ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ - Λόγος κι ατία για ένα ταξίδι

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας Λόγος κι αιτία για ένα ταξίδι κυκλοφόρησε το 2001, την ίδια ακριβώς χρονιά με το πρώτο. Παρακολουθούμε την ευγενική παραχώρηση των συγγραφικών δικαιωμάτων του ποιητή στο κοινωφελές ίδρυμα Παιδιών με Νεοπλασματικές Παθήσεις "ΙΑΣΩ".
Και σ' αυτή τη συλλογή , βλέπουμε τα ίδια σχήματα γραφής να αποτυπώνονται στη γεωγραφική μεθόριο του ποιητή. Ένα είδος που τον εκφράζει και διανύει τις αποστάσεις με τον λυρικό κι ερωτικό Λόγο του. Η θεματολογία του όμως, εκτείνεται πέρα από τον προσωπικό ερωτισμό συνοδεύοντας την με το ταξίδι.
-Ο ποιητής αγαπά με τα χείλη. Έτσι κινά για τον παράδεισο. Μαζί τους ακουμπά τις γεύσεις, τα χρώματα και τα αρώματα. Περπατά στο ουρανό. Σε μια οθόνη αναπαράγει εικόνες που θάθελε να ζήσει. Γίνεται ικέτης του ανεκπλήρωτου. Δίπλα σ' ένα φεγγάρι αγκαλιά με την αγάπη, που τυλίχθηκε σ' αξεθώριαστους μύθους. Θερίζει τη ζωή που μαζί της με έρωτα ταξίδεψε. Πως θα σωθούν οι στιγμές από χέρια πλεγμένα; Πως θα μείνουν οι ήλιοι φωτεινοί στα δακρυσμένα μάτια; Ποια μακρινή Ιθάκη καλεί; Ποια Μονεμβασιά κρατά στην Ακρόπολη πειρατικές επιθέσεις και επιδρομές, φρούρια που αντέχουν στις παλάμες του; Ο ποιητής θα μας δώσει μέσα από τους στίχους τις απαντήσεις κι εκείνες θα μας ταξιδέψουν σ' έναν κόσμο ονειρικό, προσπελάσιμο στους εραστές των λέξεων, που αναζητούν ερωτικές περιηγήσεις.

Ικέτης της χαράς, ικέτης της αγάπης. Σε νύχτες βουβές, σε νύχτες που δεν ανασαίνουν, σε νύχτες που σέρνουν τα βήματα από δωμάτιο σε δωμάτιο
ψάχνοντας ήχους και χρώματα.
Ικέτης του ανεκπλήρωτου, επιχειρώ να διαφυλάξω από βέβηλα μάτια
την ουσία ενός βίου που δεν αναλώθηκε στα ευτελή και τα πρόσκαιρα. Αρκεί
για το ταξίδι μια θύμηση και μια σιωπή..
Στο δικό μου σακίδιο υπάρχει χώρος αρκετός για ένα φεγγάρι του Σεπτέμβρη,
για δυο βροχερά πρωινά του Νοέμβρη, για κάποια τραγούδια που επιμένουν
να μιλούν για την αγάπη.
Θα υπάρχω
μ' ακούς;-
και τότε...
Τραγουδώντας το δικό μας φεγγάρι,
θρηνώντας τη δική μας αγωνία,
βιώνοντας την προσμονή και το όνειρο.
Θα υπάρχω μ' ακούς;-
κεντώντας με πορτοκαλιές κλωστές
το δικό μου αξεθώριαστο μύθο
και καταθέτοντας στη μαρτυρία των ανθρώπων
το ακριβοθώρητο και μονάκριβο
χρώμα των ματιών σου.

- Διάφανα τα όνειρα κατοικούνται μεσημεριάτικα από την αγρυπνία της σκέψης, σφυρίζοντας τραγούδια παλιά. Όλα τα "γιατί" τάκανε φράχτες αδιάβατους, μη τύχει και δουν Εκείνη μάτια άλλων, την ώρα που γυμνή στη μέση του φωτός, θα χορεύει μόνο για Εκείνον.
Μια ανάσα, μόνον μια ανάσα έχει και κείνη σε Εκείνην πάλι την δίνει, για να αφεθεί μετά στην σιωπή. Ξέρει πως κάποια στιγμή οι θεοί θα τον καταραστούν για την τόση αγάπη που έδωσε, τον έρωτα που ώθησε να πάει μακρύτερα και ν' ανασαίνει ψηλότερα. Στις βουνοκορφές του Ολύμπου θα αφήσει την αγαπημένη να πίνει νέκταρ και φως, για να κάνει τις στιγμές αθάνατες στες ατραπούς του κορμιού Του.

Σε ποιες λέξεις να σε κρύψω;
Και ποια κίνηση να σου αφιερώσω;
Λεπίδι να γίνεσαι.
Ν' ανοίγω με σένα το σώμα του κόσμου.
Να μελετώ με τις κινήσεις των χεριών σου
τους νόμους των ανέμων.
Λέω πως ίσως βρεθούμε ξανά
σ' ένα όνειρο ξεχασμένο,
σε κάποια ανορθόγραφη αναπόληση του έρωτα
ή σε κάποιες αρχαίες πέτρες,
που αγναντεύουν το Ιόνιο.
Λεπίδι να γίνεσαι.
Ν' αποφλοιώνεις τη νύχτα,
κρατώντας μόνο τη σάρκα της σιωπής
κι αφήνοντας για μένα την αποκρυπτογράφηση
του θανάτου.

-Ο έρωτας μεγαλώνει, δεν χωρά πια στις λέξεις του κι ο ήλιος ξεραίνει το μοναδικό νησί που πάτησε, το σώμα της. Τρέχει στη θάλασσα, βρέχεται κι επανέρχεται με τη δροσιά των κοχυλιών, την αλμύρα που τρέχει απ' τα μαλλιά, ως τα πόδια Του. Φυλακισμένες σταγόνες κρατά, για να την ακουμπήσουν, ώσπου να δροσιστεί. Κουβαλάει κύματα που ενώνονται με τα σύννεφα των ματιών της και γίνονται βροχή, για να ξεδιψάσει.
"Συνάζει θύμησες". Όλο το έργο μια μνήμη, που ανασταίνει τα δάχτυλα και γράφει, γράφει.
Δεν είναι αγάπη αυτό που ζει, είναι κάτι μεγαλύτερο, κλείνεται στη σφαίρα του ιδανικού. Γιατί πως αλλιώς, μπορεί να ερμηνεύσει τα σχήματα, τα βλέφαρα που κλείνουν στην ομίχλη, στης ανάσας τη γεύση, τον ιδρώτα την ώρα που εφευρίσκει και διεκδικεί την αυτοχειρία του θανάτου τους.

"Να συνθέσω μ' αυτές μια λύπη
ρευστή σαν το κρασί
να έχω να πίνω ως το ξημέρωμα."

-Όμως η απουσία τρυπά τα σεντόνια, κουρνιάζει στα χείλη τις εκστρατείες των μεγάλων στεναγμών. Θα την βρει την αγαπημένη και θα λεηλατεί μια μια τις ανάσες, τα ίχνη στο δέρμα της.

Λέω συχνά πως οι εικόνες ταξιδεύουν, πως ταξιδεύουν και τα χρώματα
και πως πίσω απ' τους μικρούς στεναγμούς των βράχων, αναδύεται το άρωμα
μιας νοσταλγίας που έχει εσένα για σήμα.
Αποδικοποιώ τις σπασμένες λέξεις
επιχειρώντας την ενδοσκόπηση
που σε ψάχνει...
Ο αιώνας μου,
περιμένει έναν άλλον αιώνα
για να εξιλεωθεί απ' την κατάρα του αίματος
κι εγώ μιαν άλλην άνοιξη
για να μιλήσω τη γλώσσα
των μενεξέδων...

-Υπερβατικός γίνεται ο λόγος στην προδοσία κι εμείς ακολουθούμε, για να δούμε άλλη μια φορά τις λέξεις, να κλείνουν τη σημαντικότητα της γραφής του

Άραγε
θα μπορούσες να κλείσεις
μια θάλασσα βροχή σ' ένα κοχύλι;
Θα μπορούσες να ξαναπείς "βρέχει".
αντί για "σ' αγαπώ",
έτσι για να μην πονάει τόσο η προδοσία;
Τόση βροχή θα την μπορούσες;