίχνουν ακόντια
και βέλη φλογισμένα.

Πόνος των εγκάτων
ορμητικά διαχέεται παρασυρμένος
απ' τα ποτάμια
της καρδιοφθόρας λάβας.

Σβήνει τη δροσιά
και καίει ζοφερά
την πηγή της Κασταλίας.

Φύσα μελτέμι νεανικό
και φέρε πίσω την ξενοιασιά
εκείνη της α-διακρισίας.
Κόλλα μου φτερά ταξιδιάρικα
να βυθιστώ στον κόσμο της φωτολουσίας.
Και σα φτάσω, άσε με να αιωρούμαι."


Η ποίηση του Τίτου Μαρκόπουλου, σου αφήνει μια γεύση εγκεφαλικής προσέγγισης στην σύνθεση των σωμάτων, στη γεωγραφία του λόγου του. Εξισώνει πληγές με λέξεις στους λαβύρινθους, ψάχνοντας το πέρασμα, με ιστορικές ανταποκρίσεις που την σκέψη τυραννούν και "ήχους θαμμένους μες την άτρωτη σιγή υπερούσιων μυστηρίων" όπως ο ίδιος λέει.
Θα έλεγα πως είναι περισσότερο ελεγειακή κι αδούλωτη γραφή.
Με ολύμπιους πόθους, αφήνεται στην ωριμότητα της ανάτασης μέσω του λόγου. Υμνεί καθαρμούς ψυχής και βαπτίζεται άνθρωπος "στην κολυμπήθρα της ανθρωπιάς των ημίθεων" σύμφωνα με έναν από τους στίχους του. Ως άλλος επαίτης ξεδιψά στην πηγή της φαντασίας για να τραγουδήσει.
Επειδή η ποίηση του Τίτου Μαρκόπουλου δεν είναι ποίηση του συρμού, είναι προπάντων δύσκολη και θα πρέπει κανείς να την διαβάσει με την γαλήνη και την ετοιμότητα ενός όμορφου ταξιδιού στις λέξεις, για να κατανοήσει τα νοήματα που αναδύονται.
Καλοτάξιδες διεισδύσεις και αναδύσεις στα λαμπερά πετρώματα της Ποίησης...