ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ - Πνοή της άνοιξης

Ο ποιητής στάζει το μελάνι στο διάφανο της γραφής του κι ανοίγει τον ορίζοντα μιας γραφής αληθινής, που χύνεται με αίσθημα στην ποίηση. Ο λόγος του απ' την ομίχλη βγαίνει για να συναντήσει το φως Η πνοή της άνοιξης το πόνημα που κυκλοφόρησε το 2007, εκφράζει τον ρομαντισμό και τον λυρισμό της ψυχής του.
Φανερώνει την ελευθερία του να αποτυπώσει ότι τον συγκινεί, με μια μελαγχολία διάχυτη, που όμως στέκεται σ' ένα επίπεδο που αρέσκεται στη θέα απλών και κατανοητών λέξεων, με καθαρά και όμορφα συναισθήματα. Η φωτιά αγγίζει τα λόγια και τα όνειρα κι αφήνει στους άλλους να αναγνώσουν δαχτυλίδια και φιλήματα στα σχήματα του φεγγαριού και στα χρώματα που διαθλάται.
Σταματά και πίνει από την καθαρή πηγή του λόγου. Κάνει ανατομία στο πρόσωπο του ποιητή κι επιχειρεί να αναδείξει γιρλάντες και εικόνες, ειδύλλια και παιχνιδίσματα στο φως.

"Να δανειστείς το πρόσωπο
του ποιητή
όταν στα χέρια του κρατά
σφικτά και τρυφερά
το τελευταίο του γραπτό
σαν το παιδί του το μικρό"

Ακολουθεί τα βήματα του ανέμου κι αφήνει τη βροχή να τραγουδήσει για χάρη του.

"Άσε τη βροχή
να τραγουδήσει
στο δικό της ρυθμό.
Άσε τις σταγόνες της
να χαρακώσουν
βαθιά τις λέξεις
της μοναξιάς.
Άσε την ψυχή σου
γυμνή στη βροχή
ν' ακροβατήσει
στην άκρη της γέφυρας
μέχρι ν' αντικρύσεις
το χαμόγελο
που θα κρατάνε
χέρια αγαπημένα
και θα τραγουδάνε
γιορτινά τραγούδια
στο ρυθμό της βροχής."

Μαζεύει χαμόγελα γιατί με τα σκοτάδια τρομάζει. Γίνεται συνένοχος του ονείρου με νοήματα προσιτά και συλλαμβάνει την ιδέα του ποιήματος με τρόπο σαφή. Χρησιμοποιεί το αλάθευτο τεκμήριο του πνεύματός του για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το θέμα του. Μοιράζεται έξω από τον χρόνο και τη μοίρα του προκαλεί.

"Στη μοίρα σου
βάλε μια πινελιά χαμόγελο"

Στον αέρα πετάει και παίρνει πνοή από την αόρατη πνοή ενός έρωτα που όμως δεν ορίζεται με συγκεκριμένο σχήμα και μορφή. Τούτος ο απρόσωπος έρωτας τον αγγίζει με το συναίσθημα κι αφήνει τα όμορφα σημάδια του.
Ζεστό ποτάμι που κυλά το συναίσθημα ακουμπά στην απέναντι όχθη της αγάπης ως την πλατιά θάλασσα,εκεί ακριβώς που απλώνεται και φθάνει παντού.
Και στις δύο ενότητες του βιβλίου θα βρούμε κοινά χαρακτηριστικά από χρώμα, φως και χαμόγελα. Ο ποιητής δεν χάνεται μήτε σε φωνές μήτε σε ψέματα. Αναζητά τις σειρήνες της σιωπής για να αφουγκραστεί και να ταξιδέψει. Το φως ανασταίνεται σε καιρούς σκοταδιού κι ακουμπά στις καρδιές αυτών που μπορούν και διαβάζουν.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ - Νυχτερινές επιπλοκές

Πως μας τυλίγει η νύχτα απαλά, τρυφερά αν και βοριάς; Πως μας αγγίζει εκείνη η περισπωμένη στο επίθετο του Θοδωρή Βοριά. Πως μας ξυπνάει μνήμες σαν σεργιανάμε στην ποιητική του συλλογή Νυχτερινές Επιπλοκές που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΡΩΔΙΟΣ τον Μάρτιο του 2008;
Όλη η ποίηση είναι γραμμένη σε πολυτονικό σχήμα να μας θυμίζει πως κάποτε χρησιμοποιούσαμε μια γλώσσα πλούσια σε τόνους και πνεύματα.
Κάθε του σκέψη, κάθε του αίσθημα πολύεδρα σώματα που αναζητούν συντροφιά στους δρόμους της πόλης. Γράφει απελευθερωμένος από επιρροές αλληλοσυγκρουόμενες, όχι απλά για να επικοινωνήσει με τους άλλους, αλλά για να καταγράψει κυρίως ότι συμβαίνει γύρω του και φυσικά μέσα του.
Υπάρχει το άλογο στοιχείο της συνείδησης που τον διεγείρει και γίνεται ηθικός αυτουργός και δέκτης εικόνων και συγκινήσεων που τις μεταφέρει στην ποίησή του.Υπάρχει η έντονη συναισθηματική παρουσία την οποία και αντικαθιστά με μια αισθησιακή τάξη . Μέσα στο ομιχλώδες τοπίο του Λόγου ο Θ.Β. προχωρά με το βλέμμα στραμμένο στον ορίζοντα της αληθινής ποίησης, μιας ποίησης που είναι αμάλαγη στην αλήθεια της.
Έμπνευση και κίνητρο γίνεται πολλές φορές η ίδια η πόλη του, η Θεσσαλονίκη και οι άνθρωποι που την κατοικούν.Αναζητά τις "ρωγμές στη νύχτα" και τα κομμάτια της κρύβει πολλές φορές.

"Ξέρεις πως κρύβω
ένα κομμάτι νύχτας
μες στην τσέπη μου"

Εκείνη γίνεται η μούσα του που περιπλανάται. Οι σκιές της ακουμπούν στον Βαρδάρη, στο Λιμάνι, στο Ποσειδώνιο κολυμβητήριο. Με τον έρωτα να αναζητά τις ανάσες του πότε αγοραία και πότε αιχμάλωτα να ξεψυχά, στα γνωστά στέκια της πόλης, στο πάρκο της ΧΑΝΘ.
Γίνεται τρυφερός, λυρικός, μετέωρος στο ταξίδι του και μας παρασέρνει με την γλυκύτητα του λόγου του.

" Άν λιποθυμήσεις
θα σε πάρω στα χέρια
να σ' απλώσω σ' άλλο ποίημα"

Με λειψό φεγγάρι θα χτυπηθούν τα κορμιά για ν' αγκαλιαστούν μετά στην άκρη μιας θάλασσας. Σπαράσσονται με βία. Δεν είναι κύματα, είναι οι σκιές που ξεσκίζουν με βία τα ρούχα κι ερωτεύονται.

"Χτυπιούνται, αγκαλιάζονται,
γίνονται πόλεμος, έρωτας
και πυρετός της νύχτας"

"Εχθροί και φίλοι οι δρόμοι που περπάτησες" . Μητροπόλεως-Βενιζέλου-Εγνατία. Δρόμοι γνωστοί σε όλους, οικείοι, αγαπημένοι μιας πόλης αγαπημένης. Πόσες φορές δεν τους περπάτησε ο ποιητής και μαζί του κι εμείς κουβαλώντας την μυσταγωγία της χαράς ή της σιωπής.
Ακόμα κι οι τοίχοι αποκτούν τη σημειολογία με τα κάθε είδους μηνύματα που φιλοξενούνται σ' αυτούς και βουλιάζουν. Γίνονται το θέατρο μορφών από γκράφιτι και συνθήματα που ζητούν την αφύπνιση των περαστικών. Μιλάει ο τοίχος κι ο ποιητής αφουγκράζεται.
Ξεδιπλώνεται η γραφή του "κάτω από σωρούς ξεραμένων φύλλων" με φθινόπωρα και ζεστούς χειμώνες και τις νύχτες που δεν φοβάται ανοίγει τα φύλλα της καρδιάς του για να εισβάλλει όλο το φως μιας γραφής που μας αποκαλύπτει τα μυστικά του Λόγου του.