ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ-Ρεσάλτο

2009 και η Κ.Κ. κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ τη συλλεκτική ποιητική συλλογή της ΡΕΣΑΛΤΟ. Είναι ποιήματα που γράφτηκαν από τα πρώτα νεανικά της χρόνια έως και σήμερα.
Είναι μια ποίηση ξεχωριστή και ιδιαίτερη. Έχει το ξερίζωμα μιας ψυχής που παρατηρεί και καταγράφει. Δεν είναι αμιγώς συναισθηματικά ,αν και πνίγονται στο βάθος ενός ανείπωτου συναισθηματισμού και εύγλωττης συγκίνησης.
Όλα χωρούν στον χάρτη της Ανθολογίας της. Όλα καταγράφονται. Νοσταλγός της μάνας Γης, των ταξιδιών με τρένα,των δένδρων που σμίλεψαν δικές της αισθήσεις με το θρόισμα, με τις ελιές να πυρώνουν τον άνεμο, με γλυκό του κουταλιού κερασμένο στην πορσελάνη των ματιών μας.
Μέσα από την γραφή, ζητά την αλήθεια της, πότε στα καθρεφτισμένα τείχη της Ιεριχώς πότε στα παραμύθια. Άλλοτε πάλι στην ιστορία, σε γεγονότα που συγκλόνισαν τον προσωπικό της φωτοστέφανο.
Εδώ οι απώλειες δεν υπολογίζονται. Ο μύθος σμιλεύεται για να ανταποκριθεί και να αναπλασθεί σε σημερινές αγωνίες και άγχη. Εκεί ακριβώς στη σχισμή του σκοταδιού εναποθέτει τις λέξεις της.
Είναι βέβαιο πως τα καλοκαίρια επηρέασαν την ψυχοσύνθεση της ποιήτριας, που ήρθε σε ρήξη με το μαύρο βελούδο, το μαύρο σατέν της γραφής της. Οι μνήμες φτερουγίζουν πάνω από θάλασσες πάνω από περιγράμματα βουνών. Ακόμα και τα παράθυρα έχουν τη σημειολογία τους σ΄αυτό το ταξίδι της ποιητικής ανάγνωσης αν και κόλλες μπλε τα καλύπτουν παραμένοντας ανοιχτά, εκείνες ξεφτένουν το χρώμα τους απ' το φως.
Η ίδια ελπίζει στους ήρωες των παραμυθιών. Ψάχνει να τους βρει ανάμεσα στον κόσμο. Είναι απουσίες που ζητούν ν' αγγίξουν την άλλη όψη των ιστοριών. Κρατεί καλά τα κλειδιά και κλείνει σιγά πίσω της τις πόρτες μη τρίξουν κι ακουσθεί το τρίξιμο από τους σκουριασμένους μεντεσέδες. Μόνον τα φτερά των παιδικών χρόνων φυλάχθηκαν σε πύργους και ξύλινα σπιτάκια στο δάσος. Η Κατερίνα πέταξε, χωρίς την σιωπή που πληγώνει. Εκείνη την έκρυψε καλά, την φυλάκισε στα άδεια δωμάτια. Πήρε μαζί της τα μάρμαρα της εφηβείας και τ' ανάστησε δίπλα σε θαλασσινές σπηλιές κι άφησε τα μολυβένια στρατιωτάκια να πρωτομιλήσουν με ιστορίες της πόλης. Γιατί η ποίησή της είναι βιωματική κι ακουμπά στα κουρασμένα βιώματα των άλλων.
Με τα μαύρα δαχτυλίδια του έρωτα έβαψε αγάπες και στάθηκε όρθια μπρος στους καιόμενους δρόμους και στα μηνύματα των καιρών. Ήθελε ν' αλλάξει τον κόσμο, την θάλασσα να βάψει με ξυλομπογιές και τις λέξεις ν' αναστήσει στους σιωπηλούς μήνες των ματιών. Στα χέρια πρώτη κράτησε όλα τα δώρα των σταυροφοριών που της έφεραν τα μολυβένια της στρατιωτάκια και οι ήρωες των παραμυθιών. Ακόμα κουβαλάει μαζί της τον Πινόκιο, τους Χανς και Γκρέτελ, τον Αλαντίν, την Αλίκη, τον Γκιούλιβερ.
Ζωντανεύει ελπίδες τσακισμένες, βρίσκει λυτρωμό σε ιστορίες, σε πόθου κομμάτια, μαστιγώνοντας το άπειρο μιας διαδρομής ατελεύτητης. Ζωγραφίζει τραγούδια όχι με χρώματα, συλλαβιστά, με σχήματα αμίλητα, ακίνητα στην παραμεθόριο των βουνών, με προσανατολισμούς σε μια διαφορετικότητα υπαρκτή και ως προς το σχήμα αλλά και ως προς το περιεχόμενο της νοηματικής της αυτάρκειας. Της δίνεται έτσι η δυνατότητα να πετάξει, να αφεθεί, να γυρίσει, να τρέξει στη στροφή των συγκινησιακών αναζητήσεων μέσω των ιστοριών της. Ν' ανακαλύψει τη θέα μετά την ομίχλη, για να χαμογελάσει με τα κομμάτια τ' ουρανού που κρέμονται απ' τα σιδερένια κάγκελα της σκάλας.
Με τον δρόμο μπροστά της σαν ανάμνηση καλοκαιριού, κρατάει μια ψυχή παραπάνω, γι' αυτούς που αληθινά αγάπησαν. Όλα χωρούν στη γεωγραφία του λόγου της. Φωτογραφίες , πορτραίτα και κάδρα. Μοίρες σπιτιών που γίνανε φλόγα που σβήνει φεύγοντας μακριά. Έμεινε το παιδί που στο σώμα της έχει κρυφτεί και τρώει λέξεις και χρώματα, για να κορέσει τα βλέμματα και τα στόματα των μελλούμενων αναγνωστών. Στήλες καπνού που από την ψυχή της βγάζει, τις κάνει μπίλιες χρυσές σε κομπολόι, τις δένει με χρυσή κλωστή.
Κρατά τα κλειδιά από το σπίτι της ποίησης που χρόνια την αρρωσταίνει, την μεθά, της χαμογελά σαν αιωρούμενη σκόνη πάνω από την πόλη. Όλα τα φώτα τα χτένισε για να γεννήσει τα παιδιά της. Με σχήματα υπαρκτά στη γεωγραφία της ποίησης μαθαίνει η ίδια και μαθαίνει και σε μας αυτό που κάνει τα λόγια της μικρές ιστορίες, οδοιπορικά αμαγάλματα σιωπής που φωνάζουν . Σαν χνούδι αγκαλιάζουν και καλύπτουν απαλά ίσκιους βιβλίων με την σκόνη πάνω τους, σαν ανάμνηση που έμεινε και πιάστηκαν νοσταλγικά στα δίχτυα των ματιών μας.
Ο πυρήνας όλων των ποιημάτων σαν θάλασσα βαθιά απλώνεται με αγάπη, για ν' ακούσει τ' αγάλματα που χρόνια κρύβονταν στον βυθό της. Είναι εκείνη η εσωτερική δύναμη που κινεί τα νήματα της γραφής, που αφηγούνται ιστορίες χωρίς όνομα για την αγάπη ίσαμε την άκρη τ' ουρανού, μαζί με τους αγγέλους, να ταξιδέψουν μυστικά σε καινούργια τοπία. Σημάδια της τα φτερά που έσπασαν, ανάσες κρυφές που τις καλεί το βράδυ και σκιαγραφούν αζήτητες ιστορίες του παρελθόντος που φθάνουν σε ένα παρόν διάφανο.
Το αμετάθετο της εσωτερικής της αναζήτησης το καταθέτει ορθά σαν κρύσταλλα σπαθιά που κρέμονται στητά από στέγες σπιτιών. Το μαύρο βελούδο της λύπης αρμονικά δένει με το μαύρο σατέν του νου που βαραίνει απ' το συναίσθημα. Τούτη η νοσταλγική ανάμνηση από παρελθόν παρόν και μέλλον είναι που κάνει την ποίηση της Κ.Κ. ελκυστική και πρωτότυπη. Γυρνάει στα περασμένα και στιγματίζει τις αισθήσεις των αναγνωστών της.